Αναδημοσιεύω εδώ το πρώτο από τα έξι κεφάλαια του βιβλίου του Έλληνα Ανατολιστή ‘Έξι Άστρα της Ανατολής’ (εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1994). Αποσπάσματα του κεφαλαίου μαζί με επιπρόσθετες φωτογραφίες είχα αναρτήσει πριν από σχεδόν δέκα χρόνια ως βίντεο. Αναρτώ εκνέου το εν λόγω βίντεο, καθώς και το εισαγωγικό κείμενο που είχα τότε γράψει. Σε κάποιες από τις αναρτήσεις του βίντεο σε ρωσσικά σάιτς θα βρείτε αποσπάσματα από βιβλιοπαρουσιάσεις του συγκεκριμένου βιβλίου στα αγγλικά και στα ρωσσικά.
Η Έδεσσα της Οσροηνής (αραμαϊκά: Ουρχόη) είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις και πρωτεύουσες νομού της νοτιοανατολικής Τουρκίας, μόλις 50 χμ από τα συριακά σύνορα και σχεδόν στο μέσον του μήκους τους. Στα τουρκικά λέγεται Ούρφα (Urfa) ή και Σανλί Ούρφα (Şanlıurfa), δηλαδή Ένδοξη Ούρφα, επειδή οι στρατιώτες του Κεμάλ Ατατούρκ την είχαν αποσπάσει από τους επιτιθέμενους Γάλλους αποικιοκράτες.
Δείτε το βίντεο:
Έδεσσα της Οσροηνής (Ούρφα της ΝΑ Τουρκίας): από το Βιβλίο Έξι Άστρα της Ανατολής, του Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη
Περισσότερα:
Δεν υπάρχει βιβλίο που να με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από το ιστορικό – θρησκευτικό περιηγητικό του Κοσμά (νυν Μουχάμαντ Σαμσαντίν) Μεγαλομμάτη «Έξι Άστρα της Ανατολής» το οποίο διάβασα πρόσφατα στο Ιντερνέτ. Η μόνη έκδοση του βιβλίου από τις Εκδόσεις Δόμος έχει εξαντληθεί και ο πιο εύκολος τρόπος να διαβάσει κάποιος το εκπληκτικό αυτό έργο είναι να κάνει ένα κλικ εδώ: https://6astratisanatolis.wordpress.com/
Και το πρώτο κεφάλαιο περί Οσροηνής βρίσκεται εδώ:
Δεν νομίζω να υπάρχει στην Ελλάδα ένας, έστω ένας, επιστήμονας ή διπλωμάτης που να γνωρίζει την Τουρκία, την ιστορία της, το παρελθόν και το παρόν της τόσο βαθειά και τεκμηριωμένα όσο ο Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης.
Καθώς είχα την τύχη να γνωρίζω κάποιους από τους καλύτερους προσωπικούς του φίλους οι οποίοι πρώτοι μου μίλησαν για το βιβλίο, έχω πρόσφατα επικοινωνήσει μαζί του και του ζήτησα την άδεια να δημοσιεύσω υπό τη μορφή βίντεο επιλεγμένα κομμάτια από το βιβλίο του αυτό, καθώς και τις φωτογραφίες του. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη συγκατάθεσή του.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 1994 αλλά γράφηκε τμηματικά από το 1989 μέχρι το 1992. Ο Κοσμάς Μεγαλομμάτης είναι επίσης ένας εξαίρετος φωτογράφος και οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο βιβλίο είναι όλες δικές του. Μετά από μεταπτυχιακή εξειδίκευση σε ασσυριολογία, αιγυπτιολογία, ιρανολογία και ισλαμολογία, ο Κοσμάς Μεγαλομμάτης πέρασε πολλά χρόνια εξερευνώντας και μελετώντας αρχαιότητες και μνημεία σπιθαμή προς σπιθαμή στην Τουρκία, τη Συρία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, το Ιράκ, την Περσία και το Πακιστάν, ενόσω προετοίμαζε τη διδακτορική διατριβή του, από το 1984 μέχρι το 1990. Παράλληλα δημοσίευε άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες σε Ελλάδα, Τουρκία και Περσία, λήμματα σε ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, και τα πρώτα του επιστημονικά άρθρα.
Αργότερα, και αφότου έγινε μουσουλμάνος, ο Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης εργάστηκε σε τρία πανεπιστήμια στην Τουρκία και την Βόρεια Κύπρο (1994 – 1997) και υπήρξε μέλος κορυφαίων πολιτικών και ακαδημαϊκών θεσμών στην Τουρκία και τη Βόρεια Κύπρο, δημόσια γνωστός χάρη σε τηλεοπτική συμμετοχές και αναφορές σε πρωτοσέλιδα και δελτία ειδήσεων, και συνεργάτης επιφανών πολιτικών της γειτονικής μας χώρας.
Όμως εγκατέλειψε τα πάντα όταν απειλήθηκε επειδή τόσο έγκαιρα αντιλήφθηκε τα αγγλοαμερικανικά σχέδια μερικής και βαθμιαίας ισλαμοποίησης της Άγκυρας, την οποία σαν ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας χαρακτηρίζει απλά ως «αποικιοκρατοποίηση» της Τουρκίας.
Θα κλείσω αυτό το εισαγωγικό σημείωμα λέγοντας ότι όπου τελειώνουν η αμορφωσιά (ιδιαίτερα για την Τουρκία και ολόκληρη την Ασία και την Αφρική), η άγνοια, η εθνικιστική και πατριδοκαπηλευόμενη ηλιθιότητα, η φιλοδυτική πολιτική εγληματικότητα και η αντιτουρκική παραφροσύνη του μασωνικού – σιωνιστικού κατεστημένου της χρεωκοπημένης Ελλάδας εκεί αρχίζει η αλήθεια των αναλύσεων και των κειμένων του κ. Μεγαλομμάτη τον οποίο πολλοί πολέμησαν με λύσσα στην Ελλάδα επειδή αποτελούσε κίνδυνο για τα βρώμικα και ελεεινά συμφέροντά τους.
Από το 2001, ο καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης ζει στο Κάϊρο, στο Χαρτούμ, στο Μογκαντίσου, στο Κουργκάν της Σιβηρίας, στο Τουρφάν του Ανατολικού Τουρκεστάν (ΒΔ Κίνα) και σε άλλες χώρες ασιατικές κι αφρικανικές χώρες. Από το 2004 μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει πάνω από 2000 άρθρα στο Ιντερνέτ. Αυτή την περίοδο, ο κ. Μεγαλομμάτης βρίσκεται στο βόρειο Αφγανιστάν σε εξερευνήσεις μαζί με τους εκεί Χαζάρα και Τατζίκους φίλους του.
Σε επόμενα βίντεο θα παρουσιάσω αποσπάσματα και φωτογραφίες από τα άλλα πέντε (5) κεφάλαια του εξαιρετικού βιβλίου του κ. Μεγαλομμάτη.
Δείτε το βίντεο:
Edessa of Osrhoene (Urfa, SE Turkey): excerpts from Prof. Megalommatis’ The Six Stars of the Orient
1. Edessa of Osrhoene Edessa of Osrhoene, today’s Urfa in South – Eastern Turkey, is the central point of the first chapter. Already we discover there all the fundamental characteristics and the major trends of Megalommatis’ itinerary narratives. After describing monuments and archeological remains, the author gives a great part of consideration and effort to present – in a very vivid way – several, selected moments of the Edessene past, i.e. various glorious pages of the history of Edessa of Osrhoene, as well as and the entire province of Harran.
The portrait of the rival, Egyptian and Babylonian, armies of Nechao and Nebukadnezzar observing each other from the opposite river shores of Euphrates at Karkhemish is very strong and truly impressive. Certainly, the greater area of Harran was the cross point par excellence between Mesopotamia, Syria, Phoenicia and Anatolia for thousands of years. Megalommatis refers to Harran and its monuments, moving throughout History, from Abraham’s crossing to the Islamic times.
Absolutely fascinating are the descriptions of the Sabians, the famous astrosymbolists of Late Antiquity Sumatar. Muhammad Shamsaddin Megalommatis holds them as highly skillful mysticsinitiated in the greatest secrets pertaining to the End of Time, and to the arrival of the Messiah. The author refers to their voluntary dispersion which was attested several decades ago; he explains the otherwise mysterious development as an indication that the period prophesied as the End of Time has arrived, and he assures his reader that the Sabians, currently unidentified as dispersed in unknown locations, continue pursuing their highly evaluated work during the lifetime of the Messiah. The text turns therefore apocalyptic for the average reader, as the author insinuates that we are living at the times of the Messiah.
(Опубликовано в Афинах в 1994 году профессором Мухаммадом Шамсаддином Мегаломматисом)
1. Эдесса Столица Осроены
Эдесса Столица Осроены, сегодняшняя Урфа в Юго-Восточной Турции, является центральной точкой первой главы. Уже здесь мы обнаруживаем все основные характеристики и основные направления повествований о маршрутах Мегаломматиса. После описания памятников и археологических памятников автор уделяет большое внимание и старается представить – очень живо – несколько избранных моментов прошлого Эдессы, то есть различные славные страницы истории Эдессы и Осроены, а также и вся провинция Харран.
Портрет конкурирующих армий египетского фараона Нечао и вавилонского царя Небукаднеззара, которые наблюдали друг друга с противоположных берегов Евфрата в Кархемиш, очень сильный и поистине впечатляющий. Конечно, большая провинция Харран была точкой пересечения между Месопотамией, Сирией, Финикией и Анатолией – на протяжении многих тысяч лет. Мегаломматис относится к Харрану и его памятникам, которые перемещаются по всей истории от перехода Авраама до исламских времен.
Абсолютно захватывающими являются описания сабиан, знаменитых астросимволистов поздней античности Суматар. Мухаммад Шамсаддин Мегаломматис считает их высококвалифицированными мистиками, посвященными в величайшие тайны, относящиеся к Концу Времени и приходу Мессии. Автор ссылается на их добровольное рассеяние, которое было засвидетельствовано несколько десятилетий назад; он объясняет загадочное развитие, как показатель того, что наступил период, предсказанный как Конец Времени, и заверяет своего читателя, что сабиане, в настоящее время неопознанные и рассеянные в неизвестных местах, продолжают преследовать свою высоко оцененную работу в течение жизни Мессии. Поэтому текст становится апокалиптическим для обычного читателя, поскольку автор намекнул, что мы живем во времена Мессии.
Δείτε το βίντεο:
Эдесса, столица Осроены (Урфа, Юго-Восточная Турция): из книги проф. Мухаммада Шамсаддина Мегаломматиса «Шесть звезд Востока»
(Опубликовано в Афинах в 1994 году профессором Мухаммадом Шамсаддином Мегаломматисом)
1. Эдесса Столица Осроены
Эдесса Столица Осроены, сегодняшняя Урфа в Юго-Восточной Турции, является центральной точкой первой главы. Уже здесь мы обнаруживаем все основные характеристики и основные направления повествований о маршрутах Мегаломматиса. После описания памятников и археологических памятников автор уделяет большое внимание и старается представить – очень живо – несколько избранных моментов прошлого Эдессы, то есть различные славные страницы истории Эдессы и Осроены, а также и вся провинция Харран.
Портрет конкурирующих армий египетского фараона Нечао и вавилонского царя Небукаднеззара, которые наблюдали друг друга с противоположных берегов Евфрата в Кархемиш, очень сильный и поистине впечатляющий. Конечно, большая провинция Харран была точкой пересечения между Месопотамией, Сирией, Финикией и Анатолией – на протяжении многих тысяч лет. Мегаломматис относится к Харрану и его памятникам, которые перемещаются по всей истории от перехода Авраама до исламских времен.
Абсолютно захватывающими являются описания сабиан, знаменитых астросимволистов поздней античности Суматар. Мухаммад Шамсаддин Мегаломматис считает их высококвалифицированными мистиками, посвященными в величайшие тайны, относящиеся к Концу Времени и приходу Мессии. Автор ссылается на их добровольное рассеяние, которое было засвидетельствовано несколько десятилетий назад; он объясняет загадочное развитие, как показатель того, что наступил период, предсказанный как Конец Времени, и заверяет своего читателя, что сабиане, в настоящее время неопознанные и рассеянные в неизвестных местах, продолжают преследовать свою высоко оцененную работу в течение жизни Мессии. Поэтому текст становится апокалиптическим для обычного читателя, поскольку автор намекнул, что мы живем во времена Мессии.
Στο νότιο, κατεχόμενο από το Ιράν, Αζερμπαϊτζάν βρίσκεται, πέρα από το Καλεϋμπάρ και πολύ κοντά στα ιρανο-αζερμπαϊτζανικά σύνορα, μια αετοφωλιά στην κορυφή ενός απόκρημνου και βραχώδους βουνού, όπου στα τέλη του 8ου αιώνα, ο Ιρανός μαζδεϊστής Παπάκ (ή και Μπαμπάκ) οργάνωσε την αντίστασή του ενάντια στο Αβασιδικό Χαλιφάτο που ακόμη βρισκόταν στην ακμή του.
Το τοπίο είναι δύσβατο, δυσπρόσιτο και εντελώς έξω από τα οργανωμένα τουριστικά ταξίδια. Μάλιστα στα σοβιετικά χρόνια, ήταν απαγορευμένο σε όλους τους ξένους να προσεγγίσουν εκεί, δεδομένου ότι η τοποθεσία ήταν πολύ κοντά στα σύνορα προς την ΕΣΣΔ και ο διερχόμενος θα μπορούσε να συντάξει μια θαυμάσια έκθεση για την ιρανική άμυνα και τα ορεινά στρατόπεδα των εκεί μπασιτζί (εθελοντών μαχητών) και πασνταράν, των φρουρών της επανάστασης. Ωστόσο, υπήρξε και μια εξαίρεση, ένας μόνον ξένος που στην δεκαετία του 1980 περιπλανήθηκε στα μέρη αυτά και περπάτησε εκείνες τις βουνοπλαγιές για να επισκεφθεί το κάστρο χάρη στο οποίο οι Ιρανοί διατήρησαν μέχρι και σήμερα τις προϊσλαμικές παραδόσεις τους ακόμη κι εξισλαμισμένοι.
Αυτός ήταν ο Έλληνας ιρανολόγος και ανατολιστής, καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, ο οποίος τότε ετοίμαζε την δικτατορική διατριβή του και μελετούσε κυρίως τους χώρους της ασσυριακής κυριαρχίας στο ιρανικό οροπέδιο (10ο – 7ο προχριστιανικό αιώνα). Παράλληλα, ο Έλληνας ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος δεν ήταν ακόμη μουσουλμάνος και ονομαζόταν Κοσμάς, δημοσίευε στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στο Ιράν και σε άλλες χώρες άρθρα σχετικά με το Ιράν, τον πόλεμο Ιράν – Ιράκ, την ιρανική παιδεία και πολιτισμό που ήταν τα μόνα κείμενα στον κόσμο υπέρ του Ιράν κατά την δεκαετία εκείνοι που όλοι οι ανόρφωτοι, ανίδεοι, άξεστοι κι άθλια διεφθαρμένοι Έλληνες δημοσιογράφοι πληρώνονταν για να βρίσουν σαν ξεμωραμένα αυτιστικά τον Χομεϊνί.
Ό,τι γράφηκε στην δεκαετία του 1980 για το Ιράν στην Ελλάδα, την Δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική ήταν ένα ηλίθιο κι αισχρό ψέμμα. Αποβράσματα της κατ’ εντολήν -και μάλιστα καλοπληρωμένης- δημοσιογραφίας, όπως ο Γιάννης Μαρίνος και ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος, ολότελα ανίδεα για το Ιράν και για το κάθε τι στο Ιράν, επαναλάμβαναν σαν μηρυκαστικά την τρισάθλια αγγλική και την γαλλική αντι-ιρανική δημοσιογραφία, αποβλακώνοντας τον μέσο Έλληνα ως ένα παραπάνω θέμα. Αυτοί οι ξεφτιλισμένοι όμως ξεχάστηκαν, αλλά τα εξαιρετικά άρθρα του κ. Μεγαλομμάτη παρέμειναν ως φωτεινή εξαίρεση.
Δεν έμαθα για το Καλέ-γιε Μπαμπάκ και τις εκεί περιπλανήσεις κι έρευνες του Έλληνα ιρανολόγου μετά από μια κατ’ ευθείαν ερώτηση σε μια από τις συναντήσεις μας. Και αν και έχω πάει στο Ιράν, δεν είχα ποτέ διαβάσει σχετικά είτε με το απόμακρο κάστρο είτε με το εθνικό αντιστασιακό αντι-ισλαμικό κίνημα των υστέρων Μαζδεϊστών που 150 χρόνια μετά την ισλαμική κατάληψη του Ιράν ονειρεύονταν ακόμη την ανασύσταση της σασανιδικής αυτοκρατορίας. Όταν όμως ερώτησα τον φίλο κ. Μεγαλομμάτη ποια ήταν τα πιο δυσπρόσιτα σημεία που επισκέφθηκε στο Ιράν, τότε πήρα ως απάντηση δυο ονόματα κάστρων στο βόρειο Ιράν:
– Το Καλέ-γιε Μπαμπάκ και το Καλέ-γιε Αλαμούτ.
Ομολογουμένως, το δεύτερο είναι πολύ πιο φημισμένο από το πρώτο και μου ήταν ήδη γνωστό. Δεν χρειάζεται καν να έχει ταξιδέψει κανείς στο Ιράν για να το ξέρει. Πολλοί μάλιστα το ξέρουν χωρίς να έχουν υπόψει τους το όνομά του! Αυτό γίνεται επειδή πολλοί έχουν διαβάσει την αναφορά του Μάρκο Πόλο στον Γέρο του Βουνού, δηλαδή τον αρχηγό της μυστικής οργάνωσης των Σιιτών Εβδομοϊμαμιστών που είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα Ισμαϊλίγιε (Ισμαηλίτες). Αυτός έλεγχε τους πολεμιστές του, δίνοντάς τους χασίσι για να τους βραβεύσει όταν εκτελούσαν επιτυχώς τις εντολές του, δηλαδή να πάνε ακόμη και πολύ μακριά μέσα στο απέραντο ισλαμικό χαλιφάτο και να δολοφονήσουν συγκεκριμένους αντιπάλους του οπουδήποτε κι αν αυτοί ζούσαν (και η λίστα των στόχων ήταν τεράστια). Έτσι οι Ισμαηλίτες έμειναν περισσότερο γνωστοί ως Χασάσιν (: χασικλήδες), ονομασία από την οποία προέρχεται η γνωστή λέξη assassin (: δολοφόνος) που υπάρχει σε πολλές δυτικές γλώσσες.
Το Καλέ-γιε Αλαμούτ βρίσκεται βαθειά μέσα στην οροσειρά Ελμπούρζ που χωρίζει την Κασπία Θάλασσα και το ιρανικό οροπέδιο, βορειοδυτικά της Τεχεράνης και περίπου στη μέση της διαδρομής από την Ταμπρίζ (: Ταυρίδα) προς την πρωτεύουσα του Ιράν. Το Καλέ-γιε Μπαμπάκ βρίσκεται βόρεια από την Ταυρίδα, δυτικά από τα νοτιοδυτικά άκρα της Κασπίας. Και βεβαίως χρονολογικά προηγείται του Καλέ-γιε Αλαμούτ κατά μερικούς αιώνες. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: στο Καλέ-γιε Αλαμούτ δίπλα υπάρχει ακόμη και σήμερα ένα χωριό όπου φτάνει ένας πολύ κακοτράχαλος δρόμος και συνεπώς φτάνουν -έστω με δυσκολία και προχωρώντας πολύ σιγά- αυτοκίνητα. Αντίθετα, τα αυτοκίνητα σταματούν στην κωμοπόλη Καλεϋμπάρ, και από κει και πέρα υπάρχει μόνον ένα μονοπάτι για το Καλέ-γιε Μπαμπάκ.
Οι πλαγιές όλων των εκεί βουνών στα ηπιώτερα σημεία τους είναι περίπου γωνίας 45ο μοιρών! Και το Καλέ-γιε Μπαμπάκ βρίσκεται πάνω σε μια βραχώδη κορυφή που χωρίζεται – από τις τριγύρω εξίσου υψηλές και πιο απρόσιτες κορυφογραμμές – από πολύ βαθειές χαράδρες που καθιστούν κυριολεκτικά την βουνοκορφή άπαρτη κι απόρθητη. Το κλίμα είναι δροσερό ακόμη και το καλοκαίρι στα υψόμετρα εκείνα που καλύπτονται από χιόνι για πολλούς μήνες τον χρόνο. Μάλιστα, η επιστροφή είναι πιο δύσκολη από τον πηγαιμό γιατί πρέπει να συγκρατηθείς να μη σε πάρει η φόρα στο κατωφερικό και κακοτράχαλο μονοπάτι. Τα εφόδια που πρέπει κανείς να πάρει, όταν πηγαίνει προς τα κει, είναι πολλά κι άφθονο νερό είναι απαραίτητο, επειδή εύκολα διψάει κάποιος από την τρομερή φυσική προσπάθεια. Έτσι, κι οι Ιρανοί πασνταράν που είδαν κατά το σούρουπο τον κ. Μεγαλομμάτη να κατεβαίνει πολύ διψασμένος έστιψαν λεμόνι στο τέταρτο ποτήρι νερό που του έδωσαν να πιει για να προλάβουν να μην τους πιει όλο το απόθεμα που είχαν μαζί τους στις σκηνές που έμεναν.
Για τους Χοραμίτες πολεμιστές του Μπαμπάκ όμως όλα αυτά θα ήταν τρομερές πολυτέλειες κι η ζωή στο κάστρο θα πρέπει να ήταν τρομερά λιτοδίαιτη και πολύ αυστηρή. Ουσιαστικά, οι Χοραμίτες αποτελούν το σημαντικώτερο και μαζικώτερο ιρανικό μαζδεϊστικό κίνημα και προσπάθεια εξέγερσης στο αβασιδικό χαλιφάτο. Οι προηγούμενες εξεγέρσεις κατά της ισλαμικής εξουσίας της Βαγδάτης και πιο πριν της Δαμασκού, ήταν πιο βραχύβιες, λιγώτερο μαζικές και όχι τόσο καλά οργανωμένες. Υπό τον Μπαμπάκ, σχεδόν όλο το ορεινό τμήμα του Νότιου Αζερμπαϊτζάν έφυγε εκτός της χαλιφατικής εξουσίας. Ήταν ένα μη ισλαμικό Ιράν – μικρό και βραχύβιο βεβαίως.
Οι Χοραμίτες είναι κι οι τελευταίοι τους οποίους μπορούμε να αποκαλέσουμε ‘μαζδεϊστές’. Ιστορικοί ισλαμικών χρόνων αναφέρουν πολλές πληροφορίες γι’ αυτούς τους άτομους μαχητές που τα έβαλαν ενάντια στην μόνη υπερδύναμη του τότε κόσμου, θέτοντας σε κίνδυνο ένα πολύ ευάλωτο κι ευπαθές τμήμα των βορείων συνόρων του χαλιφάτου – το προς τον Καύκασο. Σημειωτέον ότι στα χρόνια των Χοραμιτών, η αβασιδική χαλιφατική επικράτεια εκτεινόταν από τα δυτικά άκρα της Κίνας μέχρι το Μαρόκο και την Μαυριτανία, έτσι μετατρέποντας το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε ασήμαντους νάνους.
Με την καταστολή του κινήματος των Χοραμιτών, οι περισσότεροι Ιρανοί που δεν είχαν ακόμη αποδεχθεί το Ισλάμ προσχώρησαν στην νέα θρησκεία με την πείσμονα αντίληψη να διατηρήσουν μέσα στο νέο πλαίσιο δοξασιών τους όλον τον πλούτο των προϊσλαμικών ιρανικών μυθικών παραδόσεων και της Ιστορίας τους. Αυτό το υλικό άρχισε να αναμοχλεύεται και να αναπλάθεται σε πολλές και ποικίλες ‘Ιστορίες Βασιλέων’ (Σαχναμέ: ‘Βιβλίο Βασιλέων’) όπου ιρανικός και τουρανικός μύθος, θρύλος, ιστορία και παραδόσεις αναμείχθηκαν. Από αυτόν τον επικό – μυθικό κύκλο προέκυψε ο Φερντοουσί, ποιητής του πιο γνωστού (από τα πολλά υπαρκτά), του πιο μακροσκελούς, και του ποιητικά ανώτερου Σαχναμέ.
Όταν στην ίδια περίοδο με τον Φερντοουσί εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα παρσιστικής λογοτεχνίας, είναι εμφανής η διαφορά: η παρσιστική θεολογία αποτελεί μόνο μια μακρινή σκιά των θρησκευτικών μαζδεϊστικών κειμένων, κι αυτό είναι πολύ φυσικό. Οι Παρσιστές ιερείς δεν ήταν το αυτοκρατορικό ιερατείο μιας μεγάλης στρατοκρατικής χώρας αλλά καταδιωγμένοι από το χαλιφάτο Ιρανοί πρόσφυγες στο Γκουτζράτ, πέρα από το Δέλτα του Ινδού όπου σταμάτησαν τα πρώιμα ισλαμικά στρατεύματα, καταλύοντας το σασανιδικό Ιράν. Αλλά, παρά τις διαφορές τους με τους Μαζδεϊστές ιερείς του 5ου και του 6ου αιώνα, οι Παρσιστές ιερείς του 9ου αιώνα παρέμειναν πολύ πιο κοντά στις μαζδεϊστικές σασανιδικές θέσεις, δοξασίες, ιστοριογραφία και κοσμοθεώρηση: στα κείμενά τους, όπως και στα σασανιδικά κείμενα, ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσιάζεται αρνητικά. Αντίθετα, ο Φερντοουσί, επηρεασμένος από το Ισλάμ, περιγράφει τον Μέγα Αλέξανδρο με πολύ θετικά λόγια, εξυψώνοντάς τον σε υπόδειγμα σάχη του Ιράν.
Και το λογικό παράδοξο είναι ότι το έργο του μουσουλμάνου Φερντοουσί εκτιμάται περισσότερο από τους παρσιστές παρά από τους πιστούς μουσουλμάνους. Όμοια με τους παρσιστές εκτιμούν ιδιαίτερα το έργο του Φερντοουσί και όσοι Ιρανοί μουσουλμάνοι δεν τηρούν τους τύπους της μουσουλμανικής πίστης και δέχονται το προϊσλαμικό ιρανικό παρελθόν ως το κεντρικό άξονα της ταυτότητάς τους. Αυτοί είναι όσοι υποστηρίζουν ένα κοσμικό κράτος στο Ιράν κατά τα πρότυπα του πολύ αγαπητού στο Ιράν Κεμάλ Ατατούρκ ή ακόμη του τελευταίου σάχη, κι απορρίπτουν τους Αγιατολάχ.
Αλλά ο αγώνας των Χοραμιτών είναι το τι διατήρησε τις ιρανικές παραδόσεις μέχρι τον Φερντοουσί, και υπό μια έννοια δεν θα υπήρχε Φερντοουσί χωρίς τον Μπαμπάκ, τον ηγέτη των Χοραμιτών, και το κάστρο του, το Καλέ-γιε Μπαμπάκ. Τα τελευταία χρόνια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, Παρσιστές και Μουσουλμάνοι Ιρανοί (όσοι από τους δεύτερους αξιολογούν περισσότερο τον προϊσλαμικό ιρανικό πολιτισμό από την ισλαμική τους ταυτότητα), όπως και πολλοί Αζέροι (άλλωστε οι Αζέροι είναι το πολυπληθέστερο έθνος του Ιράν), επισκέπτονται το Καλέ-γιε Μπαμπάκ, όπου έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης των μνημείων, ενώ και το κακοτράχαλο μονοπάτι έχει βελτιωθεί.
Δείτε το βίντεο:
Кале-е Бабак (Крепость Бабека / قلعه بابک): оплот Бабека Хоррамдина, предводителя Хуррамитов
против Багдада Аббасидов
Город-крепость
Базз (перс. قلعه بابک) — располагается в 3
километрах юго — западнее поселка Калейбер Карадагского района остана Восточный
Азербайджан Ирана. Эта крепость в народе более известна под названием Крепость
Бабека, так как она была одним из основных убежищ, пристанищ предводителя
восстания иранских Хуррамитов Бабека. Во время археологических раскопок на
территории крепости Базз были найдены монеты относящиеся к государствам
Ильдегизидов и Византии. Начиная с 1999 года ежегодно в день рождения Бабека
южные азербайджанцы вместе с руководством организации Движения Национального
Пробуждения Южного Азербайджана, чтят память народных героев, совершая шествие
к крепости.
Средневековые
источники свидетельствуют, что центром и столицей хуррамитов в Азербайджане, во
главе которых вначале стоял Джавидан, а затем болеe двадцати лет Бабек, был
город-крепость Базз. Табари сообщает, что Базз был “областью и городом Бабека”. Масуди
пишет, что Бабек поднял восстание “в горах Баззайн, что в стране Азербайджан”. С.Нафиси
на своей карте помешает Базз восточнее Балхава и указывает, что “область
Базз, город Базз, гора Базз, или Баззайн, находились близ теперешней области
Талыш, на восточном краю Муганской равнины и западном берегу Каспия”.
Бируни пишет, что “Базз – страна Бабека
ал-Хуррами”. С. Ибрагимов и В.Ф. Минорский полагают что Базз был в горной
местности Караджадаг
(т. е. Карадах). Масуди оставил нам наиболее точное определение
месторасположения Базза: “Аракс течёт между страной Баззайн, родиной
Бабека ал-Хуррами, в Азербайджане и горой Абу Мусы, составляющей часть страны Аран”.
Бабек (перс.
بابک خرمدین), также
Бабак Хоррамдин, Папак (около
789—800, Билалабад, ныне в остане Ардебиль — январь 838, Самарра, ныне в Ираке)
— руководитель восстания иранских хуррамитов против Арабского халифата с
центром в Северо-Западном Иране, в провинции Азербайджан (к югу от Аракса[8],
расположенном ныне на территории Иранского Азербайджана и юго-восточных
регионов Азербайджанской Республики),
охватившего также другие области Ирана и Закавказья. Согласно Масуди и
«Фихристу» Ибн ан-Надима, власть Бабека, в пик его славы, распространялась на
юге до Ардебиля и Маранда, на востоке — до Каспийского моря и города Шемаха в
Ширване, на севере — до Муганской степи и берегов реки Аракс, а на западе до
районов Джульфы,
Нахичевана и Маранды. Британский историк К. Э. Босуорт отмечает, что
восстание Бабека показало прочность родовых иранских местных ощущений в Азербайджане. Иранский
историк С. Нафиси считает Бабека борцом за свободу Ирана.
Pāpak Fort (Persian: دژ بابک) or Babak Castle (Persian: قلعه بابک) is a large citadel on the top of a mountain in the
Arasbaran forests, 6 km southwest of Kalibar City in northwestern Iran. It was the
stronghold of Babak Khorramdin, the leader of the Khurramites in Iranian
Azerbaijan who fought the Islamic caliphate of Abbassids
The castle,
built on 2300–2600 meter heights, surrounded by 400 to 600 meter gorges, is
accessed via a long series of broken steps that lead to the top of a hill.
Thereafter, the easiest route is a long dirt track. No signs lead to the
Castle. At the end of the dirt track, the route turns left. The first sign of
the ruins appears on the left, leaving two peaks to cross. The first peak has
views of the Castle. After ascending a second peak, with additional ruins, the
trail passes sheer cliffs on the right with no railings. From the castle, the
surrounding Arasbaran oak forest, jagged cliffs, mountains in the distance, and
Iranian history combine inform the visitor’s perspective. The last stretch is a
narrow passageway and a 200 meter corridor-shaped temple. The castle is
believed to belong to the Parthian dynasty, as modified under the Sasanid
dynasty.
Bābak Ḵorramī (d. Ṣafar, 223/January, 838), leader of the Ḵorramdīnī or
Ḵorramī uprising in Azerbaijan in the early 3rd/9th century which engaged
the forces of the caliph for twenty years before it was crushed in 222/837.
The fullest
account of Bābak’s career comes from a lost Aḵbār Bābak by
Wāqed b. ʿAmr Tamīmī, which is quoted in the
Fehrest of Ebn al-Nadīm (ed. Flügel, pp. 406-07) and was probably used by
Maqdesī (Badʾ VI, pp. 114-18;
see Sadighi, p. 234). Other accounts are less detailed and show variations.
The name
Bābak is found in all the sources, but Masʿūdī also says that
“Bābak’s name was Ḥasan” (Morūj VII, p. 130, ed. Pellat, IV, sec. 2814).
The statements about his parentage and background are unclear and inconsistent,
sometimes fantastic and incredible. His father’s name is variously given as
Merdas/Merdās (Samʿānī, ed.
Margoliouth, fol. 56a); ʿAbd-Allāh, a native
of Madāʾen (Fehrest, p. 406); Maṭar, a
vagabond (men al-ṣaʿālīk; Ṭabarī, III,
p. 1232); and ʿĀmer b. Aḥad from the
Sawād region who had gone to Ardabīl (Abu’l-Maʿālī, chap. 5). According to Wāqed, however, ʿAbd-Allāh, Bābak’s father, was a cooking-oil vendor
who had left his home town Madāʾen for the
Azerbaijan frontier zone and settled in the village of Belālābād in the Maymaḏ district.
His mother, according to Faṣīḥ (I, p. 283), was a one-eyed woman named Māhrū from a
village in a district belonging to Azerbaijan. On the one hand the stories
about ʿAbd-Allāh and Maṭar may imply
that Bābak’s father had an illicit relationship with this woman, but on the
other hand Dīnavarī (p. 397) asserts: “What seems to us to be true and proven
is that Bābak was a son of Moṭahhar, the son of Abū Moslem’s daughter Fāṭema, and
that the Fāṭemīya group of the Ḵorramīs took
their name from this Fāṭema, not from Fāṭema the daughter of God’s Prophet.” In Masʿūdī’s Morūj (ed. Pellat, IV, p. 144, sec. 2398) Bābak
is described simply as one of the Fāṭemīya group of the Ḵorramīs.
In most of
these accounts, other than Dīnavarī’s, a note of sarcasm and hostility can be
perceived. Our information about Bābak and his revolt comes almost entirely
from adversaries. Merdās is the name of Żaḥḥāk’s father in Ferdowsī’s Šāh-nāma, probably meaning
“man-eater” (mard-ās; see R. Roth, “Die Sage von Dschemschid,” ZDMG 4, 1850,
pp. 417-33, esp. p. 423), however, this view was rejected by Nöldeke, who
considered Merdās to be the same as Arabic Merdās (see Zereklī and Dehḵodā, s.v.
Merdās); its attribution to Bābak may be a disguised reference to his and his
henchmen’s readiness to kill their enemies (Zarrīnkūb, 1355, p. 237). The
coupling of his mother’s name Māhrū “Belle” with the description “one-eyed”
also looks like a sneer. There is no means of knowing whether the kinship with
Abū Moslem, considered probable by Dīnavarī, was a fact or a pretense designed
by Bābak (as by other rebel leaders) to gain support among people who cherished
Abū Moslem’s memory (Ḡ.-Ḥ. Yūsofī, Abū Moslem, sardār-e Ḵorāsān,
Tehran, 1345 Š./1966, pp. 175-78, 165f.), or whether it was subsequently
invented to argue a link between Abū Moslem’s and Bābak’s revolts or to explain
the Ḵorramī veneration for Abū Moslem (cf. Neẓām-al-Molk,
pp. 359, 367-68). Dīnavarī’s mention of a Ḵorramī group named Fāṭemīya after
Abū Moslem’s daughter and of Bābak’s membership of it is repeated in Taʾrīḵ Baḡdād (X, p. 207; see also Madelung, pp. 63-64, 65;
Amoretti, pp. 503ff.).
According to
Wāqed, Bābak’s father, after the birth of Bābak, died from wounds suffered in a
fight during a journey to the Sabalān district. His widow then earned her
living as a wet-nurse for other people’s infants, while Bābak worked as a
cowherd until he was twelve years old. We are told that one afternoon his
mother saw Bābak asleep under a tree, stark naked and with blood at the root of
every hair on his head and chest; but when he woke and stood up, she saw no
trace of blood and said, “I know that my son has a great task ahead” (Fehrest,
p. 406; Maqdesī, Badʾ VI, pp. 114f.; ʿAwfī, pt. 1, chap. 5). Wāqed adds that
Bābak in his youth worked as a groom and servant for Šebl b. Monaqqī (Moṯannā ?) at
the village of Sarāt (Sarāb ?) and learned to play the tanbūr (drum or
mandolin). This must be the source of the statement by Abu’l-Maʿālī (chap. 5, p. 299) that Bābak used to
play the tanbūr and sing songs for the people while working as a fruit vendor
in the village. When he had grown up he went to Tabrīz, where he spent two
years in the service of Moḥammad b. Rawwād Azdī before returning at the age of
eighteen to his home at Belālābād.
Wāqed’s
account of what happened next is, in summary, as follows. Two rich men named
Jāvīdān b. Šahrak (or Sahrak) and Abū ʿEmrān were then
living in the highland around the mountain of Baḏḏ and
contending for the leadership of the highland’s Ḵorramī
inhabitants. Jāvīdān, when stuck in the snow on his way back from Zanjān to Baḏḏ, had to
seek shelter at Belālābād and happened to go into the house of Bābak’s mother.
Being poor, she could only light a fire for him, while Bābak looked after the
guest’s servants and horses and brought water for them. Jāvīdān then sent Bābak
to buy food, wine, and fodder. When Bābak came back and spoke to Jāvīdān, he
impressed Jāvīdān with his shrewdness despite his lack of fluency of speech.
Jāvīdān therefore asked the woman for permission to take her son away to manage
his farms and properties, and offered to send her fifty dirhams a month from
Bābak’s salary. The woman accepted and let Bābak go. It must have been then
that he joined the Ḵorramīs.
In the
Fehrest and elsewhere, Jāvīdān b. Šahrak is said to have been Bābak’s teacher.
From 192/807-08 until 201/816-17 he led a Ḵorramī group named Jāvīdanī after him (Yaʿqūbī, Boldān, p. 272; Masʿūdī, Tanbīh, pp. 321-22; Ebn al-Aṯīr, repr.,
VI, p. 328; Ebn al-ʿEbrī (Bar
Hebraeus), p. 139; Ebn Ḵaldūn, events of 201/817; Faṣīḥ, I, p. 270;
see also G. Flügel, p. 539 nn. 2, 3, and Sadighi, pp. 107ff.).
Sometime
after Bābak’s entry into Jāvīdān’s service, the rival chieftain Abū ʿEmrān sallied forth from his mountain stronghold
against Jāvīdān and was defeated and killed, but Jāvīdān died three days after
the battle from a wound. Some of the writers allege that Jāvīdān’s wife was
already enamored of Bābak, who is said to have been a handsome lad with a good
voice (Abu’l-Maʿālī, chap. 5, p.
300). This allegation may have its root in the marriage of the two after
Jāvīdān’s death (see Sadighi, p. 244). The woman told Bābak of her husband’s
death and added that she was going to announce it to the community the next
day, when she would also claim Bābak as Jāvīdān’s successor, who would restore
the religion of Mazdak and lead the community to triumph and prosperity. On the
following day Bābak appeared before Jāvīdān’s assembled warriors and followers.
When they asked why Jāvīdān had not summoned them before uttering his last
testament, she answered that since they lived in scattered places, sending out
the message would have spread the news, which in turn might have compromised
their security. After securing their obedience to Jāvīdān’s instructions, she
said that according to Jāvīdān’s last testament the night before, his soul
would upon his death enter Bābak’s body and fuse with his soul (the Ḵorramīs
believed in the transmigration of souls, see Ḵorramdīnān),
and that anyone contesting this testament should be excommunicated. All those
present acknowledged Jāvīdān’s mandate to the young man, and at the woman’s
request they bound themselves by a ritual oath to give the same allegiance to
Bābak’s soul as they had given to Jāvīdān’s soul. Then Jāvīdān’s widow married
Bābak in a simple ceremony in the presence of all (Fehrest, pp. 406-07; on the
role of this woman and the position of women in Bābak’s revolt in general, see
Amoretti, pp. 517-18, 508). Abū’l-Maʿālī (chap. 5, p.
300) alleges that the woman poisoned Jāvīdān, while Ṭabarī (III,
p. 1192) and Ebn al-Aṯīr (VI, p. 459) state that Jāvīdān had a son (Ebn
Jāvīdān) whom the Muslims had captured and later released; Sadighi (pp. 244-45)
wonders why this son was not chosen to succeed Jāvīdān. Wāqed and Ṭabarī depict
Bābak as low-born, but Bābak’s reply to his son’s letter after his escape, and
the words of his brother ʿAbd-Allāh to Ebn Šarvīn
Ṭabarī, the officer appointed to take him to Baghdad (Ṭabarī, III,
pp. 1221, 1223), suggest that they were of noble family (Sadighi, pp. 239-41).
Bābak must
have absorbed ideas and beliefs current among the Ḵorramīs
after his entry into Jāvīdān’s service and adhesion to the sect. The epithet Ḵorramī or Ḵorramdīn
given to Bābak in the sources denotes membership of this sect. The name has
been explained as referring to Ḵorrama, the wife of Mazdak (Sīāsat-nāma, p. 319;
Mojmal al-tāwārīḵ, p. 354) or to a village named Ḵorram near
Ardabīl (surmise of Naṣr quoted by Yāqūt, Moʿjam II, p. 362), but these attributions
are questionable. Other writers take ḵorram to be the adjective normally meaning “verdant”
or “joyous” and interpret it as “permissive” or “libertine.” Ḵorramdīn
appears to be a compound analogous to dorostdīn (orthodox) and Behdīn
(“Zoroastrian”; see Sadighi, p. 195; Nafīsī, p. 21; Madelung, p. 63), and since
joy was one of the forces governing the world in the Mazdakite religion (see
Yarshater, pp. 1005-06), the name Ḵorramdīn appears to confirm the assertion in several
sources that the sect was an offshoot of Mazdakism (Masʿūdī, Tanbīh, p. 322; Fehrest, pp. 405-06; Sīāsat-nāma,
p. 319; Mojmal, pp. 353-54; Abu’l-Maʿālī, chap. 5, p.
300; see also Sadighi, pp. 187f., 197; Yarshater, pp. 1003-04; and Nafīsī, p.
21). Many modern scholars regard them as “neo-Mazdakites” (e.g., Madelung, p. 64;
Amoretti, p. 503; Yarshater, p. 1011; Zarrīnkūb, 1343 Š./1964, p. 544). Under
Bābak’s leadership the Ḵorramīs, who are described as having been before
Bābak’s time peaceful farmers, refraining from killing or harming other people
(Maqdesī, Badʾ IV, pp. 30-31;
Fehrest, p. 406; ʿAwfī, pt. 1, chap.
5), changed into militants eager to fight and kill, to seize or destroy
villages, and to raid caravans (Dīnavarī, p. 397; Ṭabarī, s.a.
220/835; Abu’l-Maʿālī, chap. 5). Bābak incited
his followers to hate the Arabs and rise in rebellion against the caliphal
regime. The reports state that Bābak called men to arms, seized castles and
strong points, and ordered his warriors to kill people and destroy villages,
thereby barring roads to his enemies and spreading fear. Gradually a large
multitude joined him. There had long been groups of Ḵorramīs
scattered in Isfahan, Azerbaijan, Ray, Hamadān, Armenia, Gorgān, and elsewhere,
and there had been some earlier Ḵorramī revolts, e.g., in Gorgān jointly with Red
Banner (Sorḵ-ʿalamān) Bāṭenīs in the
caliph Mahdī’s reign in 162/778-79, when ʿAmr b. ʿAlāʾ, the governor of Ṭabarestān,
was ordered to repulse them, and at Isfahan, Ray, Hamadān, and elsewhere in
Hārūn al-Rašīd’s realm, when ʿAbd-Allāh b.
Mālek and Abū Dolaf ʿEjlī put them down
on the caliph’s behalf (Sīāsat-nāma, pp. 359-60; Faṣīḥ, I, pp.
230-31; cf. Madelung, p. 64; Amoretti, pp. 504-05); but none had the scale and
duration of Bābak’s revolt, which pinned down caliphal armies for twenty years.
After his emergence, the Ḵorramī movement was centered in Azerbaijan and
reinforced with volunteers from elsewhere, probably including descendants of
Abū Moslem’s supporters and other enemies of the ʿAbbasid caliphate. The figures given for the
strength of Bābak’s army, such as 100,000 men (Abu’l-Maʿālī), 200,000 (Masʿūdī, Tanbīh, p. 323), or innumerable (Tabṣerat al-ʿawāmm, p. 184; Baḡdādī, p. 267) are doubtless highly exaggerated but at
least indicate that it was large.
In most of
the sources the start of Bābak’s revolt is placed in the year 201/816-17 in
al-Maʾmūn’s reign, when the Ḵorramīs
began to infiltrate neighboring districts and create insecurity in Azerbaijan.
On or before that date, according to some sources, Ḥātem b. Harṯama, the
governor of Armenia, learned that his father Harṯama b. Aʿyan had, despite loyal service to al-Maʾmūn, been flogged and imprisoned on the caliph’s order
and been killed in prison at the behest of the minister Fażl b. Sahl (Ṭabarī, II,
p. 1026). Ḥātem b. Harṯama therefore planned to rebel and wrote letters to
local commanders urging them to defy al-Maʾmūn, but at this
juncture he died. One of those to whom he wrote was Bābak (or probably
Jāvīdān), who was greatly encouraged thereby (Ebn Qotayba, p. 198; Yaʿqūbī, II, p.
563; Sadighi, p. 238 n. 3).
Al-Maʾmūn at first paid scant attention to Bābak’s revolt,
evidently because he was living in distant Khorasan and preoccupied with
matters such as the designation of his successor, the actions of Fażl b. Sahl,
and the backlash at Baghdad. Thus contemporary circumstances as well as
popular dislike of Arab rule favored Bābak and his followers. In 204/819-20
al-Maʾmūn moved to Iraq, and after dealing
with the dissidents at Baghdad, he sent Yaḥyā b. Moʿāḏ to subdue
Bābak’s revolt. This general fought Bābak in several battles but without
success. Thereafter al-Maʾmūn showed more
concern and regularly dispatched well-armed forces to Azerbaijan. In 205/820-21
ʿĪsā b. Moḥammad b. Abī
Ḵāled was appointed governor of Armenia and Azerbaijan with
responsibility for operations against Bābak, but his force was caught and
smashed by Bābak’s men in a narrow defile. ʿĪsā either ran for his life or was killed by Bābak (Ṭabarī, III,
p. 1072).
In
209/824-25 al-Maʾmūn chose Zorayq
b. ʿAlī b. Ṣadaqa (Ṣadaqa b. ʿAlī in Ṭabarī, ʿAlī b. Ṣadaqa known as Zorayq according to Ebn al-Aṯīr) to
govern Armenia and Azerbaijan and organize the war, and put Aḥmad b.
Jonayd Eskāfī in command of an expedition against Bābak. Aḥmad b.
Jonayd was taken prisoner by Bābak while Zorayq failed to prosecute the war,
and al-Maʾmūn then put Ebrāhīm b. Layṯ b. Fażl in
charge. In 212/827-28 the caliph sent a force under Moḥammad b. Ḥomayd Ṭūsī to
punish Zorayq, who had rebelled, and to subdue Bābak. This general succeeded
after some delay in capturing Zorayq and dispersing his group of rebels and
then, having obtained reinforcements and made thorough preparations, set out
against Bābak. In the contest between them, which, went on for six months, Moḥammad b. Ḥomayd won
several victories, but in the last battle in 214/829 his troops, who in
compliance with his strategy had advanced three parasangs into the mountains,
were attacked in a steep pass by Bābak’s men, who rushed down from an ambush
higher up; the troops then fled, leaving behind only Moḥammad b. Ḥomayd and
some officers, who were all killed. The death of this general prompted poetic
laments such as a qaṣīda by Abū Tammām, two verses from which are quoted in
Dīnavarī (p. 398). From the statements of Ṭabarī (s.a. 214/829), Yaʿqūbī, and others it appears that al-Maʾmūn then either appointed ʿAbd-Allāh b. Ṭāher to the governorship of Jebāl, Armenia, and
Azerbaijan, or gave him the choice between this and the governorship of
Khorasan. He in fact chose or was ordered to go to Khorasan (Sadighi, pp.
248-49) but according to one account (Sīāsat-nāma, p. 361) he first sent a
force against Bābak, who took refuge in a castle. The caliph appointed ʿAlī b. Hešām, the governor of Jebāl, Qom, Isfahan, and
Azerbaijan, with the responsibility to lead the operations against Bābak;
allegedly he oppressed the inhabitants, killing men and confiscating
properties, and even planned to kill al-Maʾmūn’s emissary ʿOjayf b. ʿAnbasa and then to
join Bābak; but he was arrested by ʿOjayf and delivered to
al-Maʾmūn, who ordered his execution in
217/832 (Ṭabarī, III, pp. 1108f.). Al-Maʾmūn then entrusted
the governorship of Jebāl and conduct of operations against the Ḵorramīs to Ṭāher b.
Ebrāhīm. For the time being, however, the caliph’s campaign against the
Byzantines precluded large-scale action against the Ḵorramī
rebels, who gained further ground. Al-Maʾmūn died on the
campaign in 218/833. His moves against Bābak had failed, but his concern with
the problem is revealed in his testamentary advice to his successor al-Moʿtaṣem in which al-Maʾmūn exhorts him
not to spare any effort or resources to crush Bābak’s revolt (Ṭabarī, III,
p. 1138).
The
persistence of Bābak’s revolt and the failure of the caliphal generals and
expeditionary forces to quell it had various reasons. His stronghold Baḏḏ was
situated in impenetrable mountains with intricate defiles and passes, where,
according to Baḷʿamī (see Kāmbaḵš Fard, Barrasīhā-ye tārīḵī 1/4, Dey,
1345 Š./November-December, 1966-67, pp. 9-10), a handful of men could stop
thousands of advancing troops. Severe winter weather and heavy rain and
snowfalls made operation against Baḏḏ impossible in winter. Often Bābak used his positional
advantage to surprise the enemy and kill large numbers of them. While Baḷʿamī and
others describe Bābak’s following as made up of local farmers and poor people,
several writers call them “thieves, heretics, and profligates” (ʿAwfī, pt. 1, chap. 5). It can be inferred that Bābak
won wide support among peasants and poor villagers of the
Azerbaijan highlands who hoped for a better future through the revolt’s success
(Amoretti, pp. 507-08), but it is not improbable that some joined for
expediency or out of fear.
The Iranian
Archeology Department has identified the site with ruins (called Qaḷʿa-ye Jomhūr,
probably after the surrounding Jomhūr mountains) in the present district of
Ahar, located 50 km from Ahar town on a height above the left bank of a
tributary of the Qarasū 3 km southwest of the village of Kalībar (Report of the
Department’s mission in the summer of 1345 Š./1966). Aḥmad
Kasrawī’s researches had already pointed to the site near Kalībar (Šahrīārān-e
gomnām, 2nd ed., Tehran, 1335 Š./1956, p. 149). The remains consisting of
fortifications and a large building rest on a mountaintop 2,300-2,600 m above
sea level, surrounded on all sides by ravines 400-600 m deep. The only access
is by a very narrow track through gorges, up steep slopes, and across patches
of dense forest. The final approach to the castle’s gate is through a
corridor-like defile wide enough for only one man to walk at a time. Old siege
engines could not be brought up here. To reach the large building from the
castle’s walls one had to climb about 100 m higher up by a narrow path passable
only by one man at a time along the ridge, which is surrounded by a forested
ravine 400 feet deep (see Kāmbaḵš Fard, “Qaḷʿa-ye Jomhūr ya Dež-e Baḏḏ,” Honar o
mardom 50, Āḏar, 1345 Š./November-December, 1966, pp. 2-6;
Barrasīhā-ye tārīḵī 1/4, pp. 3-18 and plates 2, 4, 5, 9, 11; Torbatī Ṭabāṭabāʾī, pp. 466-71; Flügel, p. 539 n. 1; Nafīsī, pp. 37-39;
Abū Dolaf Mesʿar b. Mohalhel Ḵazrajī,
al-Resāla al-ṯānīa, ed. V. Minorsky, Cairo, 1955, p. 6; for further
details see Baḏḏ).
Bābak’s hand
was greatly strengthened by his possession of this inaccessible mountain
stronghold, to which the Arabic poet Boḥtorī, amongst others, refers in verses quoted by Yāqūt
(I, p. 361). Baḏḏ was not Bābak’s only castle, however, as there are
mentions of several others, some of which can be identified with surviving
ruins (Nafīsī, pp. 69-71; Ṭabāṭabāʾī, pp. 472-75). At
that time there were Ḵorramīs scattered in many regions besides Azerbaijan,
reportedly in Ṭabarestān, Khorasan, Balḵ, Isfahan,
Kāšān, Qom, Ray, Karaj, Hamadān, Lorestān, Ḵūzestān, Baṣra, and
Armenia (Nafīsī, pp. 32-33). According to the Fehrest (pp. 405-06) and Masʿūdī (Tanbīh, p. 322), Bābak’s sway at the height of
his career extended “southward to near Ardabīl and Marand, eastward to the
Caspian Sea and the Šamāḵī district and Šervān, northward to the Mūqān (Moḡān) steppe
and the Aras river bank, westward to the districts of Jolfā, Naḵjavān, and
Marand” (see Nafīsī, p. 36 and map).
The Ḵorramī
danger was thus a matter of a grave concern to al-Moʿtaṣem on his accession to the caliphate in Rajab,
218/August, 833, and all the more so when later in the same year a large number
of men from Jebāl, Hamadān, and Isfahan went over to the Ḵorramī and
encamped near Hamadān. To deal with them al-Moʿtaṣem sent a force under Esḥāq b.
Ebrāhīm b. Moṣʿab, who was also made governor of Jebāl. In the
subsequent battle near Hamadān several thousand (60,000 in Ṭabarī and
Ebn al-Aṯīr) Ḵorramīs were killed, but a large number escaped to
Byzantine territory, whence they came back later to resume their fight (Ṭabarī, III,
p. 1165; Ebn al-Aṯīr, VI, p. 441; Sīāsat-nāma, pp. 362-63). In Jomādā I,
219/May, 834 many Ḵorramī prisoners were brought by Esḥāq b.
Ebrāhīm to Baghdad (Ṭabarī, III, p. 1166; Ebn al-Aṯīr, VI, p.
444). Bābak’s revolt, however, was still in full swing, and the slaughter of so
many Ḵorramīs seems to have strengthened his men’s will to fight. In 220/835
al-Moʿtaṣem placed Ḥaydar b. Kāvūs Afšīn, a senior general and a son of
the vassal prince of Osrūšana, in command of an expedition to destroy Bābak.
According to most of the sources, al-Moʿtaṣem not only
made Afšīn governor of Azerbaijan and seconded high-ranking officers to serve
under him, but also ordered exceptionally large salaries, expense allowances,
and rations for him; Afšīn was to receive 10,000 dirhams per day spent on
horseback and 5,000 dirhams per day not so spent. For rapid transmission of
messages, the caliph ordered that a swift horse with a rider should be
stationed at every parasang-pillar between Sāmarrā and the Ḥolwān (now
Pā-ye Ṭāq) pass and beyond Ḥolwān as far as Azerbaijan watchmen should be posted
on hills with the task of uttering a loud shout on the approach of a courier so
that the rider at the nearby station might get ready to take the leather pouch
(ḵarīṭa) and carry it to the next station; in this way the pouches were
carried from Afšīn’s camp to Sāmarrā in four days or less (Ṭabarī, III,
p. 1229).
Before Afšīn’s
departure, al-Moʿtaṣem had sent
Abū Saʿīd Moḥammad b.
Yūsof Marvazī to Ardabīl with instructions to rebuild the forts between Zanjān
and Ardabīl which Bābak had demolished and to make the roads safe by posting
guards. Abū Saʿīd Moḥammad set
about these tasks. A band of mounted Ḵorramī led by a certain Moʿāwīa broke into one sector, intending to surprise Abū
Saʿīd Moḥammad with a
night attack, but Abū Saʿīd Moḥammad and
his soldiers got word and blocked Moʿāwīa’s way; in the
ensuing fight some Ḵorramīs were killed, others were captured, and the
skulls and the prisoners were sent to Baghdad. Ṭabarī (III,
p. 1171; cf. Ebn al-Aṯīr, VI, p. 447) records this as Bābak’s first defeat.
A later incident also boded ill for Bābak. Previously Moḥammad b. Boʿayṯ, the lord of a strong castle named Qaḷʿa-ye Šāhī,
had been well-disposed to Bābak and willing to accommodate his men when they
came to the neighborhood; but when Bābak sent a company under a captain named ʿEṣma, Moḥammad b. Boʿayṯ first made
them drunk, then threw ʿEṣma into
chains and enticed the men one by one into the castle and killed most of them,
only a few being able to escape. ʿEṣma was sent
to al-Moʿtaṣem, who before jailing him obtained useful information
from him about Bābak’s territory and tactics and about tracks in the area (Ṭabarī, III,
p. 1172; Ebn al-Aṯīr, VI, pp. 447-48).
On arriving
in Azerbaijan, Afšīn camped at a place on the Ardabīl road called Barzand at a
distance of 15 parasangs from Ardabīl (Eṣṭaḵrī, p. 192; Moqaddasī, pp. 378, 381; Yāqūt, I, p. 382;
Nozhat al-qolūb, pp. 90, 182). He repaired the forts between Barzand and
Ardabīl and made traffic possible by providing road guards, caravan escorts,
and halting places. He also spent a month at Ardabīl gathering knowledge of the
topography and tracks from informants and spies. If he caught any of Bābak’s
spies, he pardoned them and paid them to spy for him at twice the rate that
Bābak had paid. One such intelligence report was that Bābak knew that al-Moʿtaṣem had sent Boḡā the Elder (a senior general) with a large sum of
money for the pay and expenses of the troops and was planning a raid to seize
this money. Afšīn used this information to lure Bābak into a full engagement,
in which many of Bābak’s comrades were killed. Bābak himself got away to the
Mūqān plain and thence to Baḏḏ (Ṭabarī, III, pp. 1174-78; Ebn al-Aṯīr, VI, pp.
449-51).
When Bābak
came under attack from Afšīn’s army, he is said to have written a letter to the
Byzantine emperor Theophilus (r. 829-42), begging him to lead an expedition
into Azerbaijan; but Theophilus’s march into caliphal territory with a force
including fugitive Ḵorramīs did not take place until after the capture and
execution of Bābak in 223/838; the authenticity of Bābak’s letter is open to
question (Sadighi, p. 257 n. 3). Details of numerous engagements between
Bābak’s men and Afšīn’s troops before the fall of Baḏḏ are given
by Ṭabarī and Ebn al-Aṯīr (s.a. 220/835-222/837) and recapitulated by Nafīsī
(pp. 97-117). Also mentioned are various precautions which Afšīn took at this
time, such as trench-digging, patrolling, hiring local highlanders as spies,
and sending detachments to strategic points. Whenever he needed money or
supplies, he informed al-Moʿtaṣem by means
of swift couriers and soon got what he wanted. The caliph regularly sent him
instructions on tactics and precautions, and gave him every encouragement. On
one occasion al-Moʿtaṣem
dispatched Jaʿfar Dīnār known as
Ḵayyāṭ (the Tailor), who had been a senior general in al-Maʾmūn’s reign, and Aytāḵ the Turk, a
slave-soldier who superintended the caliphal kitchen, with reinforcements and
money for Afšīn and also several ass-loads of iron spikes to be strewn around
the camp as a precaution against night raids. When Bābak heard of the arrival
of Jaʿfar and Aytāḵ, he is said
to have informed Theophilus, “Moʿtaṣem has no
one else left, so he has sent his tailor and his cook to fight me” (Sadighi, p.
257). Bābak and his men remained in control of the highland and with their
ambushes and surprise attacks, often frustrated Afšīn’s plans. They repeatedly
captured supplies which Afšīn had ordered from Marāḡa and
Šervān. Afšīn’s tactics were to lure Bābak’s men away from their mountain
fastnesses and engage them in the open and to foil their ambushes by efficient
reconnaissance. But his officers, eager to bring the matter to a head,
complained of his inaction and even accused him of conniving with Bābak. More
encounters took place with heavy losses to both sides and finally Afšīn reached
the mountain facing the gate of Baḏḏ and camped there, only a mile away. Bābak, losing
hope, came out to meet him and requested a safe-conduct from the caliph.
According to Yaʿqūbī (Taʾrīḵ II, pp. 578f.), Afšīn refused, but when Afšīn
demanded hostages, Bābak offered his son or others of his followers and asked
Afšīn to restrain the troops from attacking. By then, however, fierce fighting
with the castle’s defenders had started, and in the end Afšīn’s troops scaled
the walls of Baḏḏ and hoisted their flags. Afšīn entered the castle and
had it demolished after it had been plundered (Ṭabarī, III,
pp. 1233-34; Masʿūdī, Tanbīh, pp.
93, l60). Many of Bābak’s men scattered in the mountains and escaped. Bābak, together with
some members of his family and a few of his warriors, slipped away by mountain
tracks, heading for Armenia. Baḏḏ fell on 9 Ramażān 222/15 August 837.
Afšīn, who
had already dispatched a request to the caliph for a safe-conduct for Bābak,
learned from spies that Bābak and his party were hiding in a forest-covered
valley on the Azerbaijan-Armenian border, and he proceeded to blockade the
area. When the caliph’s safe-conduct arrived, Afšīn commissioned two Ḵorramīs to
carry it to Bābak together with a letter from Bābak’s son, who had been taken
prisoner. Bābak rejected the document without opening it, and after sending the
messengers away fled to Armenia with four or five male and female members of
his family and one bodyguard. All except Bābak and his brother ʿAbd-Allāh and the guard were captured. Being close to
starvation, Bābak sent the guard to a village to get food. The local ruler,
Sahl b. Sonbāṭ (on whom see Nafīsī, pp. 135, 138, 175-76) was
informed and received Bābak hospitably. Bābak, however, took the precaution of
sending his brother ʿAbd-Allāh to ʿĪsā b. Yūsof b. Eṣṭefānūs (Ṭabarī, III, pp. 1223-24). Afšīn had already sent
letters to the district promising a large reward for the capture of Bābak, and
Sahl b. Sonbāṭ informed Afšīn of Bābak’s presence. After verifying
this, Afšīn sent a large force under Abū Saʿīd Moḥammad b. Yūsof to capture Bābak. He was arrested after
going out at Sahl b. Sonbāṭ’s suggestion to hunt (after being put in irons by
Sahl b. Sonbāṭ according to Masʿūdī, Morūj, ed.
Pellat, sec. 2807) and then taken to Afšīn’s camp at Barzand on 10 Šawwāl 222/15
September 837. Many stories about Bābak’s escape and adventures have come down
(see Sadighi, p. 265 n. 3). According to Ṭabarī, he wore a white cloak at the hunting ground,
and this has been taken as possibly symbolic of either purity and light or opposition
to the ʿAbbasids whose flag was black (Sadighi,
p. 264 n. 4). Afšīn also found out where Bābak’s brother ʿAbd-Allāh had escaped and wrote to ʿĪsā b. Yūsof b. Eṣṭefānūs, who handed him over. Afšīn reported his
success (by pigeon post according to Masʿūdī’s Morūj, ed.
Pellat, sec. 2809) to al-Moʿtaṣem, who in
reply ordered him to bring the captives forthwith to Sāmarrā. Allegations that
Afšīn deceived Bābak with conciliatory messages and feigned friendship (Nafīsī,
pp. 66, 68; Zarrīnkūb, 1355, pp. 247-48; Dāʾerat al-maʿāref-e fārsī, s.v.
Bābak) appear to derive from rumors that Afšīn was already in secret contact
with anti-ʿAbbasid leaders such as Bābak and the
ruler of Ṭabarestān, Māzyār b. Qāren, and perhaps also with the Byzantine emperor
Theophilus. Another conjecture is that Afšīn sacrificed Bābak because he was
afraid of being supplanted as commander of the anti-Ḵorramī
expedition by his Taherid rivals (Nafīsī, p. 68).
Large
numbers of men, women, and children from Bābak’s side fell into Afšīn’s hands,
figures from 1,300 to 7,600 being mentioned (Ṭabarī, III,
p. 1233). He released the men and returned the women and children to those
shown to be their husbands, fathers, or guardians. Then he set out with Bābak
and Bābak’s brother and some Ḵorramī prisoners for al-Moʿtaṣem’s capital Sāmarrā. (On the question why Afšīn
remained in Azerbaijan for almost four months after the capture of Bābak, see
Sadighi, p. 268.) They arrived on Thursday, or Wednesday night, 3 Ṣafar 223/4
January 838. Al-Wāṯeq, the heir to the throne, and other relatives of
al-Moʿtaṣem as well as senior dignitaries went out at the
caliph’s command to meet Afšīn. Bayhaqī (2nd ed., pp. 168-69) tells how the
minister Ḥasan b. Sahl, like several dignitaries, was reluctant to dismount and
salute Afšīn but dared not disobey the caliph’s command. Afšīn camped at Maṭīra (or at
Qāṭūl five parasangs from Sāmarrā), and it is related that first the qāżī Aḥmad b. Abī
Doʾād, then al-Moʿtaṣem himself went to the camp secretly in their
impatience for a glimpse of Bābak (Ṭabarī, III, pp. 1229-30; Masʿūdī, Morūj, ed. Pellat, sec. 2809), a story which, if
true, shows what a relief Bābak’s fall had been for the caliphal government. To give
the populace an exemplary lesson, a parade was held in the following week, most
probably on Monday, 6 Ṣafar 223/7 January 838, in which Bābak, clad in an
embroidered cloak and capped with a miter, was made to ride on an elephant
which had been given to al-Maʾmūn by an Indian
king, while his brother, ʿAbd-Allāh, also
specially clad and capped, was mounted on a camel. Two verses of Moḥammad b. ʿAbd-al-Malek Zayyāt about this elephant are quoted by Ṭabarī (see
Sadighi, p. 266 n. 2). The whole length of the street to the Bāb al-ʿĀmma was lined on both sides with cavalrymen and foot
soldiers and huge numbers of people. Then al-Moʿtaṣem ordered the executioner to proceed. First Bābak’s
hands and feet were cut off, then at the caliph’s command his mangled body was
strung on a gibbet in the outskirts of Sāmarrā. According to some sources his
head was later sent around for display in other cities and in Khorasan. Bābak
was hanged in the same place that afterwards Māzyār b. Qāren, the rebel prince
of Ṭabarestān, and Yāṭas Rūmī, the patricius of Amorium who had died in
prison, were hanged; this is the subject of a poem by Abū Tammām quoted in Masʿūdī’s Morūj (ed. Pellat, sec. 2821). Bābak’s brother ʿAbd-Allāh was sent to Baghdad, where he was
similarly executed and gibbeted by Esḥāq b. Ebrāhīm Moṣʿabī. According to some authors (e.g., Neẓām-al-Molk,
Sīāsat-nāma, pp. 365-66), when one of Bābak’s hands had been cut off, he made
his face red by smearing blood on it with his other hand, and when al-Moʿtaṣem asked why, he answered that it was because loss of
blood causes pallor and he did not want anyone to suppose that he was pale with
fear (Sadighi, pp. 267-68). The poet ʿAṭṭār, however,
attributes this gesture to the crucified mystic Ḥosayn b. Manṣūr Ḥallāj (Manṭeq al-ṭayr, ed. M.
J. Maškūr, Tabrīz, 1336 Š./1957, pp. 156-57). A different story about Bābak’s
words to al-Moʿtaṣem appears
in ʿAwfī’s Jawāmeʿ al-ḥekāyāt (pt. 1, chap. 5). Bābak’s brother ʿAbd-Allāh, according to Ṭabarī, met
his death with similar calm assurance (Ṭabarī, III, p. 1231).
The cruelty
of these killings as well as the enormous favor that al-Moʿtaṣem lavished upon Afšīn (daily dispatch of horses and
robes of honor on his way back from Barzand, gifts of a crown and jeweled
insignia, 20,000 dirhams for himself and his troops, etc., ibid., pp. 1230,
1232, 1233) and others illustrate the importance which the caliph and his
advisers placed on the suppression of Bābak’s revolt. Among the court poets who
lauded the victory of Afšīn and received rewards from al-Moʿtaṣem were Esḥāq b. Ḵalaf (quoted in Dīnavarī, p. 399) and Abū Tammām Ṭāʾī, whose poem likened Afšīn to Ferēdūn and Bābak to Żaḥḥāk (Masʿūdī, Tanbīh, p. 93). According to Masʿūdī (Morūj, ed. Pellat, sec. 2815) al-Moʿtaṣem gave Otroja, the daughter of a high-ranking Turkish
officer named Ašnās, in marriage to Afšīn’s son Ḥasan and
laid on a splendid wedding party. Ḥasan b. Sonbāṭ was rewarded by the caliph with a gift of 100,000
dirhams, a jeweled belt, and the crown of a patricius, and his son Moʿāwīa also received 100,000 dirhams. Neẓām-al-Molk
(Sīāsat-nāma, p. 366) reckons the defeats of Bābak, Māzyār, and the Byzantines
to be three great victories for Islam won in al-Moʿtaṣem’s reign.
The number
of Bābak’s men taken prisoner is given as 3,309, and the number of his captured
male and female relatives as 30 or more. Various figures, said to have been
obtained from an executioner or executioners whom Bābak had employed, are given
for those whose death he ordered in the course of his long revolt; the figure
of 255,000 or more in most of the sources (Ṭabarī, III,
p. 1233; Maqdesī, VI, p. 114; Sadighi, p. 271) is obviously an exaggeration, no
doubt intended to impute cruelty and bloodthirstiness to Bābak. All the
accounts of Bābak are biased, some begin with curses on him (e.g. Sayyed
Mortażā, p. 184; Mostawfī, Tārīḵ-egozīda, p. 316). Eṣṭaḵrī (p. 203)
and Ebn Ḥawqal (p. 266) state that Ḵorramīs recited the Koran in mosques, but authors such
as Baḡdādī (p. 269) describe this as a ruse to conceal disbelief under the
pretense of being Muslim. Ḵorramī libertinism has probably also been exaggerated
(Madelung, p. 65); for example, the public appearance of Bābak and Jāvīdān’s
widow at their wedding does not mean that they were unmindful of marriage
obligations (see Sadighi, p. 214), and none of the allegations of libertinism
made against Bābak and his followers can be taken as certain or trustworthy.
All considered, it may be said that Bābak’s motives and actions were
anti-caliphal, anti-Arab, and to that extent anti-Muslim (Ṭabarī, III,
p. 1226; Sadighi, pp. 265, 275; Amoretti, p. 509). The numerous revolts in the
two or three centuries after the Arab conquest point to widespread discontent
among the Iranian elements from whom the leaders, including Bābak, drew their
support, and perhaps also to a desire to return to the past. Bābak’s aims,
however, were clearly not shared by the Iranian princes and nobles like Afšīn
(except Māzyār), being incompatible with their ambition to regain power and
wealth (Zarrīnkūb, 1355, p. 232). Most of them, including Afšīn who was one of
their number, supported the caliph’s action against Bābak. Modern scholars such
as Sadighi (p. 229) and G. E. von Grunebaum (Medieval Islam, Chicago, 1961, p.
205) regard Bābak’s revolt as a politico-religious movement, and Nafīsī, J.
Homāʾī (in Mehr 3, p. 159), and Ḏ. Ṣafā have
laid stress on its nationalistic aspect. Bābak’s boldness, shrewdness, and
efficiency in the military leadership of the long struggle, and the trust
placed in him by his supporters are certainly remarkable (on his personality
and ideas, see Sadighi, pp. 268-72). Ṭabarī states that none of the Ḵorramīs
dared obey Afšīn’s order to take the caliph’s safe-conduct to Bābak and that
when Afšīn’s emissaries reached him, he said in an angry message to his son,
“Perhaps I shall survive, perhaps not. I have been known as the commander.
Wherever I am present or am mentioned, I am the king.” The words show that he
was a man of far-reaching ambition and enterprise. In his conversation with
Sahl b. Sonbāṭ about the need to send away his brother ʿAbd-Allāh, he said, according to Ṭabarī, “It
is not right that my brother and I should stay in one place. One of us may be
caught and the other may survive. I do not know what will happen. We have no
successor to carry on our movement.” The fact that Bābak sent his brother away
when he himself took refuge with Sahl b. Sonbāṭ implies
Bābak’s hope for the continuation of the movement. Ṭabarī also
states that Afšīn, when about to leave Azerbaijan, asked Bābak whether he would
like anything before their departure, and Bābak replied that he would like to
see his own town again. He was sent to Baḏḏ with some guards on a moonlight night and allowed to
walk around the town. This gives proof of his great love for his homeland. In
the same context Ṭabarī has a story that Afšīn granted a request from
Bābak to spare him from surveillance by the appointed guard-officer, because
this officer “was slippery-handed and slept beside him and stank unbearably.”
The statements of Ṭabarī (III, pp. 1177, 1205) and Ebn al-Aṯīr (s.a.
220/835 and 222/837) about Ḵorramī merry-making and wine drinking even in wartime
confirm one of the sect’s reputed characteristics (see Amoretti, p. 517), but
their tales of Bābak’s promiscuity and abduction of pretty Armenian girls seem
inconsistent with another statement of Ṭabarī (III, p. 1227) that the women wept when they saw
Bābak captive in Afšīn’s camp.
The
excitement over the fighting and the defeat of Bābak is echoed in contemporary
Arabic literature, e.g., a verse description of Bābak on the gibbet quoted by
Rāḡeb Eṣfahānī (Moḥāżarāt al-odabāʾ, Beirut, 1961,
III, p. 199), poems by Abū Moḥammad Esḥāq b. Ebrāhīm Mawṣelī (155/172-235/850) in praise of Esḥāq b.
Ebrāhīm Moṣʿabī (see Ḥoṣrī Qayrawānī, Zahr al-ādāb, Cairo, III, pp. 13-14),
the odes in Abū Tammām’s dīvān, also his invectives against Afšīn after the
latter’s fall, and praises for Moḥammad b. Ḥomayd Ṭūsī and his campaign against Bābak in the dīvān of Boḥtorī (see
also Nafīsī, pp. 158-60).
Armenia was
close to Bābak’s territory and had contacts with him but occasionally suffered
from his raids. The mentions of his doings in Armenian chronicles have been
assembled by Nafīsī (pp. 135-41).
Bābak’s
defeat hit the Ḵorramīs hard but did not destroy them. Descendants of
his followers evidently continued to live at Baḏḏ, as Abū
Dolaf b. Mesʿar b. Mohalhel saw
them there in the mid-4th/10th century. Further Ḵorramī
stirrings are reported: in the reign of al-Moʿtaṣem’s successor al-Wāṯeq and as
late as 300/912-13 (Sīāsat-nāma, pp. 366-67); in 321/933 and again in 360/970 in
the reigns of the Buyid amirs ʿEmād-al-Dawla and ʿAżod-al-Dawla and as late as the mid-6th/12th century
(Margoliouth and Amedroz, Eclipse II, p. 299; Samʿānī, s.v. Bābakī;
Bondārī in Houtsma, Recueil, p. 124); and even in the Mongol period. Many of
the old writers, particularly those of Sunnite persuasion, assert that Ḵorramīs
influenced and infiltrated the Qarmaṭī and Esmāʿīlī movements, and some
modern scholars take the same view while others are more cautious (Madelung, p.
65; B. Lewis, The Origins of Ismailism, Cambridge, 1940, pp. 96-97). The
suspicion probably gained credence because the three movements shared a common
hostility to the ʿAbbasids and may
have occasionally collaborated.
Τις βιβλιογραφικές παραπομπές μπορείτε να βρείτε εδώ:
Οι Δρόμοι του Μεταξιού υπήρχαν αδιαλλείπτως για χιλιετίες. Ή μάλλον, για να το πω πιο ολοκληρωμένα, οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών. Αρχικά και για χιλιετίες υπήρχαν εμπορικοί δρόμοι που συνέδεαν κάποιες χώρες και με κάποιες αλλές, όπως για παράδειγμα, την Μεσοποταμία με την Κεντρική Ασία, ή την Μεσοποταμία με την Κοιλάδα του Ινδού, ή την Μεσοποταμία με την Αίγυπτο, ή την Αίγυπτο με την Σομαλία και το Κέρας της Αφρικής.
Αλλά
χάρη στους Αχαιμενιδείς του Ιράν όλοι οι επί μέρους και μεταξύ τους ασύνδετοι εμπορικοί
δρόμοι ενώθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε ένα ενιαίο κι ακέραιο σύστημα δρόμων κι
εναλλακτικών δρόμων μεταφοράς προϊόντων. Μόνο στην τελική τους μορφή, οι
εμπορικοί δρόμοι συνέδεαν μεταξύ τους όλα τα τμήματα της Ευρασίας και το μείζον
τμήμα της Αφρικής. Στην ολοκληρωμένη διάσταση αυτή εμφανίσθηκαν οι εμπορικοί
δρόμοι περίπου στην αρχή των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων ή λίγο πιο πριν:
γύρω στο 100 π.Χ.
Οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ήταν μια υπόθεση ζωής, καθημερινότητας, εμπορίου αλλά και επικών κατορθωμάτων, μυθικών παραδόσεων, θρύλων, λογοτεχνιών, τεχνών, βασιλικών εξουσιών, θεουργιών, μυστικισμών, θρησκειών, παιδείας, πολιτισμού, και ιερότητας για πάνω από δύο χιλιετίες (500 π.Χ. – 1600 μ.Χ.). Αυτή είναι η πιο σημαντική περίοδος της Παγκόσμιας Ιστορίας από την άποψη ότι προλογίζει τα νεώτερα, 400-500 χρόνια και είναι πολύ περισσότερο τεκμηριωμένη χάρη σε επιγραφικά, φιλολογικά κι αρχαιολογικά ντοκουμέντα.
Α. Ιστορία και Ιστοριογραφία
Οι διά
ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών
είναι ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίο στράφηκε η Παγκόσμια Ιστορία για την
προαναφερμένη περίοδο. Αλλά τι είναι Ιστορία; Αυτό είναι κάτι πολύ συγκεχυμένο
κι άγνωστο στον περισσότερο κόσμο, ο οποίος πέφτει συχνά θύμα των ίδιων των
λέξεων και των εννοιών – ή των ψευδοεννοιών…
– Η
Ιστορία είναι δυο ολότελα διαφορετικά πράγματα….
μου
είπε κάποτε ο εξαιρετικός φίλος και διακεκριμμένος ανατολιστής και ιστορικός,
καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, όταν δεν είχα ακόμη διαβάσει πολλά από
τα βιβλία, λήμματα και άρθρα του. Και συνέχισε:
– Ένα
θέμα είναι η Ιστορία, δηλαδή το τι όντως έγινε κάπου, κάπως, κάποτε από
κάποιους και για κάποιον λόγο: δηλαδή τα συμβάντα. Θεωρητικά όλα τα συμβάντα,
αλλά κατ’ ουσίαν τα πιο σημαντικά από αυτά: κάθε χαρακτήρα συμβάντα. Από μια
ιεροτελεστία εντός ενός ναού, σε μια επιδρομή, σε μια ανακήρυξη βασιλέως, σε
μια συγγραφή έπους, σε μια μάχη, σε μια απομνημόνευση νίκης πάνω σε μια
ενεπίγραφη στήλη, σε μια ανέγερση κάστρου ή ανακτόρου, σε μια αναγραφή
αυτοκρατορικών χρονικών, σε μια καταγραφή ενός ιστορικού έργου όπως αυτό του
Ταμπαρί, ή του Προκόπιου, ή του Αρριανού.
Είναι
σαφές με το παραπάνω ότι ο κ. Μεγαλομμάτης εννοούσε την υπαρκτή αλληλουχία
γεγονότων είτε καταγραμμένων είτε όχι, είτε γνωστών σήμερα είτε όχι. Μεταγενέστερα,
διάβασα την εκτεταμένη βιβλιοκρισία του βιβλίου του Ουμπέρτο Έκο ‘Το Εκκρεμές
του Φουκώ’, την οποία ο κ. Μεγαλομμάτης είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό Διαβάζω {τεύχος
235 (21/3/1990) σελ. 113-128} με τίτλο ‘Η Ιστορία Μυστική;’, όπου ο Έλληνας ανατολιστής
αναφέρεται εκτεταμένα στο πως νοείται η Ιστορία σε διαφορετικούς πολιτισμούς
και τι ακριβώς έννοια έχει η λέξη ‘Ιστορία’ σε διαφορετικές γλώσσες.
Συνεχίζοντας
όμως την απάντησή του, αντιδιέστειλε με το τι προανέφερε κάτι το ολότελα
διαφορετικό – κάτι που ελάχιστοι αντιλαμβάνονται, κι ας είναι ωστόσο κάτι το
εύκολα ορατό και κατανοητό:
– Και
ένα ολότελα άλλο θέμα είναι η Ιστοριογραφία, δηλαδή η συγγραφή – εκ μέρους ενός
ανθρώπου – ενός ιστορικού έργου, μέσα στο οποίο περιγράφεται ή και αναλύεται /
σχολιάζεται / αποτιμάται /εξηγείται η Ιστορία ενός βασιλείου, ή μιας
δυναστείας, ή ενός βασιλέως, ή μιας θρησκείας, ή μιας τέχνης, ή μιας ευρύτερης
περιοχής, ή ενός γεγονότος, ή ενός θρύλου, ή ενός πολιτισμού. Και αυτό, δηλαδή
η Ιστοριογραφία, είναι για πολλούς λόγους άσχετο από την Ιστορία – αποτελεί
μόνο μια σκιά της Ιστορίας, ή ακριβέστερα μια σκιά ορισμένων μόνον πτυχών της
Ιστορίας.
Αν
κάποιος κατανοήσει την διαφορά Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, αντιλαμβάνεται ότι
ό,τι σήμερα νομίζουμε ότι ξέρουμε ως ‘Ιστορία’ είναι στην ουσία και στο μείζον
τμήμα του μια ‘Ιστοριογραφία’, δηλαδή μια υποκειμενική, τμηματική και σχεδόν
πάντοτε μεροληπτική αναπαράσταση της Ιστορίας, ή αν προτιμάτε, μια ματιά πάνω
σε ένα τμήμα της Ιστορίας εκ μέρους ενός ανθρώπου. Με άλλα λόγια, αυτό που
λέγεται από τον πολύ κόσμο συνήθως μεταφορικά, ότι δηλαδή “Η Ιστορία
γράφεται από τους Νικητές”, είναι πολύ σωστό κυρίως από την έννοια ότι δεν
πρέπει να το πιστεύουμε εφόσον
α) ούτε
‘Ιστορία’ είναι,
β) ούτε
αντικειμενική αναπαράσταση της ‘Ιστορίας’ είναι.
Ωστόσο,
μου έκανε αρχικά εντύπωση ότι ο κ. Μεγαλομμάτης περιλάμβανε τα διάφορα ιστορικά
κείμενα, Χρονικά Βασιλέων, επιγραφές, κλπ, όπως και τους αρχαίους ιστορικούς,
στην ‘Ιστορία’ κι όχι στην ‘Ιστοριογραφία’ μαζί με τους νεώτερους ιστορικούς κι
επιστήμονες, οπότε και τον ερώτησα. Η αποσαφήνισή του δίνει και το μέτρο των
όσων ο απλός άνθρωπος συγχέει απόλυτα στο μυαλό του σήμερα:
– Οι
λεγόμενοι Περσικοί Πόλεμοι, τους οποίους στην Αρχαιότητα οι Έλληνες ονόμαζαν τα
‘Μηδικά’ και οι οποίοι στην ουσία ήταν μια σειρά εκστρατειών στα δυτικά εκ
μέρους του στρατεύματος της πολυεθνικής αυτοκρατορίας του Ιράν, ήταν το
‘συμβάν’, ή τα ‘συμβάντα’. Αυτά και μόνον αυτά είναι η ‘Ιστορία’. Όσοι
συμμετείχαν και μάχονταν τα ήξεραν στην πραγματικότητα – από πρώτο χέρι.
Οι
Ιστορίες του Ηροδότου και οι σφηνοειδείς αρχαίες αχαιμενιδικές επιγραφές των
χρόνων του Δαρείου Α’ και του Ξέρξη Α’ είναι και ‘Ιστορία’ και ‘Ιστοριογραφία’.
Και αυτό πρέπει κάποιος να το ξεχωρίζει πολύ καθαρά.
Τα
αρχαία αυτά κείμενα είναι ‘Ιστορία’ από την άποψη ότι
α) ένα
στέλεχος της αντι-ιρανικής αντιπολίτευσης στην Καρία (: ο Ηρόδοτος) κατέφυγε
στην Αθήνα και κει συνέγραψε την μεροληπτικά αντι-ιρανική ματιά του στα τότε
γεγονότα. Αυτό ως συμβάν είναι ‘Ιστορία’.
β) οι
αυτοκρατορικοί γραφείς των Αχαιμενιδών του Ιράν κατέγραψαν, είτε πάνω σε
βράχους επιγραφές που κάποιες διασώθηκαν και κάποες δεν διασώθηκαν, είτε πάνω
σε πινακίδες, παπύρους και περγαμηνές που δεν διασώθηκαν, την επίσημη
αχαιμενιδική ιρανική αυτοκρατορική εκδοχή των γεγονότων. Και αυτές οι
δραστηριότητες ως συμβάντα είναι ‘Ιστορία’.
Και
στην περίπτωση των αυτοκρατορικών γραφέων των Αχαιμενιδών και στην περίπτωση
του Ηροδότου έχουμε ένα ιστορικό συμβάν: κάποιοι έγραψαν κάτι.
Αλλά το
περιεχόμενο των αχαιμενιδικών ιρανικών επιγραφών και του κειμένου του Ηροδότου
είναι Ίστοριογραφία’. Συνεπώς, δεν μπορούμε αυτόματα να το εκλάβουμε ως
‘Ιστορία’ διότι είναι μόνον, και στις δυο περιπτώσεις, μια ματιά πάνω στα
γεγονότα, μια αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας, συνεπώς μια
μεροληπτική παρουσίαση που πρέπει εμείς με προσοχή να αναλύσουμε, διασταυρώνοντάς
την με όλα τα άλλα στοιχεία που έχουμε, για να συμπεράνουμε σε ποιον βαθμό
αντανακλά τα γεγονότα με αυθεντικότητα, πληρότητα και αλήθεια.
Στο
τέλος εκείνης της συζήτησης, τις σημειώσεις της οποίας ανασυνθέτω εδώ, ο κ.
Μεγαλομμάτης μου εξήγησε ότι, αντίθετα από ιστορικού περιεχομένου αρχαίες
επιγραφές και κείμενα, άλλου περιεχομένου ιστορικά τεκμήρια είναι φυσιολογικό
να αναπαριστούν τα ιστορικά συμβάντα εντελώς αμερόληπτα.
Έτσι λοιπόν θρησκευτικού, μυθικού, κοσμογονικού, εσχατολογικού, ιερατικού χαρακτήρα κείμενα κι επιγραφές πάνω σε τοίχους ναών, σε επιτύμβια μνημεία, σε αγάλματα και σε στήλες, χρησμοί και ύμνοι, γεωγραφικά και αστρονομικά κείμενα, περιηγητικά κείμενα, και εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα κείμενα, συμβόλαια κι αγοραπωλησίες, νομίσματα και σφραγίδες, όπως και όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν πολύ πιο αυθεντική, πιο αμερόληπτη, πιο τεκμηριωμένη αναπαράσταση της Ιστορίας.
Β. Σύγχρονη Ιστοριογραφία: Αναθεωρητική ‘Γραφή’ της Παγκόσμιας Ιστορίας
Η
νεώτερη επιστήμη της Ιστορίας είναι στο σύνολό της μια Ιστοριογραφία. Ως τέτοια
είναι απόλυτα μεροληπτική. Πολύ περισσότερο, εφόσον δεν ξεκίνησε από ένα
παγκόσμιο συνέδριο ειδικών που συμφώνησαν στις μεθόδους, αλλά από ολότελα μεμονωμένες
περιπτώσεις δυτικών πολυμαθών του 15ου και 16ου αιώνα οι οποίοι ήταν προκατειλημμένα
άτομα ιδεοληπτικών εμμονών, εμπάθειας, μισαλλοδοξίας, και ωφελιμισμού.
Οι
Δυτικο-Ευρωπαίοι ιστορικοί των χρόνων της Αναγέννησης και του Κλασικισμού πριν
από όλα δεν ήταν αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι ούτε καν απέναντι στο δικό τους
παρελθόν. Πως θα μπορούσαν ποτέ να είναι αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι απέναντι
στο παρελθόν των άλλων, και μάλιστα εκείνων τους οποίους οι ίδιοι θεωρούσαν ως
ντε φάκτο εχθρούς τους; Έτσι ξεκίνησε το πρόβλημα.
Η
νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία είναι μια ιδεοληπτική, προκατειλημμένη,
μεροληπτική, εμπαθής και κυριολεκτικά τυφλή απόπειρα να αναθεωρηθεί η Παγκόσμια
Ιστορία. Οι ‘ιστορικοί’ του 16ου και 17ου αιώνα μισούσαν αβυσσαλέα το
χριστιανικό τους παρελθόν και προσπαθούσαν να το υποτιμήσουν, να το προσβάλουν
και τελικώς να το σβύσουν. Κατ’ ουσίαν, εκείνοι οι ‘ιστορικοί’, πάνω στο έργο
των οποίων κτίσθηκε ένας νεώτερος Πύργος της Βαβέλ που δεν μπορεί παρά να
πέσει, ήταν συστηματικοί παραχαράκτες της ιστορικής αλήθειας και ως εγκληματίες
και κακούργοι ήταν ακριβώς οι αντίστοιχοι των Ισπανών, Πορτογάλων, Ολλανδών, Γάλλων
κι Άγγλων αποικιοκρατών,οι οποίοι κατέσφαξαν εκατομμύρια ανθρώπους,
καταλήστευσαν όλους τους τόπους όπου από κατάρα αποβιβάσθηκαν, και διέσπειραν
αρρώστεια, μόλυνση, διχόνοια, διαφθορά και διαστροφή, έχθρα και ανωμαλία, μίσος
και ασέλγεια, βαρβαρότητα και απανθρωπιά.
Οι
Κλασικιστές, Ελληνιστές και Λατινιστές του 17ου και 18ου αιώνα παρουσίασαν ως ‘Ιστορία’
όχι απλώς μια μεροληπτική αναπαράσταση των γεγονότων αλλά ένα εκ των προτέρων επινοημένο
στα άρρωστα μυαλά τους διαιρετικό σχήμα “Δύση και Ανατολή”, όπου
απέδωσαν στο πρώτο τμήμα όλα τα καλά και σιο δεύτερο τμήμα όλα τα κακά της
Ανθρώπινης Ιστορίας. Υπό ψύχραιμη κι αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση αν
κυτταχθεί το παραπάνω σχήμα, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν μπορεί παρά να
είναι η διανοητική διαστροφή ανθρωποειδών των οποίων οι εκφυλισμένοι και
άρρωστοι πρόγονοι τους άφησαν ως μυσαρή κληρονομιά τα συνεπακόλουθα της
πανώλους και της σύφιλης που ενδημούσαν στην ψευτο-χριστιανική φραγκική,
γοτθική κι αγγλοσαξωνική Ευρώπη της περιόδου 476 μ.Χ. – 1453 μ.Χ.
Δεν
υπήρξε ποτέ και πουθενά καμμιά διάκριση σε Δύση και Ανατολή πλην βεβαίως της
γεωγραφικής διαίρεσης με βάση τα σημεία του ορίζοντα. Η απόπειρα αυτή, να
θεωρηθούν οι όροι ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ ως πολιτισμικώς διαφορετικοί κι
αντίθετοι αποτελεί μια αναθεωρητική ματιά στην Παγκόσμια Ιστορία, την οποία οι
δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί πολύ απλά αναπαράστησαν έτσι όπως εκείνοι θα ήθελαν
να είχε συμβεί. Η ‘Αρχαία Ελλάδα’ και η ‘Αρχαία Ρώμη’, την Ιστορία των οποίων δυτικο-Ετρωπαίοι
ιστορικοί ανασυνέθεσαν με τις τότε ελάχιστες (σε σύγκριση με τις σήμερα
υπαρκτές) πηγές, είναι διαστροφικά εκτρώματα τα οποία ουδέποτε υπήρξαν και η
σύγχρονη ιστοριογραφία απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από τις υπαρκτές αρχαίες
ιστορικές πηγές. Με άλλα λόγια η αληθινή Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας και της
Αρχαίας Ρώμης ήταν ολότελα διαφορετική από το πως οι νεώτεροι δυτικο-Ετρωπαίοι
ιστορικοί εσκεμμένα κι εξεπίτηδες παρουσίασαν.
Οι πρώτοι Ανατολιστές (Οριενταλιστές), οι οποίοι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα μελετούσαν τις αρχαιότητες του Ιράν, της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, της Ανατολίας, της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας, συνειδητά κατέκλεβαν τις αρχαιότητες εκείνων των χωρών και κρατούσαν τους ντόπιους μακριά από την διαδικασία αποκρυπτογράφησης και εκμάθησης των ιστορικών πηγών της Ιστορίας τους. Αυτό επιχειρήθηκε επειδή ο σκοπός των Γάλλων, Άγγλων, Ολλανδών, Βέλγων κι Αμερικανών ανατολιστών (οριενταλιστών) ήταν – όχι να μάθουν τι ‘έγινε’ στο παρελθόν και να το κοινοποιήσουν ευρύτερα αλλά – να ανασυνθέσουν τα ευρήματά τους έτσι ώστε να μην πειραχθεί ως προς τίποτα η προκατασκευασμένη ψευτο-ιστορία την οποία είχαν ήδη συνθέσει πάνω σε εντελώς ρατσιστικά και μισαλλόδοξα πλαίσια.
Γ. Αποικιοκρατική Εξάρτηση σε Μορφωτικό, Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Επίπεδο
Τέτοια
ήταν η αγγλογαλλική λύσσα εναντίον όλων των άλλων εθνών που οι δυτικο-Ευρωπαίοι
αιγυπτιολόγοι δεν άφησαν Αιγύπτιους να μάθουν αιγυπτιακά ιερογλυφικά, ιερατικά
και δημοτικά (τις τρεις διαφορετικές γραφές της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας)
για πάνω από 100 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχή της αποκρυπτογράφησης των
ιερογλυφικών από τον Σαμπολλιόν το 1821! Αντίστοιχα συνέβησαν και σε άλλους
τομείς όπως η ασσυριολογία, η χιττιτολογία, η ιρανολογία, κοκ.
Η
τερατουργηματική αναπαράσταση της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής από τους
δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς ανατολιστές (οριενταλιστές) βρίσκει το
αντίστοιχό της στην αισχρή, απάνθρωπη και κτηνώδη επίθεση των Άγγλων και των
Γάλλων κατά της Κίνας κατά τον 19ο αιώνα, ένα γεγονός που έμεινε γνωστό ως
Πόλεμοι του Οπίου (1839-1842 & 1856-1860).
Όμως,
οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν ελέγχονται πάντοτε ερμητικά, δεν
στεγανοποιούνται, και δεν αποκρύπτονται όπως ορισμένοι θα ήθελαν. Έτσι
εμφανίσθηκαν ειδικοί ερευνητές, μελετητές, ιστορικοί, εθνογράφοι, γλωσσολόγοι
κι αρχαιολόγοι από άλλα ευρωπαϊκά έθνη χωρίς απάνθρωπη και κτηνώδη
αποικιοκρατική τάση και χωρίς διαστρεβλωτική και παραχαρακτική ιστορική
διάθεση. Οπότε, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Ρώσσοι, Ούγγροι, Τσέχοι, Σουηδοί,
Δανοί, Πολωνοί και Φινλανδοί κλασικιστές και οριενταλιστές συμμετείχαν στο έργο
της ανασύστασης/αναπαράστασης της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής και τα
ευρήματά τους, όπως άλλωστε και οι περισσότερο αντικειμενικές κι αμερόληπτες
ερμηνείες και συνθέσεις τους, μείωσαν δραστικά και απαξίωσαν σε μεγάλο βαθμό τα
αυθαίρετα δόγματα, τις προκατειλημμένες ιδέες και τις παραχαρακτικές θέσεις των
Γάλλων και των Άγγλων κλασικιστών και οριενταλιστών.
Υπήρχε
και υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους ειδικούς επιστήμονες των
κεντρικών κι ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών από την μια και τους παραχαράκτες και
διαστρεβλωτές επιστήμονες της Αγγλίας και της Γαλλίας από την άλλη: οι πρώτοι
ενδιαφέρονταν ειλικρινά για την επιστημονική αλήθεια και την αντικειμενική
πραγματικότητα και ταυτόχρονα ανήκαν σε χώρες χωρίς αποικιοκρατική παράδοση. Αντίθετα,
οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι κλασικιστές κι οριενταλιστές ήταν εξυπαρχής υπηρέτες των
αποικιοκρατικών συμφερόντων των χωρών τους και εργάζονταν για να διαδώσουν μια
απάνθρωπη και ρατσιστική εκδοχή Ιστορίας, δηλαδή την ψευδή διαίρεση της
Ανθρωπότητας σε Δύση και Ανατολή και την δήθεν υπεροχή της Δύσης.
Ακόμη
χειρότερα, η Γαλλία, η Αγγλία κι οι ΗΠΑ που ακολουθούν την αποικιοκρατική
πολιτική των δυο δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών συστηματικά και στο μεγαλύτερο τμήμα
της γης προσπάθησαν να στεγανοποιήσουν την επιστημονική γνώση και απέτρεψαν τις
μορφωτικές κι ακαδημαϊκές ανταλλαγές σε ουσιαστικό βάθος: συνέπεια του
καταστροφικού κι απάνθρωπου έργου αυτών των τριών κρατών είναι ότι σήμερα δεν
υπάρχουν
–
Μαροκινοί ειδικευμένοι σε ιρανολογία
–
Υεμενίτες ειδικευμένοι σε αιγυπτιολογία
–
Ιρακινοί ειδικευμένοι σε ινδολογία
–
Αιγύπτιοι ειδικευμένοι σε ασσυριολογία
–
Ιρανοί ειδικευμένοι στο Κους και την Μερόη του Αρχαίου Σουδάν
–
Σουδανοί ειδικευμένοι σε χιττιτολογία
– Ινδοί
ειδικευμένοι σε σουμερολογία
–
Έλληνες ειδικευμένοι στην ιστορία του Νεστοριανισμού στην Ασία
–
Σομαλοί ειδικευμένοι σε κλασικές σπουδές
–
Αλγερινοί ειδικευμένοι στην ιστορία του Μανιχεϊσμού σε Ασία, Αφρική κι Ευρώπη
–
Ουζμπέκοι ειδικοί σε φοινικικές και καρχηδονιακές σπουδές
–
Τούρκοι ειδικοί σε δραβιδικές γλώσσες, λογοτεχνίες και γλωσσολογία
–
Νιγηριανοί Χριστιανοί ειδικοί σε κοπτολογία και κοπτικό Μονοφυσιτισμό
–
Νιγηριανοί Μουσουλμάνοι ειδικοί σε Σιιτικό Ισλάμ, Φερντοουσί και Σαφεβίδες
–
Κινέζοι ειδικοί στην γλώσσα, την λογοτεχνία και την θρησκεία των Ορόμο
–
Κενυάτες ειδικοί σε θιβετιανική γλώσσα, θιβετιανό Βουδισμό
–
Λιβανέζοι ειδικοί σε σινολογία
–
Τανζανοί ειδικοί σε μογγολική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία
–
Αζέροι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας
–
Ινδονήσιοι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες του Καυκάσου, κοκ.
Αντίθετα,
όλες οι ειδικότητες αυτές υπάρχουν όχι μόνον σε πανεπιστήμια μεγάλων χωρών,
όπως η Γαλλία κι η Αγγλία, αλλά και σε αυτά μικρών σχετικών χωρών όπως το
Βέλγιο, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, κα.
Αυτή η
απόλυτη διαφορά ανάμεσα α) σε χώρες αποκομμένες από τις περισσότερες άλλες και
β) σε χώρες με συνολική εποπτεία των ανθρωπιστικών επιστημών είναι η πεμπτουσία
της αποικιοκρατίας σε μορφωτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό επίπεδο και πάνω
της εδράζεται κάθε πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική εξάρτηση.
Μετά τον Β’ ΠΠ και πιο πρόσφατα κάποιες μεγάλες κι οικονομικώς ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Κίνα κι η Ινδία, άρχισαν να καταβάλουν προσπάθειες να ανατρέψουν την κατάσταση, να μειώσουν την διαφορά, και να εκμηδενίσουν τα καταστροφικά για όλη την Ανθρωπότητα έργα των δυτικών αποικιοκρατών.
Δ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: Ιστορία,
Ιστοριογραφία, και Κοσμοθεωρία
Και στο
σημείο αυτό επανήλθε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον για τους ιστορικούς Δρόμους
του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών
1- ως ιστοριογραφία,
2- ως
κοσμοθεωρία, δηλαδή ως
– απόρριψη
της αποικιοκρατίας, των ιδεολογιών που την υποστήριξαν, και των απάνθρωπων
ιδεών και θεωριών που διέδωσε, και
– διαγραφή
της δυτικο-ευρωπαϊκής και βορειο-αμερικανικής κλασικιστικής κι οριενταλιστικής
ιστοριογραφίας, και
3- ως λειτουργική επανέναρξη σε εμπορικό, οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό, στρατιωτικό επίπεδο.
Ι. Οι
Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστορία
Η
ιστορία των εμπορικών δρόμων που συνέδεσαν σχεδόν το σύνολο της
αφρο-ευρασιατικής γήινης επιφάνειας είναι ένα τεράστια τεκμηριωμένο σύνολο
ιστορικών πηγών, στις οποίες το κεντρικό θέμα δεν είναι ούτε μια αυτοκρατορία,
ούτε ένας ηγεμόνας, ούτε μια θρησκεία, ούτε ένας ιδρυτής θρησκείας, ούτε ένας
αρχιερέας, ούτε μια φιλοσοφία, ούτε ένας φιλόσοφος, ούτε ένα έθνος, ούτε ένας
στρατός, ούτε ένας στρατηλάτης, ούτε μια τέχνη, ούτε ένας καλλιτέχνης, ούτε μια
γλώσσα, ούτε μια γραφή, ούτε ένα κείμενο, ούτε μια παιδεία, ούτε ένας
πολιτισμός, ούτε ένα εμπορικό προϊόν, ούτε μια πίστη, ούτε ένας θρύλος, ούτε
ένας θεός.
Το
κεντρικό θέμα είναι εκ πρώτης όψεως ο άνθρωπος, ο απλός, άγνωστος άνθρωπος που
είτε ως στρατιώτης, ως έμπορος, ως γεωργός, ως κτηνοτρόφος, ως ψαράς, ως
γραφέας, ως καπετάνιος, ως μεταφραστής, ως ιερέας, ως κατακτητής, ως προσκυνητής,
ως μύστης, ως διπλωμάτης, ως περιηγητής, ως τεχνίτης, ως καλλιτέχνης, ως
αρχιτέκτονας, ως συγγραφέας, ως δούλος ή ως άρχοντας συμμετείχε στα όσα
γίνονταν στους εμπορικούς δρόμους που συνεδέαν όλες αυτές τις τόσο μακρινές και
ωστόσο τόσο κοντινές γαίες.
Από την
φύση των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των
Μπαχαρικών και των Λιβανωτών σβύννουν κάθε πολιτική και κάθε διάκριση, κάθε
διάθεση υπεροχής ή επιβολής και κάθε απόπειρα μονοπωλίου ή μονοπώλησης. Οι
αστείρευτες ιστορικές πηγές που έχουμε για το τεράστιο αυτό θέμα πιστοποιούν
απόλυτα ότι σημασία έχουν μόνον όλοι και ότι ένας ίσον κανένας.
Από το
περιεχόμενο των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του
Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνουν πόσο ασήμαντα είναι μέσα
στην Παγκόσμια Ιστορία ένα έθνος, μία δυναστεία, ένα βασίλειο, ένας στρατός,
ένας ηγεμόνας, ένας ιδρυτής θρησκείας, μια θρησκεία, μια γλώσσα, ή ένας
πολιτισμός. Το κάθε τι και ο καθένας είναι συνάρτηση όλων των άλλων. Χωρίς τους
Υεμενίτες, οι Ιρανοί θα ήσαν ασήμαντοι, και χωρίς τους Αξωμίτες οι Ρωμιοί της
Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα ήσαν ανίσχυροι.
Οι
Ρωμιοί μιλούσαν αραμαϊκά όταν έπρεπε, οι Ιρανοί αυτοκράτορες έγραψαν την ίδια
τους την γλώσσα με αραμαϊκή γραφή, ενώ Αιγύπτιοι Χριστιανοί, για να απαλλαγούν
από το ειδωλολατρικό βάρος των ιερογλυφικών, έγραψαν την γλώσσα τους με
ελληνικούς χαρακτήρες, διαμορφώνοντας έτσι τα κοπτικά. Έλληνες δέχθηκαν τις
αιγυπτιακές ισιακές λατρείες, προσχώρησαν στον Μιθραϊσμό, κι απέρριψαν το
Δωδεκάθεό τους. Αργότερα, οι Έλληνες διαιρέθηκαν ανάμεσα σε οπαδούς του Ιησού
(Χριστιανοί) και σε οπαδούς του Μάνη (Μανιχαίοι) δηλαδή δύο ανθρώπων που είχαν
ως μητρική γλώσσα τα αραμαϊκά.
Και που
πήγε όλη η στρατιωτική ισχύς της Ρώμης και τα κέρδη από την αυτοκρατορική
φορολογία; Που αλλού εκτός από την πληρωμή των πανάκριβων λιβανωτών που μάζευαν
σε κάποια δέντρα των ακτών τους οι Σομαλοί κι οι Υεμενίτες. Κι οι μουσουλμάνοι
Αβασίδες, που σκόρπισαν τα έσοδα του απέραντου κράτους τους που στην ακμή του
ήταν μεγαλύτερο κι από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των χρόνων του Τραϊανού;
Προφανώς στα μεταξωτά της Κίνας, τα μπαχαρικά της Ινδονησίας, και τα λιβάνια
του Κέρατος της Αφρικής.
Η
Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνει με
μεγάλη σαφήνεια, χάρη στις ιστορικές πηγές της, τις διαστάσεις κάθε πολιτισμού
και κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έτσι αναδεκνύεται
καλύτερα από τις ιστορικές πηγές η διάδοση μιας πίστης, μιας θρησκείας, ενός
μύθου, μιας δοξασίας, μιας παράδοσης ή ενός θρύλου. Μανιχεϊστικά κοπτικά κι
ελληνικά χειρόγραφα στην Αίγυπτο και αναφορές σε Μανιχαίους της βορειοδυτικής
Αφρικής και της Ρώμης σε λατινικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Ρωμανίας σε ρωμέικα
κείμενα, σε Μανιχαίους του Ισλαμικού Χαλιφάτου σε αραβικά και περσικά κείμενα,
σε Μανιχαίους της Κεντρικής Ασίας σε σογδιανικά και σε τουρκικά κείμενα, σε
Μανιχαίους της Κίνας σε κινεζικά κείμενα είναι από μόνα τους ένα παράδειγμα
πόσο μικρή σημασία έχουν στην Ιστορία τα κράτη, οι αυτοκρατορίες κι οι ηγεμόνες
και πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι απλοί άνθρωποι που μόνοι τους διέδωσαν την
πίστη τους παντού. Τι απέφεραν οι σασανιδικοί διωγμοί των Μανιχαίων που
ξεκίνησαν κατά προτροπή του Καρτίρ; Τίποτα! Βοήθησαν στο να είναι η θρησκεία
του Μάνη η πρώτη που διαδόθηκε σε όλη την έκταση ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον
Ειρηνικό!
Η Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών βασίζεται σε ιστορικές πηγές που καλύπτουν μια μοναδική ποικιλία γλωσσών κα γραφών: αρχαία αραμαϊκά, κινεζικά, αρχαία αχαιμενιδικά ιρανικά, παχλεβί παρθικά, σανσκριτικά, πρακριτικά, κουσανικά, μέσα περσικά, συριακά αραμαϊκά, σογδιανικά, μανιχεϊκά (γραφή επινοημένη από τον ίδιο τον Μάνη), χοτανικά, κοπτικά, αρχαία υεμενικά (: σαβαϊκά, χιμυαρικά, χαντράμι), αρχαία ελληνικά, λατινικά, ρωμέικα, γκεζ αξωμιτικά (της Αβησσυνίας), αρμενικά, γεωργιανικά, εβραϊκά, αραβικά, φαρσί, τσαγατάι τουρκικά, σελτζουκικά, οθωμανικά τουρκικά, ουρντού, ουϊγουρικά, μογγολικά, θιβετιανικά, μπενγκαλικά, παλί, δραβιδικά, αρχαία σλαυικά (σλαβονικά), κα. Έτσι, εμπράκτως καμμιά από αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘πιο σημαντική’ ή ‘ανώτερη’ γλώσσα και γραφή.
ΙΙ. Οι
Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστοριογραφία
Ως
μοναδικού εύρους, βάθους, ύψους και ποικιλίας τομέας των Ανθρωπιστικών
Επιστημών, η σημερινή ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και
των Λιβανωτών αποσυναρμολογεί ολότελα τα ψευτοϊστορικά δόγματα του
δυτικο-κεντρικού Κλασικισμού και του αποικιοκρατικού χαρακτήρα Οριενταλισμού.
Η
καταστροφή των ψευτοϊστορικών παρουσιάσεων των Γάλλων και των Άγγλων
ελληνιστών, λατινιστών κι οριενταλιστών είναι έτσι εμφανής σε όλους, γιατί οι
αυθαίρετοι αφορισμοί των αποικιοκρατών επιστημόνων του 18ου και του 19ου αιώνα
ξεγυμνώνονται σήμερα από μόνοι τους μπροστά στον τεράστιο πλούτο ενός απέραντου
ανθρωπίνου συνόλου, όπου
α. οι
Αρχαίοι ‘Ελληνες δεν απετέλεσαν παρά ένα από τα πάμπολλα έθνη που συμμετείχαν
στους Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών και καμμιά
ιστορική πηγή και κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν δείχνει ότι κάποιος τους
θεωρούσε ως κάτι το πιο σημαντικό από τα άλλα έθνη – ούτε κι οι ίδιοι ποτέ το
ισχυρίστηκαν.
β. ο
αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαμορφώθηκε υπό την συνεχή και καθοριστική
επίδραση των αρχαίων ανατολικών πολιτισμών, διασυσχετίσθηκε με πολλούς άλλους
πολιτισμούς, αλλά πολλοί Αρχαίοι Έλληνες προτίμησαν άλλα πολιτισμικά σύνολα και
αποδέχθηκαν στην Βακτριανή τον Βουδισμό και στον Πόντο, την Μικρά Ασία, την
Μακεδονία, την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Μεγάλη Ελλάδα άλλες θρησκείες και
φιλοσοφίες.
γ. Η
Ρώμη που είχε επηρεαστεί από την Αρχαία Ελλάδα στα χρόνια της Res Publica αρπάχθηκε από ένα ανεμοστρόβιλο ανατολικών μυστικισμών,
λατρειών, θρησκειών, φιλοσοφιών και μυθολογιών στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν
πλέον οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν γίνει απλοί μιμητές του τρόπου ζωής και
συμπεριφοράς, πομπής και χλιδής των Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων και Ιρανών προκατόχων
τους. Στην Ρώμη οι ανατολικές επιδράσεις έσβυσαν την πρότερη ελληνική, έτσι
όπως ανατολικές θρησκείες κατέκλυσαν την Ελλάδα πολύ πριν τον εκχριστιανισμό
της αυτοκρατορίας σβύννοντας κάθε έννοια ‘Ελληνισμού’ που αποικιοκρατικών
χρόνων Γάλλοι κι Άγγλοι ιστορικοί και ρατσιστές ιδεολόγοι επινόησαν.
δ. Η
Ευρώπη δεν είχε ποτέ καμμιά τοπική πολιτισμική ιδιαιτερότητα, ούτε ήταν το
έδαφος όπου αναπτύχθηκαν μεγάλοι αυτοφυείς και αυθεντικοί πολιτισμοί. Η Ευρώπη
ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια χερσόνησος της Ευρασίας όπου κατέφυγαν ποικίλα
έθνη, φύλα και πολιτισμικά στοιχεία από τα ανατολικά. Ακόμη χειρότερα, η Ευρώπη
δεν έζησε και δεν μπορούσε να ζήσει αυτοτελώς: ήταν συνεχώς εξαρτημένη από την
Ασία και την Αφρική. Και η Χριστιανωσύνη είναι βασικά μια ασιατική, αραμαϊκή
θρησκεία.
Ως
ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών συμβάλλουν
στην τελική ανατροπή ενός τεράστιου τομέα παραχάραξης της Ιστορίας: της
χαρτογραφίας. Οι περισσότεροι ιστορικοί χάρτες ήταν επί αιώνες πολλαπλώς
φαλικιδευμένοι έτσι ώστε να υποστηρίζουν εσφαλμένες ερμηνείες, ιστορικές παραποιήσεις,
ή αποκρύψεις της ιστορικής αλήθειας. Αυτό το γεγονός έπαιρνε συχνά την μορφή
λαθεμένου περιορισμού του χάρτη σε εκτάσεις εις τρόπον ώστε να αποκρύπτεται
σημαντικό τμήμα της επικράτειας ομόρων κρατών των οποίων η ισχύς ‘έπρεπε’ κατά
τους δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς οριενταλιστές και κλασικιστές να
παρουσιαστεί ως υποβαθμισμένη ή μειωμένη. Τυπικό παράδειγμα στην περίπτωση αυτή
ήταν οι χάρετες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που σχεδόν όλοι απέκρυπταν πάντοτε
το σύνολο της έκτασης του σασανιδικού Ιράν για να μην φανεί ότι το Ιράν έλεγχε
περισσότερη έκταση και ήταν μεγαλύτερο από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ως ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δίνουν ντε φάκτο ισότητα σε όλα τα συστατικά στοιχεία, σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος και σε όλα τα σημερινά έθνη και κράτη. Αυτό δεν είναι ένα καπρίτσιο κάποιων προϊδεασμένων ιστορικών και μεροληπτικών καθηγητών. Είναι η πραγματική Ιστορία κατά το παρελθόν και αποτελεί την σημερινή πραγματικότητα των Νέων Δρόμων του Μεταξιού που εισήγαγε η Κίνα ως πρόγραμμα παγκόσμιας ενοποίησης σε μια κοινότητα.
ΙΙΙ. Οι
Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Κοσμοθεωρία
Οπότε,
οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών από Ιστορία και
Ιστοριογραφία γίνονται έτσι μια Κοσμοθεωρία: μια νέα ματιά πάνω στην
Ανθρωπότητα και στην Παγκόσμια Ιστορία, μια συνενωτική (uni+versalist) προσπάθεια
στην οποία συμμετέχουν και συνυπάρχουν όλοι σε μια βάση ισότητας με απαγόρευση
της μισαλλοδοξίας, του εγωκεντρισμού, του εθνικισμού, του ρατσισμού και της
κάθε άρρωστης κι απάνθρωπης ιδέας περί ‘ανωτερότητας’ ενός έθνους ή πολιτισμού.
Αυτό είναι
μια μεγάλη προσέγγιση στην ιστορική αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο μόνος
τρόπος για να επιβιώσει έντιμα, ηθικά και δίκαια η Ανθρωπότητα χωρίς πολέμους
και χωρίς έχθρες. Έτσι, η παρανοϊκή και πατριδοκαπηλική ψευτιά του ρατσισμού θα
αντικατασταθεί από μια Οικουμένη πολυπολιτισμικής συνεργασίας κι
αλληλοκατανόησης, όπου όλα τα μέλη θα σέβονται το ένα το άλλο και κανένα δεν θα
επιχειρεί να ισχυριστεί ότι είναι ‘ανώτερο’ ή ‘αρχαιότερο’.
Η
εκκίνηση της Ανθρωπότητας είναι γνωστή και αδιαμφσιβήτητη: πολύ πριν υπάρξουν
Κίνα, Ινδία, Ιράν, Ελλάδα και Ρώμη υπήρχαν γραφές και κορυφαίοι πολιτισμοί στην
Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Αυτό κανένας δεν το είχε αρνηθεί μέχρι την
επικράτηση στα δυτικο-ευρωπαϊκά πανεπιστήμια μιας ρατσιστικής κλίκας που υπήρξε
υπεύθυνη για τα προαναφερμένα ψέμματα τα οποία έρχεται τώρα ο Νέος Δρόμος του
Μεταξιού να εξαφανίσει ολότελα. Και να η εφαρμογή:
Ιστορικό
Παρελθόν
Α. Ο
αρχαίος ρωμαϊκός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον κινεζικό
πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.
Β. Ο
αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον προϊσλαμικό
ιρανικό πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.
Πολιτικό
Παρόν
Α. Η
Γαλλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από την Τουρκία: είναι το ίδιο σημαντική.
Β. Η
Αγγλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από το Πακιστάν: είναι το ίδιο σημαντική.
Αυτές
τις πραγματικότητες αντανακλά σήμερα η Ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των
Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: οι πρότερον αποκομμένες η μία από την άλλη χώρες
αρχίζουν κι έρχονται σε επαφή μεταξύ τους: το Ουζμπεκιστάν κι η Κίνα, το
Καζακστάν και η Ινδία, το Πακιστάν κι η Νιγηρία, η Τουρκία κι η Ιαπωνία, το
Ιράν κι η Πολωνία, το Αζερμπαϊτζάν και το Σουδάν, κοκ.
Σε αυτό
το πλαίσιο, όλα αλλάζουν: αν έχεις παιδιά σε ηλικία για να πάνε στο
πανεπιστήμιο σήμερα, είναι προτιμώτερο να τα στείλεις στο Καράτσι παρά στο
Λονδίνο – αφού το Λονδίνο γίνεται σιγά-σιγά ένα αντίγραφο του Πακιστάν. Αντίστοιχα,
θα πρέπει να είναι κανείς τρελλός για να στείλει τα παιδιά του να σπουδάσουν
στην Σορβόνη: το Μπακού ή η Νουρσουλτάν είναι προτιμώτερες επιλογές. Εκτός κι
αν κάποιος θέλει να μάθουν τα παιδιά του βερβερικά (αμαζίγτ), οπότε αντί να τα
στείλει στην Καμπυλία της Αλγερίας, τα στέλνει στο Παρίσι.
Η ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών θα παίξει παγκοσμίως ένα καταλυτικό ρόλο στα προσεχή χρόνια και σε ακαδημαϊκό και σε εκπαιδευτικό-μορφωτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί σε πολλές διαστάσεις: παγκόσμια, διμερή και εθνική.
1.
Παγκόσμια διάσταση
Κάνοντας
λόγο για την παγκόσμια διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του
Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε σε σημαντικές αλλαγές
που θα συμβούν, όπως για παράδειγμα
α. Τα
κινεζικά θα γίνουν πιο σημαντική διεθνής γλώσσα από τα αγγλικά.
β. Τα
τουρκικά, τα ουρντού, τα χάουσα, και τα καζακικά θα γίνουν πιο σημαντικά από τα
γαλλικά, τα ιταλικά και τα πορτογαλικά.
γ.
Χώροι όπως η Κεντρική Ασία, ο Καύκασος, και η Ανατολική Αφρική θα αποκτήσουν
μεγαλύτερη σημασία από την Δυτική Ευρώπη σε επίπεδο πολιτισμικό, μορφωτικό και
εκπαιδευτικό.
δ. Τα
άκρα των Αρχαίων Δρόμων του Μεταξιού και του Νέου Δρόμου του Μεταξιού θα έχουν
αντίθετη λειτουργικότητα από αυτή που είχαν στην Αρχαιότητα.
Στην
Αρχαιότητα, τα άκρα ήταν η Ρώμη από την μια και από την άλλη η Κίνα, η
Ινδονησία κι η Ανατολική Αφρική.
Τα
ανατολικά άκρα πουλούσαν και η Ρώμη αγόραζε μετάξι, μπαχαρικά και λιβάνια.
Στο
προσεχές μέλλον, τα άκρα θα είναι η Κίνα κι η Ινδία από την μια και από την
άλλη η Γερμανία και η Ρωσσία.
Όμως
τώρα, τα δυτικά άκρα θα πουλούν υψηλή τεχνολογία κι ενέργεια και η Κίνα κι η
Ινδία θα αγοράζουν, για να πουλάνε στην συνέχεια μαζική παραγωγή σε όλο τον
υπόλοιπο κόσμο.
2.
Διμερής διάσταση
Κάνοντας
λόγο για την διμερή διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του
Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην
δομή των διμερών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες της αφρο-ευρασιατικής γήινης
επιφάνειας.
Οι
διμερείς σχέσεις δυο γειτονικών χωρών θα προσλάβουν εντελώς διαφορετική
διάσταση από αυτή που έχουν σήμερα. Σήμερα είναι ακόμη δυνατό να συναντούνται
διπλωμάτες κι υπουργοί δυο χωρών, να γνωρίζουν ο ένας ελάχιστα την χώρα του
άλλου, και να μιλούν αμφότεροι σε μια διεθνή γλώσσα. Αυτό θα πάψει να υφίσταται
προσεχώς και οι χώρες που δεν έχουν εξαιρετικά καλούς ειδικούς για την ιστορία,
την εθνογραφία, τον πολιτισμό, την οικονομία, την αρχαιολογία, την πολιτική και
την καθημερινή ζωή μιας διπλανής χώρας θα υφίστανται απώλειες και ζημιές
εξαιτίας της άγνοιας.
Αυτό
είναι φυσιολογικό: σε ένα κόσμο αυθαιρέτων ψευτοϊστορικών δογμάτων, η γνώση δεν
είναι πάντα χρήσιμη κι η άγνοια δεν είναι πάντα επιβλαβής. Αλλά σε ένα κόσμο
αλληλογνωριμίας και αλληλεξάρτησης, θα επιβιώσουν μόνον οι χώρες με τέλεια
τεχνογνωσία και εξονυχιστική μελέτη των άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει για
παράδειγμα ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να λειτουργούν τουλάχιστον ένα τουρκικό
πανεπιστήμιο, ένα ρωσσικό πανεπιστήμιο, ένα ιρανικό πανεπιστημιο, ένα πακιστανικό
πανεπιστήμιο, ένα κινεζικό πανεπιστήμιο, κοκ. Σε όλα αυτά, όλα τα μαθήματα όλων
σχολών θα γίνονται στην επίσημη γλώσσα της
χώρας από την οποία θα εξαρτώνται όλα αυτά τα πανεπιστήμια. Το
‘ψωμοτύρι’ των αγγλικών τελείωσε.
Ούτε η
Ρώμη με τα λατινικά της είναι πια ένα παράδειγμα, ούτε κι η Αθήνα με την αττική
της διάλεκτο. Για να πάρετε μια ιδέα για μελλοντικά παραδείγματα μορφωτικών
κέντρων, ψάξτε να δείτε πόσες γλώσσες μιλούσαν και πόσες γραφές έγραφαν
– οι βασιλικοί
γραφείς της Ουγκαρίτ στην Χαναάν της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας
– οι
φαραωνικοί γραφείς των Θηβών της Αιγύπτου της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας
– οι
αυτοκρατορικοί γραφείς της Περσέπολης στα αχαιμενιδικά χρόνια
– οι
αυτοκρατορικοί γραφείς του Ιστάχρ στο Ιράν κατά τα σασανιδικά χρόνια
–
ορισμένοι μοναχοί και μοναστήρια της Ρωμανίας ή της Δυτικής Ευρώπης
– οι
χαλιφατικοί γραφείς κι οι επιστήμονες της αβασιδικής Βαγδάτης τον 8ο – 12ο αι.
– οι
βασιλικοί γραφείς κι οι επιστήμονες μεγάλων μορφωτικών κέντρων του ισλαμικού
κόσμου όπως η Μαραγέ, η Σαμαρκάνδη, το Εσφαχάν, η Άγκρα, το Δελχί και η
Σταμπούλ ή επίσης στην Ανδαλουσία, το Καϊρουάν και το Κάιρο.
Το 2030
ένας καλά εφοδιασμένος για την ζωή 20άρης θα πρέπει να είναι κοντά στο επίπεδο
των 10 ξένων γλωσσών. Αυτός είναι ο κόσμος του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.
3.
Εθνική διάσταση
Κάνοντας
λόγο για την εθνική διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του
Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην
δομή της εκπαίδευσης και της παιδείας μιας χώρας που θέλει να είναι ένα ισχυρό
συμβαλλόμενο μέρος στην νέα διαμορφούμενη κατάσταση του Νέου Δρόμου του
Μεταξιού.
Πιο
συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην σημερινή Ελλάδα της οποίας η κάκιστη κι ολότελα
αναποτελεσματική εκπαίδευση κρατάει όλους τους Έλληνες αιχμάλωτους διεστραμμένων
ιδεολογιών, ψευτοϊστορικών δογμάτων και μη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της
αρχαιοελληνικής παιδείας. Από την ελληνική εκπαίδευση πρέπει λοιπόν να
αποβληθούν άχρηστοι συγγραφείς και κείμενα και αυτά να αντικατασταθούν από
άλλα.
Θα
πρέπει να πεταχθούν εκτός νεοελληνικής εκπαίδευσης οι εξής αρχαιοελληνικοί
συγγραφείς:
Θουκυδίδης,
Αριστοτέλης, Ηρόδοτος, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Λυσίας, Τραγικοί, Αρχαία Κωμωδία
Θα
πρέπει να διατηρηθούν ως βάσεις της νεοελληνικής εκπαίδευσης ή να
αντικαταστήσουν τους παραπάνω οι εξής αρχαιοελληνικοί συγγραφείς:
Θα
πρέπει να προστεθούν κείμενα Γνωστικών, Μανιχαίων (Πίστις Σοφία), κείμενα των
Πατέρων της Εκκλησίας, και συγγραφείς και χρονικογράφοι των χρόνων της
Ρωμανίας:
Και θα
πρέπει να παρουσιαστούν επιλογές κειμένων και βιογραφικά σημαντικών συγγραφέων
που εκπροσωπούν τους σημαντικώτερους ασιατικούς κι αφρικανικούς πολιτισμούς. Έτσι,
θα εξοικειωθούν οι αημερινοί απληροφόρητοι κι αποκομμένοι από τον κόσμο Έλληνες
με την υπαρκτή πραγματικότητα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και με το παρελθόν
των εθνών με τα οποία θα συνυπάρξει η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο μέρος, αν θέλει να
επιβιώσει.
Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών – από Ιστορία, Ιστοριογραφία και Κοσμοθεωρία που ήταν και είναι – γίνονται το προοίμιο ενός Νέου Κόσμου, ολόκληρης της Οικουμένης από την οποία όμως θα απουσιάζουν τα τερατουργηματικά κράτη Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ που βούλιαξαν όλη την Ανθρωπότητα σε τραυματικές πολεμικές εμπειρίες, αποικιοκρατικού χαρακτήρα γενοκτονίες, ρατσισμούς, και άλλες ιδεολογικές διαστροφές. Τώρα η Δύση θα σβύσει. Όποιος την εγκαταλείψει νωρίτερα σώζεται.