Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσσης: Καίρια Ιστορική Πηγή για τους Δρόμους του Μεταξιού, των Λιβανωτών και των Μπαχαρικών τον 1ο Χριστιανικό Αιώνα

Το κείμενο αυτό χρονολογείται εύκολα χάρη στην αναφορά του στον βασιλιά Μαλίχο του ναβατηνού αραμαϊκού βασιλείου Ρέκεμ (Πέτρα στην Ιορδανία). Τοποθετείται λοιπόν στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα. Ως κείμενο δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο: στην πρόσφατη (1994) νεοελληνική έκδοση του κείμενου (με τεράστιο ιστορικό υπομνηματισμό από τον Έλληνα ανατολιστή καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη) η μετάφραση πιάνει 22 σελίδες.

Ο συγγραφέας του κειμένου ήταν ένας Αλεξανδρινός Αιγύπτιος έμπορος και καπετάνιος που συχνά ταξίδευε στα μέρη που περιγράφει στο κείμενό του. Αυτό, το καταλαβαίνουμε και επειδή το χρονολογικό σύστημα που επικαλείται ήταν το αρχαίο αιγυπτιακό και επειδή στα αρχαία ελληνικά του εντοπίζονται αρκετά λάθη. Έγραψε το κείμενό του στα αρχαία ελληνικά για να έχει αυτό ευρύτερη χρήση χάρη στα αντίγραφα στα οποία θα κυκλοφοούσε και τα οποία θα αγοράζονταν από ελληνόγλωσσους εμπόρους και καπετάνιους των οποίων η ζωή ήταν συνυφασμένη με την ναυσιπλοΐα και το εμπόριο στις περιοχές που αναφέρονται στο κείμενο. Επίσης, υπήρχαν αρκετές ελληνόφωνες κοινότητες σε πολλά λιμάνια κι εμπορεία της ευρύτερης περιοχής, όπως στην Πτολεμαΐδα Θηρών (σύχγρονο Σουάκιν στα παράλια του Σουδάν) και στην Διοσκουρίδου Νήσον (σύγχρονη Σοκότρα).

Το σχετικά μικρό κείμενο είναι βασικά ένας οδηγός προς ναυτιλλομένους. Περιλαμβάνει διαδοχικά τα λιμάνια και τα εμπορεία προς τα οποία έπλεαν και, παραθέτοντας όλα αυτά, δείχνει ολόκληρο το δίκτυο εμπορικών ανταλλαγών και ναυσιπλοΐας ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Κίνα. Παρέχονται πληροφορίες για το πότε έπλεαν προς ορισμένες περιοχές, έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται τους ούριους ανέμους και τα διάφορα καιρικά φαινόμενα που επικρατούν στις περιοχές στις οποίες αναφέρεται το κείμενο. Απαριθμούνται λεπτομερειακά όλα τα κατά τόπους εμπορεύματα τα οποία εισάγονταν και εξάγονταν. Και πάνω σε αυτή την βάση, ο ανώνυμος συγγραφέας (που μεταγενέστεροι αντιγραφείς χειρογράφων στα χριστιανικά μοναστήρια τον είχαν λαθεμένα ταυτίσει με τον Αρριανό) προσθέτει επιπλέον στοιχεία για την τοπική εξουσία των βασιλέων (μοναρχία) ή των γερόντων (δημοκρατία), για χερσαίους δρόμους εμπορίου προς τα ενδότερα των κατά τόπους παραλίων, και για διάφορες τοπικές δοξασίες, παραδόσεις ή συνήθειες.

Για τον κάθε σύγχρονο αναγνώστη, ο ίδιος ο τίτλος αποτελεί μια πρωτοφανή …. ‘απάτη’! Αυτό ισχύει επειδή ό,τι ονόμαζαν στα ρωμαϊκά χρόνια ‘Ερυθρά Θάλασσα’, δεν είναι αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε Ερυθρά Θάλασσα. Αυτό το σημείο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Σήμερα, εμείς ονομάζουμε Ερυθρά Θάλασσα (σε όλες τις γλώσσες) τον υδάτινο όγκο ο οποίος περιορίζεται ανάμεσα στο Σουέζ και τα Στενά Μπαμπ αλ Μάντεμπ ανάμεσα στο Τζιμπουτί και την Υεμένη. Σύμφωνα με αυτόν τον όρο, παράλια στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν μόνον οι εξής χώρες: Αίγυπτος, Σουδάν, Ερυθραία και Τζιμπουτί – από αφρικανικής πλευράς, δηλαδή στα δυτικά της Ερυθράς Θαλάσσης – και Υεμένη, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία και Παλαιστίνη (υπό ισραηλινή κατοχή) – από ασιατικής πλευράς, δηλαδή στα ανατολικά της Ερυθράς Θαλάσσης.

Μόνο που ό,τι εμείς αποκαλούμε Ερυθρά Θάλασσα είναι ένα πολύ μικρό τμήμα του τι ονόμαζαν ‘Ερυθρά Θάλασσα’ κατά την Αρχαιότητα.

Πριν από τα νεώτερα χρόνια και την τότε εξάπλωση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών και διαστρεβλωτών της Ιστορίας, Ερυθρά Θάλασσα (Mare Rubrum στα λατινικά) σήμαινε τον θαλάσσιο όγκο των εξής περιοχών:

α. το τι σήμερα ονομάζουμε Ερυθρά Θάλασσα,

β. τον Περσικό Κόλπο,

γ. τον ‘Ινδικό’ Ωκεανό,

δ. τις θάλασσες της Νοτιοανατολικής Ασίας και Ινδονησίας, και

ε. τις θάλασσες ανοικτά των παραλίων της Κίνας.

Με άλλα λόγια, για τους αρχαίους λαούς, για τους οποίους δεν υπήρχε το ψέμμα του τάχα ‘Ινδικού’ Ωκεανού,

α. όλα τα ανατολικά αφρικανικά παράλια νότια μέχρι την Μοζαμβίκη (που ήταν ήδη γνωστή χάρη στο εμπόριο και την ναυσιπλοΐα),

β. όλα τα παράλια της Υεμένης, του Χαντραμάουντ, του Ομάν και της αραβικής χερσονήσου γενικώτερα (είτε τα δυτικά είτε τα ανατολικά),

γ. όλα τα παράλια των συγχρόνων κρατών Ιράν και Πακιστάν,

δ. όλα τα παράλια του ψευτο-κράτους και ψευτο-έθνους ‘Ινδία’ (σε όλες τις αρχαίες γλώσσες, ‘Ινδία’ είναι μόνον μια μικρή έκταση γύρω απο τον ρου του Ινδικού Ωκεανού)

ε. όλα τα παράλια των κρατών: Μυανμάρ, Ταϋλάνδη (Σιάμ), Μαλαισία, Ινδονησία, Καμπότζη, Βιετνάμ, Φιλιππίνες και Κίνα

περιβρέχονταν από την ‘Ερυθρά Θάλασσα’.

Και γι’ αυτό και ο ανώνμυμος Αλεξανδρινός Αιγύπτιος καπετάνιος και έμπορος που συνέγραψε αυτό το κείμενο για την ναυσιπλοΐα και το εμπόριο στα παράλια όλων αυτών των περιοχών ονόμασε το κείμενό του ‘Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης’.

Και βεβαίως δεν ήταν ο πρώτος! Τριακόσια χρόνια νωρίτερα, κατά τον 3ο προχριστιανικό αιώνα, ο Αγαθαρχίδης έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον (και πολύ μεγαλύτερο) κείμενο ‘Περί της Ερυθράς Θαλάσσης’, στο οποίο μάλιστα κατέγραψε και τους λόγους για τους οποίους ο τεράστιος θαλάσσιος όγκος αυτός ονομάζεται έτσι. Αναφέρθηκε λοιπόν σε ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο συμβαίνει στις ακτές του Χαντραμάουντ, δηλαδή στα ανατολικά άκρα της σημερινής Νότιας Υεμένης. Επειδή εκεί το χρώμα της θάλασσας παίρνει κόκκινες ανταύγειες το πρωΐ, ονομάστηκε όλος ο θαλάσσιος όγκος ‘Ερυθρά Θάλασσα’.

Με άλλα λόγια, η αιτία, για την οποία ονομάστηκε, κατά την Αρχαιότητα, Ερυθρά Θάλασσα ο θαλάσσιος όγκος πέρα από τα νότια παράλια της Ασίας και τα ανατολικά παραλίων της Αφρικής, είναι ένα περαστατικό το οποίο συνέβαινε στην θάλασσα που κακώς εμείς σήμερα ονομάζουμε ‘Ινδικό’ Ωκεανό.

Το κείμενο του Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης στα αρχικά τμήματά του διαλαμβάνει βασικά δύο ‘δρομολόγια’, αν και αυτά συχνά-πυκνά διαπλέκονταν:

1. Ναυσιπλοΐα από την Αρσινόη (: το σημερινό Σουέζ) κατά μήκος των ανατολικών αφρικανικών ακτών μέχρι το Κέρας της Αφρικής (‘Ακρωτήριο Αρωμάτων’) και πέρα νοτιώτερα μέχρι τα Ραπτά, ένα εμπορείο και λιμάνι που ταυτίζεται με το σημερινό Νταρεσαλάαμ στις ακτές της Τανζανίας

και

2. Ναυσιπλοΐα από την Αρσινόη (: το σημερινό Σουέζ)

α) κατά μήκος των δυτικών ακτών της αραβικής χερσονήσου μέχρι την Λευκή Κώμη (όπου υπήρχε ρωμαϊκό στρατόπεδο και φρουρά λόγω των καλών σχέσεων της Ρώμης με το αραμαϊκό βασίλειο των Ναβατηνών το οποίο έλεγχε τις σημερινές εκτάσεις της Ιορδανίας και της ΒΔ Σαουδικής Αραβία),

β) στην συνέχεια, διάπλους της Ερυθράς Θαλάσσης μακριά από τις ακτές των βαρβάρων Αράβων μέχρι τα νησιά Φαρασάν (Κατακεκαυμένη Νήσος),

γ) περίπλους των ακτών της Υεμένης, του Χαντραμάουντ και του Ομάν μέχρι τα Στενά του Ορμούζ,

δ) περίπλους των ακτών του Ιράν, του Πακιστάν και της δυτικής Ινδίας μέχρι το ακρωτήριο Κομορίν και την Σρι Λάνκα (Ταπροβάνη ή και Παλαισιμούνδου)

ε) περίπλους των ακτών της ανατολικής Ινδίας μέχρι την ‘Χρυσή’, όνομα με το οποίο αποκαλούνταν συγκεφαλαιωτικά η Ινδοκίνα κι η Ινδονησία, και

στ) άφιξη των εμπορικών σκαφών στα παράλια της Κίνας.

Σε όλο το παραπάνω σχεδιάγραμμα προστίθενται και δύο επιπλέον δρομολόγια, τα οποία αποδεικνύουν τέλεια γνώση των ετησίων ανέμων των τροπικών ζωνών (δηλαδή των μουσώνων) και της τότε φοράς των ανέμων εκ μέρους των τότε θαλασσοπόρων:

Ι) Είτε κάποιος είχε περιπλεύσει τα αφρικανικά παράλια μέχρι το Ρας Ασίιρ (όπως αποκαλούν σήμερα οι Σομαλοί το Κέρας της Αφρικής), ακολουθώντας το παραπάνω δρομολόγιο 1, είτε κάποιος είχε πλεύσει μέχρι το σημερινό Άντεν (Ευδαίμων Αραβία στα αρχαία ελληνικά) από τα ανοικτά των σημερινών σαουδαραβικών ακτών κι έπειτα κατά μήκος των υεμενικών παραλίων σε κοντινή απόσταση από τις ακτές, ακολουθώνας το παραπάνω δρομολόγιο 2 (2α – 2γ), …..

… στην περίοδο των μουσώνων μπορούσε από τον Κόλπο του Άντεν και το Κέρας της Αφρικής να διαπλεύσει κατ’ ευθείαν προς τα δυτικά παράλια της ‘Ινδίας’ (κατ’ ουσίαν του Ντεκάν), δηλαδή την ακτή του Μαλαμπάρ. Έτσι, η ναυσιπλοΐα γινόταν πολύ συντομώτερη και αποπλέοντας από την Αρσινόη (Σουέζ) κάποιος χρειαζόταν πολύ λιγώτερο χρόνο για να φτάσει στην ακτή του Μαλαμπάρ παρά στα σημερινά παράλια της Τανζανίας. Αλλά – επαναλαμβάνω – αυτό δεν συνέβαινε παρά μόνον στην περίοδο των μουσώνων. Η ναυσιπλοΐα στην ευρύτερη περιοχή περιλάμβανε ως εκ τούτου και διαστήματα μακράς παραμονής σε λιμάνια και εμπορεία, καθώς οι καπετάνιοι περίμεναν τον κατάλληλο καιρό για να σαλπάρουν.  

ΙΙ) Τέλος, τα ανατολικά αφρικανικά παράλια δεν ήταν σημαντικός τόπος μόνον για το εμπόριο προϊόντων από και προς την περιοχή εκείνη. Ήταν επίσης πολύ σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου από την Ινδονησία (‘Χρυσή’). Πλέοντας πάνω σε μικρά, ‘ραπτά’ σκάφη, τα οποία χάρη στην σωστή γνώση των ούριων ανέμων και των νυκτερινών αστερισμών έπλεαν με τεράστιες ταχύτητες, Ινδονήσιοι έφερναν στα Ραπτά (: Νταρεσαλάαμ) τα προϊόντα τους κι οι Υεμενίτες και Αλεξανδρινοί καπετάνιοι κι έμποροι δεν χρειάζονταν να ταξιδέψουν παραπέρα. Τα αγόραζαν εκεί και τα διοχέτευαν αντίστοιχα στην Υεμένη, την Αραβία, την Μεσοποταμία, το Ιράν και την Κεντρική Ασία (οι Υεμενίτες) ή την Μερόη (: αρχαία Αιθιοπία, δηλαδή το σημερινό Σουδάν), την Αίγυπτο, την Μεσόγειο και την Ρώμη (οι Αλεξανδρινοί). 

Το τότε λιμάνι και εμπορείο στο σύγχρονο Νταρεσαλάαμ της Τανζανίας είχε ονομαστεί Ραπτά από τα ραπτά πλοιάρια που έρχονταν από την Χρυσή (Ινδονησία) και που Αλεξανδρινοί κι Υεμενίτες συναντούσαν μόνον εκεί κι όχι βορειώτερα. Η απόσταση που διάνυαν αυτά τα μικρά σκάφη ήταν περίπου 7000 χμ!

Το αρχαίο εμπόριο και η ναυσιπλοΐα τύχαιναν κρατικής προστασίας από τα διάφορα βασίλεια της εποχής αλλά βασικά ήταν θέμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, εμπορικού κέρδους, και γενικώτερα του τι σήμερα ονομάζουμε ‘οικονομία της αγοράς’.

Κεντρική θέση στο όλο εμπόριο μεταξύ Ρωμαϊκής Αιγύπτου, Ανατολικής Αφρικής, και Κίνας κατέχουν το λιβάνι, η σμύρνα και εν γένει όλα τα προϊόντα που αποκαλούνταν ‘αρώματα’ (: λιβανωτοί). Το ίδιο το Κέρας της Αφρικής ονομαζόταν Αρώματα, επειδή κοντά στο ακρωτήριο Ρας Ασίιρ (Cape Guardafui κατά τους νεώτερους δυτικούς καπετάνιους) υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις με λιβανόδενδρα. Σήμερα ακόμη η Σομαλία είναι από τις πιο σημαντικές χώρες παραγωγής λιβανιού, σμύρνας και άλλων παρεμφερών προϊόντων. Ακόμη περισσότερο, το αρχαίο υεμενικό βασίλειο του Χαντραμάουντ ονομαζόταν στα αρχαία ελληνικά ‘Λιβανωτοφόρος Χώρα’. Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης προσφέρει πολλές λεπτομέρειες για τα θέματα αυτά.

Ο Έλληνας ανατολιστής καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης δημοσιεύοντας το αρχαίο ελληνικό κείμενο σε μία μνημειώδη έκδοση (1994) με μεγάλο πρόλογο, τεράστια εισαγωγή κι απίστευτο αριθμό σημειώσεων, παρουσιάζει τις κατά τόπους εξουσίες και βασίλεια που πριν από σχεδόν 2000 χρόνια είχαν αποτελέσει τους στυλοβάτες των κατά ξηράν, έρημον και θάλασσαν Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και Λιβανωτών. Ο πρόλογος του συγκεκριμένου βιβλίου περιλαμβάνει μια σειρά από ιστοριογραφικά θέματα και δίνει μια σύντομη αλλά πλήρη και ανάγλυφη εικόνα της Αφρικής, της Ασίας, και της Ευρώπης των χρόνων του Νέρωνα. Τον αναδημοσιεύω ολόκληρο στο τέλος της παρούσας ανάρτησης.

Το βιβλίο του καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη ‘Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσση’ βρίσκεται online ολόκληρο εδώ: https://periplusmariserythraei.wordpress.com/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/1-εξώφυλλο-περιεχόμενα-πρόλογος/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/2-εισαγωγή/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/3-σχόλια-της-εισαγωγής-α/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/4-σχόλια-της-εισαγωγής-β/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/5-κείμενο-μετάφραση/

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/category/6-σχόλια-παράρτημα/

Με το παρακάτω βίντεο μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για το πως διεξάγεται σήμερα το εμπόριο λιβανωτών στο Ομάν και την Υεμένη. Είναι μια παραγωγή του BBC (2009) που δεν προσφέρει ολική εικόνα της κατάστασης αλλά δίνει αρκετά σωστά τα πλαίσια μέσα στα οποία διεξάγεται το συγκεκριμένο εμπόριο στις δυο χώρες αυτές. Στο μέλλον θα ανεβάσω και τα άλλα τρία βίντεο που πρόβαλε το αγγλικό τηλεοπτικό κανάλι για το ίδιο θέμα στην Σαουδική Αραβία, την Συρο-Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Άλλες σημαντικές χώρες για την παραγωγή λιβανιού και σμύρνας είναι η Σομαλία (όπως προανέφερα), η Ερυθραία, το Σουδάν και το Πακιστάν (κυρίως οι νότιες επαρχίες του, δηλαδή το Μπαλουτσιστάν, η αρχαία Γεδρωσία).

Δείτε το βίντεο:

Оман, Йемен и Саудовская Аравия – тропа ладана

https://ok.ru/video/1700665494125

Περισσότερα:

Оман, Йемен и Саудовская Аравия Тропа ладана

Ладанные деревья в оазисе Вади-Дауках и руины оазиса Шист-Вубар, через который проходил караванный путь, а также порты Хор-Рори и Аль-Балид, являются живым свидетельством торговли ладаном, процветавшей в этом регионе многие столетия. Ладан являлся одним из важнейших товаров в античном мире и в эпоху средневековья.

Данные археологические памятники Омана являются отражением периода производства и торговли ладаном –  одним из главных предметов роскоши в античной торговле от Средиземноморья и Красного моря до Месопотамии, Индии и Китая. Эти памятники представляют собой выдающееся свидетельство процветающей цивилизации в Южной Аравии от неолита до позднего исламского периода. Оазис Шишр и порты Хор-Рори и Аль-Балид являются превосходными примерами средневековых укреплённых поселений в регионе Персидского залива.

https://ru.unesco.org/silkroad/silk-road-themes/world-heritage-sites/drevniy-torgovyy-put-tropa-ladana

Δείτε το βίντεο:

Оман, Йемен и Саудовская Аравия – тропа ладана

https://vk.com/video434648441_456240495

Περισσότερα:

Древний торговый путь «Тропа ладана»

Когда на побережье Оманского залива (читай – в столичном Маскате) стоит нестерпимая летняя жара, то тогда большинство населения города пытается спастись от нее в горах Джебель-Ахдар. Температурная разница между двумя регионами тут весьма существенна. В долине раскаленное 40-градусное  пекло, а в горах – всегда на 20 градусов меньше, с краткими утренними туманами и ночной прохладой.

Мы проедем по старинному караванному пути «Тропе ладана» (взят под охрану ЮНЕСКО), который на протяжении 50 веков (упоминается с III тысячелетия до нашей эры) был главной торговой артерией полуострова. Ладан – ароматическая смола, выделяемая ладанными деревьями, многие века была единственным источником доходов местного населения, живущего в аравийской пустыне. Ладанные деревья обладают уникальной особенностью: их глубокие корни впитывают содержащиеся в почве нефтепродукты, которые потом выпотеваются на стволе в виде ароматических смоляных образований.

Считалось, что дым от ладана предохраняет от инфекций и обеззараживает, поэтому он активно использовался в медицине. Согласно Библии, ладан был одним из 3 даров, которые волхвы преподнесли Божьему Сыну. Эта драгоценная ароматическая смола настолько высоко ценилась в прежние времена, что ее стоимость оценивалась буквально на вес золота.

http://voyage.rusverlag.de/2020/01/23/99542/

Δείτε το βίντεο:

Oman, Yemen and Saudi Arabia – The Frankincense Trail – I (BBC)

https://orientalgreeks.livejournal.com/26476.html

Περισσότερα:

Oman, Yemen and Saudi Arabia – The Frankincense Trail

Episode 1 of 4

Series in which intrepid presenter Kate Humble follows the ancient frankincense trade route of Arabia across the amazing modern world of the Middle East. Kate’s journey along the 2,000-mile trail that first connected the Arab world with the West takes her on a quest that’s steeped in history, searing with desert heat, and full of characters and adventure.

For 3,000 years before the birth of Christ, frankincense was more valuable than gold. Its sweet smelling aromatic smoke was treasured by Pharaohs and Caesars, and their insatiable demand for frankincense created a trade route from the southern coast of Oman to the Holy Lands. Vast camel caravans carried thousands of tons of frankincense over tribal lands constituting the modern-day Middle East. Following the trail, Kate finds modernity coexisting with ancient traditions as she discovers what it means to be a Western woman in Arabia.

Kate begins her epic journey following high in the hills of southern Oman. With her own supply of the precious resin, she walks with the Al Mahri tribe – the descendants of the ancient traders – and their 300 camels along the original trail through the scorching Empty Quarter desert. Crossing into Yemen, Kate arrives at the world’s first skyscraper city, where her frankincense is used at the ritual blessing of a newborn baby. From the modern frankincense trade capital of Aden to an incredible camel-jumping contest, Kate journeys north and enters the mysterious Kingdom of Saudi Arabia.

https://www.bbc.co.uk/programmes/b00mfcf9

Δείτε το βίντεο:

Ομάν, Υεμένη και Σαουδική Αραβία – Στα ίχνη του Λιβανιού

Περισσότερα:

Η εμπορική αξία του λιβανιού, κατά τα αρχαία χρόνια, ισούταν με αυτή του χρυσού και για τον λόγο αυτό η χρήση του γινόταν με φειδώ. Το λιβάνι στην λατρευτική ζωή των αρχαίων δεν αποτελούσε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του ιερατείου, αλλά μπορούσε ο κάθε απλός πολίτης να προσφέρει θυμίαμα σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας σε καθορισμένους βωμούς. Στα αρχαία συγγράμματα διαβάζουμε ότι ακόμα και οι στρατηγοί συνήθιζαν πριν την μάχη να προσφέρουν θυμίαμα, για να κατευνάσουν τον θεό, αλλά και μετά την μάχη, για να τον ευχαριστήσουν. Η καύση του θυμιάματος γινόταν δίχως προσμίξεις αρωματικών ελαίων, αλλά με ποικιλίες αρωματικών ρητινών, κάθε μια από τις οποίες είχε το δικό της ιδιαίτερο άρωμα. Για το λόγο αυτό συχνά αναμιγνύονταν δύο ή και περισσότερες ποικιλίες.

Θυμιάματα και Λιβάνια

Το βιβλίο του καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη ‘Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης’ βρίσκεται online ολόκληρο εδώ:

https://periplusmariserythraei.wordpress.com/

—————————————————————————

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

==============================================

Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης

Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης

Πρόλογος

Νίσιβη – Νουσαϋμπίν: Καραβανούπολη, Κέντρο της Αραμαϊκής Μονοφυσιτικής Χριστιανωσύνης και Πέρασμα Μανιχαίων, όπως την περιγράφει ο Ανατολιστής καθ. Μεγαλομμάτης

Αναδημοσιεύω εδώ το τέταρτο από τα έξι κεφάλαια του βιβλίου του Έλληνα Ανατολιστή καθ.  Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη Έξι Άστρα της Ανατολής’ (εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1994). Αποσπάσματα του κεφαλαίου μαζί με επιπρόσθετες φωτογραφίες είχα αναρτήσει πριν από σχεδόν δέκα χρόνια ως βίντεο. Αναρτώ εκνέου το εν λόγω βίντεο, καθώς και το εισαγωγικό κείμενο που είχα τότε γράψει. Σε κάποιες από τις αναρτήσεις του βίντεο σε ρωσσικά σάιτς θα βρείτε αποσπάσματα από βιβλιοπαρουσιάσεις του συγκεκριμένου βιβλίου στα αγγλικά και στα ρωσσικά. 

Η Νίσιβη είναι σήμερα μια μικρή πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας ακριβώς πάνω στην τουρκοσυριακή μεθόριο, κάπου 110-120 χμ δυτικά από το τριεθνές σημείο Τουρκίας, Ιράκ, και Συρίας. Από την άλλη πλευρά των συνόρων βρίσκεται η συριακή πόλη Καμισλί. Η πόλη αυτή είναι ένα ανιστόρητο παρασκεύασμα της γαλλικής αποικιοκρατίας: δεν υπήρξε ποτέ μια ιστορική πόλη ονόματι Καμισλί. Υπήρξε μόνον η Νίσιβη η οποία διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα μετά το τέλος του Α’ ΠΠ και την αγγλογαλλική μοιρασιά των νοτίων εκτάσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα όπως και παλαιότερα τα δυο τμήματα της διαιρεμένης Νίσιβης αποτελούν ένα ενιαίο οικιστικό σύνολο. Όταν οι Γάλλοι αποικιοκράτες απέσπασαν το νότιο τμήμα της Νίσιβης, του έδωσαν το ψευτο-όνομα Καμισλί, κάτι που συνέχισαν όλα τα άχρηστα κι αυτοκαταστροφικά νεο-αποικιοκρατικά κατεστημένα της ψευτοχώρας ‘Συρία’ μέχρι σήμερα.

Ο σιδηρόδρομος Βερολίνου – Βαγδάτης (μέσω Καισάρειας) διερχόταν από την Νίσιβη και αυτό αναβάθμισε την μικρή Νουσαϋμπίν του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Όταν η ευρύτερη περιοχή μοιράστηκε από τα εγκληματικά σχέδια των Άγγλων και Γάλλων αποικιοκρατών (σύμφωνο Sykes – Picot), τότε προκλήθηκε το ανιστόρητο σύγχρονο γεωπολιτικό έκτρωμα της Μέσης Ανατολής και η σιδηροδρομική γραμμή, αντί να συνδέει απ’ ευθείας δύο χώρες (Τουρκία και Ιράκ), περιέβαλε και μια τρίτη, ενδιάμεση: την Συρία.

Έτσι, από την Νουσαϋμπίν και για μια απόσταση 100-120 χμ η η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει το βορειοανατολικό άκρο της Συρίας και μετά εισέρχεται στο Ιράκ. Αυτό δείχνει πόσο ψεύτικα ήταν παντού και πάντοτε τα σύνορα που προέκυψαν από παρέμβαση αποικιοκρατικών δυνάμεων. Χαράχτηκαν όλα τους με σκοπό να χρησιμοποιηθούν αργότερα για πρόκληση προβλημάτων. Έτσι λοιπόν, όταν στις δεκαετίες του 1970 και 1980, τα μπααθικά καθεστώτα του Ιράκ και της Συρίας ήρθαν σε σύγκρουση αναμεταξύ τους, το Ιράκ αυτόματα αποκόπηκε σιδηροδρομικώς από την Τουρκία, επειδή η Συρία έκλεισε τα προς το Ιράκ σύνορά της. Τότε, η Νουσαϋμπίν έγινε η απόληξη του σιδηροδρομικού δικτύου της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΰν, η σύνδεση Άγκυρας – Βαγδάτης επαναλήφθηκε για λίγα χρόνια, για να σταματήσει το 2011 με τον συριακό εμφύλιο.

Η ιστορική συνέχεια της Νίσιβης ξεπερνάει 4500-5000 χρόνια συνεχούς κατοίκησης. Το όνομα της πόλης είναι ασσυριακό (Νασιμπίνα) και μετά τον 7ο προχριστιανικό αιώνα ο χώρος κατοικήθηκε από Αραμαίους. Η Νασιμπίν, όπως ονομάζεται στα αραμαϊκά, ήταν μια μεγάλη καραβανούπολη στους δρόμους ανάμεσα στην Μεσοποταμία, το Ιράν, την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο από την μια και την Ανατολία και την Συροπαλαιστίνη από την άλλη. Με άλλα λόγια, η Νίσιβη ήταν σημαντικός κόμβος στο Εμπόριο Δύσης και Ανατολής πάνω στους Δρόμους του Μεταξιού όπως και η Χάτρα στο βορειοδυτικό Ιράκ, η Δούρα Ευρωπός και η Παλμύρα (Ταντμόρ) στη Συρία, και η Ρέκεμ (Πέτρα) στην Ιορδανία.

Η πόλη δεν ήταν ποτέ ισχυρό κέντρο βασιλικής εξουσίας, όπως η Ούρφα (Ουρχόη ή Έδεσσα της Οσροηνής), η Κομμαγηνή  και η Άμιδα – Ντιγιάρμπεκιρ, αλλά υπήρξε επίσης κορυφαίο πνευματικό, επιστημονικό, ακαδημαϊκό κέντρο των χριστιανικών και των πρώιμων ισλαμικών χρόνων. Η Νασιμπίν ήταν τότε και παρέμεινε έκτοτε η πρωτεύουσα του Τουρ Αμπντίν, του λεγόμενου Άθω της Μεσοποταμίας. Υπήρχαν πάνω από 30 τεράστια μοναστήρια, θεολογικά κέντρα με απέραντες βιβλιοθήκες, στο βορειοανατολικό αυτό υψίπεδο της Μεσοποταμίας όπου βρισκόταν το επίκεντρο του αραμαϊκού μονοφυσιτισμού. Μόνον η Αντιόχεια κι η Αλεξάνδρεια μπορούσαν να παραβληθούν με την Νίσιβη στην δεινότητα των θεολογικών επιχειρημάτων, ερίδων και συγγραμμάτων.

Γενικά – εισαγωγικά:

https://dergipark.org.tr/tr/download/article-file/781055

https://www.livius.org/articles/place/nisibis-nusaybin/

http://www.iranicaonline.org/articles/nisibis-city-in-northern-mesopotamia

https://gedsh.bethmardutho.org/Mushe-of-Nisibis

https://ru.wikipedia.org/wiki/Нусайбин

https://ru.wikipedia.org/wiki/Иаков_Низибийский

https://ru.wikipedia.org/wiki/Нисибинская_школа=

https://drevo-info.ru/articles/21712.html

https://en.wikipedia.org/wiki/Nusaybin

https://en.wikipedia.org/wiki/Jacob_of_Nisibis

https://en.wikipedia.org/wiki/School_of_Nisibis

http://catholicencyclopedia.newadvent.com/cathen/11084c.htm

Δείτε το βίντεο:

Νίσιβη – Νουσαϋμπίν, ΝΑ Τουρκία: Έξι Άστρα της Ανατολής, του καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτη

Περισσότερα:

Δεν υπάρχει βιβλίο που να με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από το ιστορικό – θρησκευτικό περιηγητικό του Κοσμά (νυν Μουχάμαντ Σαμσαντίν) Μεγαλομμάτη «Έξι Άστρα της Ανατολής» το οποίο διάβασα πρόσφατα στο Ιντερνέτ. Η μόνη έκδοση του βιβλίου από τις Εκδόσεις Δόμος έχει εξαντληθεί και ο πιο εύκολος τρόπος να διαβάσει κάποιος το εκπληκτικό αυτό έργο είναι να κάνει ένα κλικ εδώ: https://6astratisanatolis.wordpress.com/

Και το τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο αφορά την Νίσιβη – Νουσαϋμπίν βρίσκεται εδώ:

https://6astratisanatolis.wordpress.com/2016/05/22/έξι-άστρα-της-ανατολής-μάργδις/

Δεν νομίζω να υπάρχει στην Ελλάδα ένας, έστω ένας, επιστήμονας ή διπλωμάτης που να γνωρίζει την Τουρκία, την ιστορία της, το παρελθόν και το παρόν της τόσο βαθειά και τεκμηριωμένα όσο ο Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης.

Καθώς είχα την τύχη να γνωρίζω κάποιους από τους καλύτερους προσωπικούς του φίλους οι οποίοι πρώτοι μου μίλησαν για το βιβλίο, έχω πρόσφατα επικοινωνήσει μαζί του και του ζήτησα την άδεια να δημοσιεύσω υπό τη μορφή βίντεο επιλεγμένα κομμάτια από το βιβλίο του αυτό, καθώς και τις φωτογραφίες του. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη συγκατάθεσή του.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 1994 αλλά γράφηκε τμηματικά από το 1989 μέχρι το 1992. Ο Κοσμάς Μεγαλομμάτης είναι επίσης ένας εξαίρετος φωτογράφος και οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο βιβλίο είναι όλες δικές του. Μετά από μεταπτυχιακή εξειδίκευση σε ασσυριολογία, αιγυπτιολογία, ιρανολογία και ισλαμολογία, ο Κοσμάς Μεγαλομμάτης πέρασε πολλά χρόνια εξερευνώντας και μελετώντας αρχαιότητες και μνημεία σπιθαμή προς σπιθαμή στην Τουρκία, τη Συρία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, το Ιράκ, την Περσία και το Πακιστάν, ενόσω προετοίμαζε τη διδακτορική διατριβή του, από το 1984 μέχρι το 1990. Παράλληλα δημοσίευε άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες σε Ελλάδα, Τουρκία και Περσία, λήμματα σε ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, και τα πρώτα του επιστημονικά άρθρα.

Αργότερα, και αφότου έγινε μουσουλμάνος, ο Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης εργάστηκε σε τρία πανεπιστήμια στην Τουρκία και την Βόρεια Κύπρο (1994 – 1997) και υπήρξε μέλος κορυφαίων πολιτικών και ακαδημαϊκών θεσμών στην Τουρκία και τη Βόρεια Κύπρο, δημόσια γνωστός χάρη σε τηλεοπτική συμμετοχές και αναφορές σε πρωτοσέλιδα και δελτία ειδήσεων, και συνεργάτης επιφανών πολιτικών της γειτονικής μας χώρας.

Όμως εγκατέλειψε τα πάντα όταν απειλήθηκε επειδή τόσο έγκαιρα αντιλήφθηκε τα αγγλοαμερικανικά σχέδια μερικής και βαθμιαίας ισλαμοποίησης της Άγκυρας, την οποία σαν ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας χαρακτηρίζει απλά ως «αποικιοκρατοποίηση» της Τουρκίας.

Θα κλείσω αυτό το εισαγωγικό σημείωμα λέγοντας ότι όπου τελειώνουν η αμορφωσιά (ιδιαίτερα για την Τουρκία και ολόκληρη την Ασία και την Αφρική), η άγνοια, η εθνικιστική και πατριδοκαπηλευόμενη ηλιθιότητα, η φιλοδυτική πολιτική εγληματικότητα και η αντιτουρκική παραφροσύνη του μασωνικού – σιωνιστικού κατεστημένου της χρεωκοπημένης Ελλάδας εκεί αρχίζει η αλήθεια των αναλύσεων και των κειμένων του κ. Μεγαλομμάτη τον οποίο πολλοί πολέμησαν με λύσσα στην Ελλάδα επειδή αποτελούσε κίνδυνο για τα βρώμικα και ελεεινά συμφέροντά τους.

Από το 2001, ο καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης ζει στο Κάϊρο, στο Χαρτούμ, στο Μογκαντίσου, στο Κουργκάν της Σιβηρίας, στο Τουρφάν του Ανατολικού Τουρκεστάν (ΒΔ Κίνα) και σε άλλες χώρες ασιατικές κι αφρικανικές χώρες. Από το 2004 μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει πάνω από 2000 άρθρα στο Ιντερνέτ. Αυτή την περίοδο, ο κ. Μεγαλομμάτης βρίσκεται στο βόρειο Αφγανιστάν σε εξερευνήσεις μαζί με τους εκεί Χαζάρα και Τατζίκους φίλους του.

Σε επόμενα βίντεο θα παρουσιάσω αποσπάσματα και φωτογραφίες από τα άλλα δύο (2) κεφάλαια του εξαιρετικού βιβλίου του κ. Μεγαλομμάτη.

Δείτε το βίντεο:

Nisibis – Nusaybin (SE Turkey): The Six Stars of the Orient, Prof. Muhammad Shamsaddin Megalommatis

https://orientalgreeks.livejournal.com/24061.html

About:

4. Nisibis
The great caravan city – center of Philosophy, Theology and Ideology, Nisibis – Nusaybin, comes next! It is an excellent occasion for the author to offer us a theoretical diagram and a deep understanding of the most famous and the most controversial Gnostic system of the Late Antiquity, i.e. Manicheism, the system set up by Mani to which so extensively Islamic historians referred as the ‘Manawiyah’, starting with Tabari.

This presentation takes the form of a rather imaginative discussion the author, now depicted as a member of an old times caravan, had with a very particular traveler, the Manichaean hierophant, magician and philosopher Bardaisan. The ideological extrapolation helps the reader to understand not only the basic concepts and the real dimensions of the system established by Mani, but also to get historical viewpoints over this philosophy and religion, as well as the theoretical refutations of Mani’s system, as compiled by high priests and philosophers of rather Iranian Mazdeist background.

Of no lesser interest are the vivid and colorful descriptions and the strong images that the author offers his readers; the meticulous portrait of the Manichaean Bardaisan itself, including his turban, his aura and his eyes, is closer to painting than to literature. A close study of the Manichaean frescos of Turfan (at the Central Asiatic deserts of Eastern Turkestan or Sinkiang, actually a Northwestern Chinese province) seems to have served here as source of inspiration for Prof. Megalommatis. All this happens, as if we have traveled back in time, and more precisely in the era of the Sassanid Empire.

All the important monuments of Nusaybin, Mar Augen, and the Tur Abdin area are also described in this chapter. After this passage, Prof. Megalommatis attempts to offer to the average reader the opportunity of another time travel, in this case thanks to a discussion with a Yemenite merchant, Daud Reydan, who visited Nisibis by means of a phenomenal mirage!
https://www.academia.edu/23483287/The_Six_Stars_of_the_Orient_Έξι_Άστρα_της_Ανατολής_-_A_Cultural_and_Historical_Itinerary_in_South-Eastern_Turkey_by_Prof._Megalommatis

Δείτε το βίντεο:

Нисибис – Нусайбин (Юго-Восточная Турция): шесть звезд Востока, профессор Мухаммад Шамсаддин Мегаломматис

https://vk.com/video434648441_456240483

О главе этой книги:

Шесть звезд Востока

(Опубликовано в Афинах в 1994 году профессором Мухаммадом Шамсаддином Мегаломматисом)

4. Нисибис – Нусайбин

Этот великий караванный город – центр философии, теологии и идеологии, Нисибис – Нусайбин, является темой следующей главы. Это прекрасный повод для автора предложить нам теоретическую схему и глубокое понимание самой известной и наиболее противоречивой гностической системы поздней античности, то есть манихейства, системы, созданной Мани. Манихейство было очень хорошо известно исламским историкам (начиная с Табари), которые назвали его «Манавия».

Представление манихейства принимает форму весьма образного обсуждения, которое автор, изображенный теперь как член старого каравана, провел с очень специфическим путешественником, то есть манихейским иерофантом, магом и философом Бардайсаном. Идеологическая экстраполяция помогает читателю понять не только основные понятия и реальные измерения системы, установленной Мани, но также получить исторические взгляды на эту философию и религию. Читатель также имеет возможность ознакомиться с историческими, теоретическими опровержениями системы Мани, которые были составлены в то время в основном первосвященниками и философами довольно иранского маздеистского происхождения.

Не меньший интерес представляют яркие и красочные описания и сильные образы, которые автор предлагает своим читателям; тщательный портрет самого манихейского Бардайсана, включая его тюрбан, его ауру и его глаза, ближе к живописи, чем к литературе. Тщательное изучение манихейских фресок Турфана (в центрально-азиатских пустынях Восточного Туркестана или Синьцзяна, фактически в северо-западной китайской провинции), похоже, послужило источником вдохновения для профессора Мегаломматиса. Все это происходит, как если бы мы путешествовали назад во времени, а точнее в эпоху империи Сасанидов.

Все важные памятники Нусайбина, Мар Огена и области Тур-Абдин также описаны в этой главе. После этого отрывка профессор Мегаломматис пытается предложить читателю возможность еще одного путешествия во времени, в данном случае благодаря беседе с йеменским купцом Даудом Рейданом, который посетил Нисибис с помощью феноменального миража!

https://www.academia.edu/23483287/The_Six_Stars_of_the_Orient_Έξι_Άστρα_της_Ανατολής_-_A_Cultural_and_Historical_Itinerary_in_South-Eastern_Turkey_by_Prof._Megalommatis

Δείτε το βίντεο:

Нисибис – Нусайбин (Юго-Восточная Турция): шесть звезд Востока, профессор Мухаммад Шамсаддин Мегаломматис

https://ok.ru/video/1687696050797

О главе этой книги:

Шесть звезд Востока

(Опубликовано в Афинах в 1994 году профессором Мухаммадом Шамсаддином Мегаломматисом)

4. Нисибис – Нусайбин

Этот великий караванный город – центр философии, теологии и идеологии, Нисибис – Нусайбин, является темой следующей главы. Это прекрасный повод для автора предложить нам теоретическую схему и глубокое понимание самой известной и наиболее противоречивой гностической системы поздней античности, то есть манихейства, системы, созданной Мани. Манихейство было очень хорошо известно исламским историкам (начиная с Табари), которые назвали его «Манавия».

Представление манихейства принимает форму весьма образного обсуждения, которое автор, изображенный теперь как член старого каравана, провел с очень специфическим путешественником, то есть манихейским иерофантом, магом и философом Бардайсаном. Идеологическая экстраполяция помогает читателю понять не только основные понятия и реальные измерения системы, установленной Мани, но также получить исторические взгляды на эту философию и религию. Читатель также имеет возможность ознакомиться с историческими, теоретическими опровержениями системы Мани, которые были составлены в то время в основном первосвященниками и философами довольно иранского маздеистского происхождения.

Не меньший интерес представляют яркие и красочные описания и сильные образы, которые автор предлагает своим читателям; тщательный портрет самого манихейского Бардайсана, включая его тюрбан, его ауру и его глаза, ближе к живописи, чем к литературе. Тщательное изучение манихейских фресок Турфана (в центрально-азиатских пустынях Восточного Туркестана или Синьцзяна, фактически в северо-западной китайской провинции), похоже, послужило источником вдохновения для профессора Мегаломматиса. Все это происходит, как если бы мы путешествовали назад во времени, а точнее в эпоху империи Сасанидов.

Все важные памятники Нусайбина, Мар Огена и области Тур-Абдин также описаны в этой главе. После этого отрывка профессор Мегаломматис пытается предложить читателю возможность еще одного путешествия во времени, в данном случае благодаря беседе с йеменским купцом Даудом Рейданом, который посетил Нисибис с помощью феноменального миража!

https://www.academia.edu/23483287/The_Six_Stars_of_the_Orient_Έξι_Άστρα_της_Ανατολής_-_A_Cultural_and_Historical_Itinerary_in_South-Eastern_Turkey_by_Prof._Megalommatis

————————————————————————————————

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

====================================================

Έξι Άστρα της Ανατολής

Κεφάλαιο Τέταρτο

Νίσιβις

Δούρα Ευρωπός, το Τέλειο Πρότυπο Πολυπολιτισμικότητας: Αραμαίοι, Έλληνες, Πάρθες, Ρωμαίοι και Πέρσες σε Μοναδικό Θρησκευτικό Συγκρητισμό δίπλα στον Ευφράτη

Η Δούρα Ευρωπός (Δοῦρα Εὐρωπός, Dura Europos, Дура Эвропос) είναι ένας από τους σημαντικώτερους αρχαιολογικούς χώρους όλου του κόσμου. Βρίσκεται στα ανατολικά άκρα της Συρίας, ακριβώς πάνω στην αριστερή (δυτική) όχθη του Ευφράτη, λίγο πριν ο ποταμός μπει στο Ιράκ – κάτι που σημαίνει ότι κάνουμε λόγο για τον μέσο ρου του Ευφράτη. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται κοντά στο χωριό Σαλχίγιε, όχι μακριά από την τελευταία μεγάλη πόλη της Ανατολικής Συρίας Αμπού Κεμάλ.

Όπως το όνομά της δηλώνει, η πόλη ήταν αρχικά ένα ασσυροβαβυλωνιακό κάστρο (Ντουρ) στα δυτικά άκρα της Κεντρικής Μεσοποταμίας. Δούρα είναι η εξελληνισμένη μορφή του Ντουρ. Η επιπρόσθετη ελληνική λέξη προσδιορίζει το τεράστιο οπτικό πεδίο που προσφέρει ο παρά τον Ευφράτη λόφος πάνω στον οποίο αρχικά οι Ασσυροβαβυλώνιοι είχαν ανεγείρει ένα φρούριο. Ο χώρος προσφέρει ευρύτατη δυναυτότητα εποπτείας, συνεπώς προσφερόταν για μια σημαντική οχυρωματική θέση.

Στην μακραίωνη ιστορία της η Δούρα Ευρωπός ήταν η πόλη όλων των ορίων: αρχικά ανάμεσα στους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους. Η πόλη είναι το νοτιοδυτικό άκρο της Ασσυρίας και το βορειοδυτικό άκρο της Βαβυλώνας κατά την 2η προχριστιανική χιλιετία. Στα τέλη αυτής της χιλιετίας και στις αρχές της επόμενης, η Ντουρ και ο τριγύρω χώρος κατακλύσθηκαν από τους Αραμαίους που διασπάρθηκαν από τα νότια άκρα της Βαβυλώνας και τις ακτές του Περσικού Κόλπου μέχρι την Δαμασκό, την Κιλικία ή ακόμη την Λυδία όπως τεκμηριώνουν δίγλωσσες λυδικές – αραμαϊκές επιγραφές που έχουν σωθεί.

Ωστόσο, σήμερα, η Δούρα Ευρωπός δεν είναι αντικείμενο έρευνας των Ασσυριολόγων. Ο χώρος, του οποίου η ακμή ανάγεται στα σελευκιδικά, αρσακιδικά, και ρωμαϊκά χρόνια, είναι αντικείμενο έρευνας πολλών και διαφορετικών επιστημόνων. Η ανεύρεση αραμαϊκών, ελληνικών, λατινικών, παρθικών και περσικών επιγραφών ελκύει το ενδιαφέρον σημιτολόγων, ελληνιστών, λατινιστών και ιρανολόγων. Η τεράστια σημασία της καραβανούπολης ως κομβικού σημείου στους Ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών την καθιστά αντικείμενο έρευνας όλων των ειδικών του Ρωμαϊκού Εμπορίου με την Κίνα.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Όμως περισσότερο από τα προαναφερμένα, η ιστορική σημασία της Δούρας Ευρωπού είναι ένα κάλεσμα για τους ιστορικούς θρησκειών, τους θρησκειολόγους που ειδικεύονται

1- στον Μιθραϊσμό και ιδιαίτερα στην αποδοχή του ανάμεσα στους Αραμαίους,

2- στην διάδοση ανατολικών θρησκειών, λατρειών, μυθολογιών, θεουργιών, μυστικισμών και επιστημών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Μεσόγειο,

3- στον Ιουδαϊσμό και την διάδοση της αρχαίας ιουδαϊκής θρησκείας ανάμεσα στους Αραμαίους (που χαρακτηριστικά εκπροσωπεί η γνωστή Σαμαρείτιδα των ευαγγελικών περικοπών),

4- στην διατήρηση αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών θρησκειών και λατρειών ανάμεσα στις ελληνικές και ρωμαϊκές κοινότητες του σελευκιδικού και ρωμαϊκού κόσμου, και

5- στην διαμόφωση συγκρητικών μορφών θρησκειών με την ανάμειξη στοιχείων πολλών, διαφορετικής προέλευσης, δογμάτων.

Οι χρόνοι της ακμής της Δούρας Ευρωπού τοποθετούνται στην περίοδο από το 303 π.Χ., όταν ο Σέλευκος Νικάτωρ ανήγειρε εκνέου την πόλη ως κεντρικό σημείο στον δρόμο που συνέδεε την Αντιόχεια με την Σελεύκεια επί του Τίγρη (νότια της σημερινής Βαγδάτης), μέχρι την ιρανική σασανιδική επίθεση και καταστροφή της πόλης το 256 μ.Χ., όταν ο Σαπούρ Α’ μετώκισε το σύνολο του πληθυσμού στα ανατολικά κι άφησε την πόλη ως ερείπια να χαθεί κάτω από την άμμο της ερήμου για σχεδόν 1700 χρόνια.

Τα πολλά ευρήματα, τα τείχη, οι πύργοι, τα τεράστια κτήρια, οι πολλοί ναοί, το Μιθραίο, η Εκκλησία, η Συναγωγή, εντυπωσιακές τοιχογραφίες, οι πολλές επιγραφές και τα λοιπά κειμενικά τεκμήρια (περγαμηνές) που ανασκάφηκαν, ανασκάπτονται και θα ανασκαφούν στην Δούρα Ευρωπό κάνουν τον τόπο αυτό ένα από τα μοναδικά στην Παγκόσμια Ιστορία δείγματα αυθεντικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας, η οποία αναπτύχθηκε από την εθελούσια συνεργασία και συμβίωση πολλών διαφορετικών εθνών, κι όχι από τυχον παράξενη υποκίνηση, τεχνητή υποδαύλιση, και υστερόβουλη επέμβαση. Ήταν μια φυσιολογική συνέπεια των γενικωτέρων εξελίξεων στον ευρύτερο χώρο κι όχι ένα προγραμματισμένο και προσχεδιασμένο τερατούργημα.

Στην Δούρα Ευρωπό ομιλήθηκαν διάφορες αραμαϊκές γλώσσες και διάλεκτοι, καθώς υπήρχαν ντόπιοι Αραμαίοι αλλά και Παλμυρηνοί και Χατραίοι (: από την Χάτρα, άλλη αραμαϊκή καραβανούπολη – κέντρο εμπορίου Δύσης – Ανατολής, στο σημερινό βορειοδυτικό Ιράκ). Επίσης ομιλήθηκαν αρχαία ελληνικά, λατινικά, παρθικά, ιουδαϊκά, μέσα περσικά, αρχαία υεμενικά, και αραβικά, καθώς από κει περνούσε το εμπόριο από την Μεσόγειο προς το Ιράν, την Ινδία και την Κεντρική Ασία, όπως επίσης και το εμπόριο από την Υεμένη και το Κέρας της Αφρικής προς τον Καύκασο και περιοχές της Κεντρικής Ασίας.

Η Ιστορία της Δούρας Ευρωπού τεκμηριώνει κάτι το πολύ σημαντικό: δεν χρειάζεται μια πόλη για να μείνει ως εξαιρετικά σημαντική στην Ιστορία να είναι πρωτεύουσα ενός ισχυρού κράτους. Κι έτσι ήταν η ιστορία αυτού του μοναδικού τύπου που λειτούργησε σαν χωνευτήρι πίστεων, παραδόσεων, δοξασιών και μυστικισμών σε βαθμό που την αποκάλεσαν Πομπηία της Ερήμου.

Η Δούρα Ευρωπός παρέμεινε σελευκιδική από το 303 π.Χ. μέχρι το 113 π.Χ. όταν την κατέκτησαν οι Πάρθοι, οι οποίοι την εκράτησαν μέχρι το 114 μ.Χ., όταν επελαύνοντας προς τα ανατολικά την κατέλαβε ο Τραϊανός, ο μόνος Ρωμαίος αυτοκράτορας που έφθασε στον μυχό του Περσικού Κόλπου και στα δυτικά παράλια της Κασπίας. Οι Πάρθοι ανακατέλαβαν την πόλη το 117 μ.Χ. και την διατήρησαν μέχρι το 165 μ.Χ. Τότε οι Ρωμαίοι την ανέκτησαν και την διατήρησαν, ως ‘Αποικία’ (Colonia) από το 211 μ.Χ., μέχρι την σασανιδική ιρανική κατάληψη του 256 μ.Χ. και καταστροφή της πόλης.

Έτσι, η Δούρα Ευρωπός υπήρχε πάντοτε μια πόλη ανάμεσα σε δυο κόσμους: του Σελευκίδες της Συρίας και τους Αρσακίδες του Ιράν πρώτα, και τους Ρωμαίους και τους Σασανίδες του Ιράν έπειτα. Με τους Ρωμαίους και Μακεδόνες κατοίκους της, η Δούρα Ευρωπός παρέμεινε το ανατολικώτερο σημείο όπου αρχαία ελληνικά και λατινικά ομιλούντο τον 3ο αιώνα στην Συρο-Μεσοποταμία.  

Για την Δούρα Ευρωπό μπορούν να γραφούν εγκυκλοπαίδειες. Είναι ο χώρος όπου σώζονται η αρχαιότερη εκκλησία, η αρχαιότερη συναγωγή και το αρχαιότερο Μιθραίο δυτικά του Ιράν.

Δείτε το βίντεο:

Дура Эвропос: Многокультурный караванный город на берегу Евфрата: арамейцы, греки, римляне и иранцы

https://ok.ru/video/1581278431853

Περισσότερα:

Первоначально на месте Д.-Е. располагалась древнеассир. крепость. В 300-280 гг. до Р. Х. Селевк I Никатор основал там колонию македон. воинов, охранявших переправы через Евфрат на пути из 2 столиц гос-ва Селевкидов – Антиохии-на-Оронте и Селевкии-на-Тигре. Приблизительно после 113 г. до Р. Х. в составе Месопотамии Д.-Е. перешел под власть Парфии, став важным форпостом в Сирии. Население города к I в. до Р. Х. было по преимуществу арамейским. В 116 г. Д.-Е. был оккупирован войсками рим. имп. Траяна, позже возвращен имп. Адрианом парфянам, в 165 г., во время парфянского похода имп. Луция Вера, завоеван римлянами и включен в состав рим. пров. Сирия, в 211 г. получил статус колонии. С рим. завоеванием Д.-Е. стал одним из форпостов в войнах с Парфией, его гарнизон был увеличен за счет войск, базировавшихся в Сев. Европе, было начато строительство оборонительных сооружений. С падением Парфии и усилением гос-ва Сасанидов город неоднократно переходил из рук в руки. В 256 или 257 г. крепость была разрушена войсками сасанидского царя Шапура I (сохр. следы разрушений, останки воинов, погибших в подстенных подкопах). В 260-273 гг. Д.-Е. входил в состав гос-ва Пальмира, позже стал местом поселений христ. отшельников, постепенно был поглощен пустыней.

В эпоху правления Селевкидов (возможно, раньше) город был окружен зубчатой стеной со сторожевыми башнями (сохр. остатки 26), разделен улицами на квадраты по античной Гипподамовой системе (судя по следам неоконченных строительных работ, первоначальный план не был осуществлен; основной план сохр. структуру эллинистического города). От главных Пальмирских ворот (17-16 гг. до Р. Х.) начиналась широкая улица, на к-рой находилась агора; по оси этой улицы в юго-вост. части города располагалась старая цитадель, основанная греками как стратегион (резиденция стратега), на северо-востоке – новая цитадель (времени Селевкидов, II в. до Р. Х.; перестроена и достроена в парфянский период), у сев. оконечности города, у приречной стены,- резиденция начальника рим. гарнизона (после 227).

От парфянского времени в Д.-Е. сохранились руины цитадели и дворца, остатки жилых домов, руины храмов греч., местных вост. и синкретических греко-сир. и греко-иран. божеств: Баала-Бела, Артемиды, культ к-рой слился с культом иран. Нанайи (40-33 гг. до Р. Х., перестроен при парфянах из греч. храма, служил центром офиц. культа Д.-Е. в греч., парфянский и рим. периоды), сир. богини Атаргатис (31-2 гг. до Р. Х., к востоку от храма Артемиды-Нанайи, построен по сходному плану), Зевса Кириоса (Господа), Зевса Теоса (Бога) (114 г., к северу от кардо), Зевса Мегиста (Величайшего) (169 г., на месте древнего храма 95-70 гг. до Р. Х., имеет смешанные греко-парфянские черты), т. н. храма Пальмирских богов, или храма Гадде, посвященного 2 пальмирским божествам – Баалам (до 159, между храмом Атаргатис и агорой Д.-Е.), Адониса и др. Нек-рые из храмов были расписаны, в руинах обнаружены рельефы и статуи. К рим. времени относятся укрепления в военном квартале и возведенные на месте жилого квартала парфянского времени строения, предназначенные для гарнизона, занявшие 1/4 территории города, где располагались термы и храмы. В храмах Д.-Е. обнаружено множество вотивных рельефов, стилистически близких к пальмирским, при полном их отсутствии в погребальных комплексах.

Открытые в Д.-Е. жилые дома (по типу и архитектурному декору греч. или эллинизированные, рим. или отмеченные рим. влиянием – «дворец Лисия» с портиком на стороне террасы, обращенной к Евфрату; «дворец начальника пограничной стражи» в военном квартале) и многочисленные святилища имеют месопотамский облик – комплекс помещений вокруг главного двора, окруженного стеной. За стенами Д.-Е. расположены некрополи, представляющие собой подземные захоронения с неск. погребальными башнями.

В 256 г., видимо незадолго до осады армией Сасанидов, застроенный квартал шириной ок. 12-15 м, прилежащий к стене, высота к-рой составляла 10 м, был засыпан рим. солдатами битым кирпичом, благодаря чему до наст. времени сохранились храм Пальмирских богов, митреум (храм Митры), дом рим. типа с «домовой церковью», синагога (с 245).

Остатки крепости Д.-Е. были обнаружены 30 марта 1920 г., когда при рытье траншей брит. солдаты увидели росписи храма Пальмирских богов с изображением жрецов и римского легионера, приносящих жертвы богам. Эксперт археолог Дж. Г. Брестед, 1-м ознакомившийся с городищем, предположил, что оно известно по лит. источникам как Д.-Е. В 1922-1923 гг. раскопки Д.-Е. вела франц. экспедиция под рук. Ф. Кюмона (в публикации 1926 г. он подтвердил, что обнаруженный город является Д.-Е.), в 1928-1937 гг.- франко-амер. экспедиция под рук. М. И. Ростовцева из Йельского ун-та; раскопки были остановлены в связи с началом второй мировой войны. В сер. 80-х гг. раскопки возобновлены франко-сирийской экспедицией под рук. П. Лериша.

http://www.pravenc.ru/text/180593.html

Δείτε το βίντεο:

Дура Эвропос: Самый захватывающий мультикультурный караванный город в мире: арамейцы, греки, римляне и иранцы

https://vk.com/video434648441_456240370

Περισσότερα:

Ду́ра-Е́вропос [греч. Ϫοῦρα Εὔρωπος], древний город на берегу р. Евфрат, у одной из главных дорог, связывавших Дамаск с Месопотамией; в наст. время – городище близ дер. Эс-Салихия (Вост. Сирия); музей под открытым небом. Совр. название условно и образовано из слияния арам. duru – стена, крепость (название бытовало среди местного населения) и македон. топонима Europos (офиц. название в греко-рим. документах).

Памятники материальной культуры и эпиграфики, сохранившиеся в Д.-Е., доказывают, что в парфянский период его население было сирийским, арабским и иранским. Этническая картина усложнилась при Селевкидах с поселением греков и македонян, затем – с рим. завоеванием. Различные религии были принесены в Д.-Е. греками, рим. воинами (в основном германцами из Сев. Европы), арабами из Пальмирского оазиса, степными кочевниками, парфянами; население разделялось по вероисповеданию, о чем свидетельствуют надписи: в синагоге они выполнены на арам. языке, в «церкви» – на греческом.

http://www.pravenc.ru/text/180593.html

Δείτε το βίντεο:

Dura Europos: The World’s most Fascinating Multicultural Caravan City: Aramaeans, Greeks, Romans & Iranians

https://orientalgreeks.livejournal.com/1918.html

Περισσότερα:

Dura Europos (“Fort Europos”) is a ruined Hellenistic-Roman walled city built on cliff 90 meters above the banks of the Euphrates river. It is located near the village of Salhiyé, in today’s Syria. Destroyed by war and abandoned in the 3rd century AD, it lie hidden until its rediscovery in 1920. Excavations have revealed, among other important ruins, the oldest synaogogue and oldest church ever found. Due to its remarkable preservation and has sometimes been dubbed the “Pompeii of the Syrian Desert.”

Dura Europos was founded in 303 BC by the Seleucids (Alexander the Great’s successors) on the intersection of an east-west trade route and a north-south trade route along the Euphrates. The new city, named for the birthplace of Seleucus I Nicator, controlled the river crossing on the route between Antioch on the Orontes and Seleucia on the Tigris. Dura Europos was part of a network of military colonies intended to secure Seleucid control of the Middle Euphrates.

Dura was rebuilt as a great Hellenistic city in the 2nd century BC, with a rectangular grid of streets arranged around a large central agora, was formally laid out. Its location on a major crossroads made it a very cosmopolitan city: inscriptions in many languages have been found here and the religious buildings of pagans, Jews and Christians stand side by side.

Dura Europos later became a frontier fortress of the Parthian Empire and it was captured by the Romans in 165 AD. In the early 200s AD, the famed house-church and synagogue were built at Dura Europos. There was also a Mithraeum, a Temple of Bel and a Temple of Adonis in the multi-cultural city.

Dura Europos was abandoned after a Sassanian siege in 256-257. In a last-ditch attempt to save the city, the synagogue was filled in to make a fortress, thereby ensuring its preservation. The city eventually became covered in shifting sands and disappeared from sight.

Although the existence of Dura-Europos was long known through literary sources, it was not rediscovered until British troops under Captain Murphy made the first discovery during the Arab rebellion in the aftermath of World War I. On March 30, 1920, a soldier digging a trench uncovered beautifully preserved frescoes. The American archeologist James Henry Breasted, then at Baghdad, was alerted. Major excavations were carried out in the 1920s and 1930s by French and American teams.

The first excavations of the site, undertaken by Franz Cumont and published in 1922-23, identified the site as Dura-Europos and uncovered a temple before renewed hostilities in the area closed it to archaeology. Later, renewed campaigns directed by Michael Rostovtzeff funded by Yale University continued until 1937, when funds ran out with only part of the excavations published. World War II then interfered.

Since 1986 excavations have resumed. Not the least of the finds were astonishingly well-preserved arms and armour belonging to the Roman garrison at the time of the final Sassanian siege of 256. Finds included painted wooden shields and complete horse armours, preserved by the very finality of the destruction of the city that journalists have called “the Pompeii of the desert”.

The largely mud-brick architecture of Dura Europos does not compare to Palmyra visually, but the dramatic remains of the walls and siegeworks combined with precipitous views over the green valley of the Euphrates makes for a striking sight. And arguably, Dura surpasses Palmyra in historical and religious importance.

Dura-Europos was a cosmopolitan society: over a hundred parchment and papyrus fragments and many inscriptions have been discovered at the site, which include Greek, Latin, Palmyrenean, Hebrew, Hatrian, Safaitic, and Pahlavi.

Three of the covered homes in Dura Europos had been converted for use as religious buildings. One had become a Mithraeum, dedicated to the worship of the god Mithras, who was popular with Roman soldiers. Another had undergone structural modifications to become a Jewish synagogue. The third home had been converted to a Christian church. The synagogue and church are the oldest that have been found anywhere, and are also remarkable in that they were built very close to each other at virtually the same time.

The world’s oldest preserved Jewish synagogue in Dura-Europos has been dated by an Aramaic inscription to 244. It was preserved when it was filled with earth to strengthen the city’s fortifications against a Sassanian assault in 256. It was uncovered in 1935 by Clark Hopkins, who found that it contains a forecourt and house of assembly with frescoed walls depicting people and animals, and a Torah shrine in the western wall facing Jerusalem.

The synagogue’s painted walls and roof of baked-brick tiles were transported across the desert 300 miles away to Damascus, where it became the centrepiece of the National Museum built in 1934. Yale had to settle for a copy.

Dura-Europos also boasts the oldest known Christian church. It was dismantled and re-constructed at Yale University in the early 1930s, so there isn’t much to see at Dura-Europos but basic foundations.

The church occupied a typical Roman upper-class house centered around a columned courtyard with an open room (atrium). In the center of the courtyard was a pool (impluvium). At the opposite end from the entrance was a raised area (tablinum) containing a table and used by the family as a reception area and for ceremonial functions.

Scholars speculate that the congregation gathered around the pool, which was used for baptism. In the tablinum sat the bishop, who celebrated the Eucharist (communion) at the table. This arrangement provides a basis for the liturgical arrangement of later basilica churches.

The murals of the Dura Europos chuch were painted between 232 and 256 AD and are among the earliest examples of Christian art that survives today. The mural of the Healing of the Paralytic contains the earliest image of Jesus found anywhere.

In 1933, an important fragmentary text was unearthed at Dura Europos that contained a previously unknown Greek harmony of the gospels, dated to the late 2nd century. This has been important for early Christian studies, particular those of Tatian’s Diatessaron, a more well-known gospel harmony.

Excavations have also revealed the ruins of pagan temples dedicated to Greek, Roman and Palmyrene gods, including a Temple of Bel (a Semitic god) and a Temple of Adonis (a Greek god).

Preserved in the Temple of Adonis was a 2nd-century dedicatory inscription, which is now in the Louvre Museum. Other finds from Dura can be seen at the National Museum in Damascus and elsewhere.

http://www.sacred-destinations.com/syria/dura-europos

Δείτε το βίντεο:

Δούρα Ευρωπός: Το Μέγιστο Πολυπολιτισμικό Κέντρο της Ιστορίας – Αραμαίοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Ιρανοί

Περισσότερα:

Η Δούρα Ευρωπός είναι αρχαία πόλη, στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, στα σύνορα μεταξύ Μεσοποταμίας και Συρίας. Ιδρύθηκε, ως στρατιωτική αποικία, μετά το πέρας του Βαβυλωνιακού πολέμου (311-309 π.Χ.) από τον στρατηγό Νικάνορα (λογικά είναι το ίδιο πρόσωπο που ίδρυσε την Έδεσσα και την Αντιόχεια Μυγδονική) για λογαριασμό του κυρίου του Σελεύκου Α΄ Νικάτορος (358-281 π.Χ.), ενός εκ των βασιλικών φίλων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ονομασία Ευρωπός προέρχεται από την ομώνυμη πατρίδα του Σελεύκου στην Μακεδονία.

Το 253 ή 256 μ.Χ. καταστράφηκε από τους Πέρσες και σκεπάστηκε από την άμμο. Όταν, στις δεκαετίες 1920 – 1930, η αρχαιολογική σκαπάνη την επανέφερε στο φως ο Mikhail Rostovtzeff την είχε αποκαλέσει «Πομπηία της ερήμου». Η ανακάλυψή της έγινε τυχαία από το βρετανικά στρατεύματα το 1920.

https://el.wikipedia.org/wiki/Δούρα_Ευρωπός

Dura-Europos (Greek: Δοῦρα Εὐρωπός), also spelled Dura-Europus, was a Hellenistic, Parthian and Roman border city built on an escarpment 90 metres (300 feet) above the right bank of the Euphrates river. It is located near the village of Salhiyé, in today’s Syria. In 113 BC, Parthians conquered the city, and held it, with one brief Roman intermission (114 AD), until 165 AD. Under Parthian rule, it became an important provincial administrative center. The Romans decisively captured Dura-Europos in 165 AD and greatly enlarged it as their easternmost stronghold in Mesopotamia, until it was captured by the Sasanian Empire after a siege in 256–57 AD. Its population was deported, and after it was abandoned, it was covered by sand and mud and disappeared from sight.

Dura-Europos is extremely important for archaeological reasons. As it was abandoned after its conquest in 256–57 AD, nothing was built over it and no later building programs obscured the architectonic features of the ancient city. Its location on the edge of empires made for a co-mingling of cultural traditions, much of which was preserved under the city’s ruins. Some remarkable finds have been brought to light, including numerous temples, wall decorations, inscriptions, military equipment, tombs, and even dramatic evidence of the Sassanian siege.

https://en.wikipedia.org/wiki/Dura-Europos

Ду́ра-Эвропо́с (греч. Δοῦρα Εὐρωπός) — античный город на Евфрате (вблизи современного города Сальхиях в Сирии), существовавший примерно с 300 года до н. э. до 256 года. Получил известность в связи с археологическими находками и хорошо сохранившимися древними фресками. Дура на арамейском означает «крепость».

Город был основан царём Селевком I Никатором около 300 года до н. э. среди многих других и просуществовал более 550 лет. Примерно в 100 году до н. э. перешёл под власть Парфянского царства, а с 165 года — Римской империи. В римское время Дура-Европос был крупным торговым центром, и большинство археологических находок относятся к этому периоду времени. В 256 году захвачен войсками Сасанидов и заброшен.

Селевк, диадох Александра Македонского, выбрал для поселения своих солдат заброшенную ассирийскую крепость на дороге из Дамаска в Междуречье и дал ей имя «Дура». Римляне назвали город «Дура-Европос», потому что местная аристократия состояла из потомков македонцев, то есть они подчеркнули что город управляется «европейцами» из Македонии. Крепость стояла на высоком берегу среднего Евфрата, защищённая с трёх сторон крутыми обрывами, а четвёртая сторона, противоположная от реки и примыкающая к пустыне, была обнесена длинной прямой стеной с башнями. Размеры города составляют примерно 700 на 1000 м.

Город регулярно спланирован (прямо пересекающиеся улицы) в селевкидское время, к которому относятся агора, остатки храмов, цитадель. Со временем гражданское население стало превалировать, и крепость превратилась в захолустный городок, выросший вокруг рыночной площади. Однако население можно назвать гражданским лишь условно. В военное время земледельцы вставали в строй, образуя сословие так называемых клерухов. В социальном отношении жители делились по родам, как и в Македонии. Земля клерухам давалась в пожизненную аренду за их службу или службу их детей, оставаясь царской собственностью.

https://ru.wikipedia.org/wiki/Дура-Эвропос

—————————————————————————- 

Περισσότερα:

Dura Europos, ruined city on the right bank of the Euphrates between Antioch and Seleucia on the Tigris, founded in 303 B.C.E. by Nicanor, a general of Seleucus I. It flourished under Parthian rule. The site is in modern Syria, on a plateau protected on the east by a citadel built on bluffs overlooking the river, on the north and south by wadis, and on the west by a strong rampart with powerful defensive towers. Its military function of the Greek period was abandoned under the Parthians, but at that time it was the administrative and economic center of the plain extending 100 km between the confluence of the Ḵābūr and Euphrates rivers and the Abū Kamāl gorge to the south.

I. Archaeology and History

Initial archeological exploration of the city took place in 1920-22, under the direction of Franz Cumont and the sponsorship of the Académie des Inscriptions et Belles-Lettres in Paris. From 1929 to 1937 Yale University and the Académie sponsored excavations under the initiative of M. I. Rostovtzeff, who published Dura-Europos and Its Art, a synthesis of the history of the town and of its civilization, formed from Greek, Semitic, and Iranian components. This work has served as the basis for all subsequent studies of the site. In fact, however, understanding of Dura Europos depended mainly on written materials (parchments, papyri, inscriptions, and grafitti; see ii, below), paintings, tombs, and portable objects (e.g., coins, bronzes, and lamps) from the excavations, and very little attention has been paid to the architectural remains. Although nearly a third of the town has been excavated, a large number of buildings have been published only summarily or not at all. It therefore became necessary to resume the work of publication, and for this reason the Mission Franco-Syrienne de Doura-Europos was formed in 1986 under the joint direction of the author and Assad Al-Mahmoud; the major objectives are to reexamine the archeological data, to make available the entire mass of documentation from previous excavations, as well as to save the monuments from destruction.

Dura Europos was brought into the Iranian cultural sphere after the Parthian conquest in about 113 B.C.E. (Bellinger; Welles). This domination lasted three centuries, interrupted by a Roman occupation in 115-17 C.E., during Trajan’s expedition to Ctesiphon. In 165 Dura was conquered by Avidius Cassius and became a stronghold in the Roman defensive system along the eastern frontier of the empire. Nevertheless, despite an impressive effort to reinforce its defenses, the town was unable to withstand the great offensive launched by the Sasanian Šāpūr I (240-70) in 256; it was taken after a bitter siege, and the population was deported, thus putting an end to the town’s existence.

The Parthian period

According to recent discoveries, Dura Europos, originally a fortress, was constituted as a city only in the late Hellenistic period and had been only sparsely populated throughout the Greek period. It was under the Parthians, however, that the city assumed its essential aspect, as revealed by the excavations, a configuration only partly modified by the Roman occupation, except for transformation of the northern sector into a Roman camp. Recent work by the Mission Franco-Syrienne has permitted some refinement of this picture; certain buildings that had formerly been attributed to the Parthians can now be dated to the Hellenistic period. For example, according to Armin von Gerkan, the cut-stone fortifications of Dura Europos had been built by the Parthians, fearful that the Greek wall of unbaked bricks would be insufficient against a Roman attack. Only the northern section of the original western wall survived, which he took as proof that the project had been rendered unnecessary by the peace concluded between the Parthians and Augustus in 20 B.C.E. (pp. 4-51). This conclusion was based more on probabilities extrapolated from the reports of ancient historians than on archeological discoveries and has been contradicted by the results of recent soundings and clearing of earlier trenches. It is now clear that it was the Greeks themselves who built the stone fortifications, in the second half of the 2nd century B.C.E., and that the use of mud bricks resulted from the imminent threat from the Parthians, which forced the builders to finish the wall with more easily obtained material (Leriche and Mahmoud, l990). Similarly, the reconstruction of the palace of the strategus and its extension to the north, as well as construction of the second palace in the citadel, which shows a number of similarities, had been attributed to the Parthian period, but recent excavations in the interior and at the base of the facade of the former building have revealed that it belongs to the 2nd century B.C.E., that is, the Greek period. In a recent study Susan Downey (1988) has also called into question the restoration of one palace with an ayvān, which was suggested in the Yale publications and would imply a Parthian construction.

The Parthian period thus appears to have been primarily a phase of expansion at Dura Europos, an expansion favored by abandonment of the town’s military function. All the space enclosed by the walls gradually became occupied, and the installation of new inhabitants with Semitic and Iranian names alongside descendants of the original Macedonian colonists contributed to an increase in the population (Welles et al.). In his celebrated Caravan Cities Rostovtzeff had argued that this prosperity could have resulted from the town’s position as a trading center and caravan halt, but this hypothesis has been abandoned, for nothing uncovered by the excavations has confirmed it. Instead, Dura Europos owed its development to its role as a regional capital, amply illustrated by the contents of inscriptions, parchments, and papyri.

In the Parthian period Greek institutions remained in place (Arnaud), and the property-zoning scheme established in the Hellenistic period was respected in new construction; that is, buildings were kept within the limits of pre-existing blocks 35 x 70 m laid out uniformly over the entire surface of the plateau, even to a large extent in the interior wadis. The only exceptions were the quarter of the town southeast of the citadel, which had apparently already been occupied before the division into lots, and a sector of the agora that had been invaded by domestic buildings. The ramparts were neglected: Domestic trash accumulated along the periphery, finally forming a mass so thick that it prevented access to certain towers on the western wall.

The architecture of the Parthian period was characterized by a progressive evolution of Greek concepts toward new formulas in which regional traditions, particularly those derived from Babylonia, played an increasing role. These innovations affected both religious and domestic buildings. No secular public building is known to have been built during the Parthian period, with the possible exception of a bath constructed of cut stone in the northeast sector of the town. The evolved Parthian forms generally persisted into the Roman period, except for buildings in the Roman camp in the northern third of the town, for example, the palace of the Dux Ripae and the praetorium.

The architecture of private dwellings varied in detail according to the wealth of the owner. The systematic layout of the Greek city, in which each house was supposed to cover one-eighth of a block (ca. 300 m2), was abandoned or modified through subdivision and consolidation resulting from sales or inheritance (Saliou). The smallest houses covered one quarter or even less of a Greek lot, whereas other, more luxurious examples might cover up to half a block. But the organizing principle of the house remained fundamentally the same: The street door, often situated at a corner of the house, opened onto a corridor leading into a central courtyard, which provided access and light to the various rooms of the house. The principal room, the andrón, was usually situated on the south side, opening to the north, and was surrounded on all four walls by a masonry bench; it served as a reception room (Allara). Some houses incorporated columns, but gabled roofs disappeared in favor of terraces, rooms became irregular in shape, and several houses had second stories.

Religious architecture underwent a comparable evolution, traceable through numerous excavated buildings: the temples of Artemis Nanaïa II and Zeus Megistos II, the necropolis temple, and the temples of Artemis Azzanathkona, Zeus Kyrios, Atargatis, Bel, Aphlad, Zeus Theos, Gad, and Adonis. This architecture diverged more and more from the hypothetical Greek model, if in fact such a model had ever been introduced at Dura Europos (Downey, 1988, p. 176). All the temples of the Parthian period have the same basic plan, with variations in detail. A generally square temenos is enclosed by a blank wall; the naos stands at the back of the interior courtyard facing the entrance. Against the interior face of the enclosure wall are a series of rooms for service or secondary cults, usually built by donors. When the naos is set against the back wall of the temenos, a narrow space is left between them to provide a separation of the cella from the exterior world. The building is small, usually square in plan, and raised on a podium of two or three steps, with one or more altars in front. The interior is divided in two: the pronaos, which occupies the full width of the building and is sometimes furnished with tiers of benches on either side of the entrance, and the cella, usually flanked by two chapels or lateral sacristies. The cult image on the wall opposite the entrance, either mounted on a pedestal or painted directly on the surface. All that remains from the Greek tradition is the occasional presence of a columned facade in front of the temple or porticoes along the sides of the courtyard, as at the temple of Bel.

It is thus clear that at Dura Europos entirely original architectural formulas were perfected during the Parthian period, in both religious and domestic constructions; the Babylonian element predominated, though with a certain Greek dressing, but no unequivocal Iranian influence appears. The formula for religious buildings was followed in all temples, whatever the form of worship to which they were consecrated, Greek or Semitic.

The only Iranian cult known at Dura Europos was that of Mithra, which paradoxically had been introduced into the city by Roman troops in 168. The mithraeum, located near the western wall in the Roman camp, belongs to the type dedicated to the cult throughout the Roman world and has no features in common with the other religious buildings at Dura Europos, except that it stands on a podium. It appears to have been a single room of modest dimensions with a bench on each of the longer sides; above the central aisle there was a raised ceiling with a clerestory. At the end of the room was a niche containing two cultic bas-reliefs with an altar before them. The entire surface of the room was covered with painted decoration: scenes from the life of Mithra, representations of magi and the zodiac around the bas-reliefs in the niche, and mounted hunting scenes on the side walls.

Although Iranian influence is difficult to find in the architecture of Dura Europos, in figurative art it is much more pronounced. In fact, owing to landfill that preserved religious buildings along the western wall (see below), Dura has provided the main evidence of a decorative art that seems to have developed in Parthian domains, reflecting a synthesis of the traditions of the ancient Near East (linear drawing, two-dimensional forms, stiff poses) and the Hellenic world (the use of architectural decoration and friezes, types of dress). Furthermore, in religious settings, those most fully represented, the principle of “Parthian frontality” prevailed. This convention, according to which all figures, human or divine, face directly forward, with eyes fixed on the spectator, made its appearance at Dura very early, in the oldest painting, of the sacrifice of Conon, in the temple of Bel (probably 1st century C.E.). It persisted until the destruction of the city, as attested in the frescoes of the synagogue, dating from 245. It was equally apparent in sculpture and terra-cottas (except for a statue of Artemis with the tortoise, which comes from a Hellenistic center) and, for example, in two reliefs of the Gads of Dura and Palmyra. On the other hand, in frequent narrative scenes of combat and hunting on horseback, like those in the mithraeum, the horses and wild beasts are portrayed in a flying gallop, a characteristic that was to be developed in Sasanian art.

The siege of Dura Europos

The Sasanian siege of Dura Europos in 256 brought an end to the town’s existence and immobilized Šāpūr’s army for several months. The determined resistance put up by the inhabitants forced the assailants to adopt various siege tactics, which eventually resulted in conquest of the city; the defensive system, the mines, and the assault ramp were left in place after the deportation of the population, which permits modern investigators to gain an exact idea of the military techniques of the Sasanians and the Romans in the mid-3rd century.

It is not known where the Sasanians located their camp, but traces of their operations against the city wall still survive (du Mesnil du Buisson). To guard against the attack, which was clearly expected from the time that the Sasanian empire was established, the Romans had heightened and reinforced the external faces of the western and northern ramparts by masking them with thick layers of fill covered by a mud-brick glacis and thus burying the buildings along the inside of the wall. The Persians undermined towers 19 and 14 on the western wall in order to bring them down, but, owing to the filling and the glacis, the towers were not really destroyed. At the southeast corner of the town they built an assault ramp 40 m long and 10 m high against the wall to permit troops to enter; it consisted of a mass of fill packed between two walls of brick and paved with baked bricks, which made it possible to move a siege machine close to the wall. Two tunnels, each wide enough to permit several men to advance abreast, were dug near the body of the ramp. There is no surviving textual description of the siege of Dura Europos, but Ammianus Marcellinus’ account of the siege of Amida a century later, in which the same techniques were used, permits reconstruction of the operations at Dura; the main siege weapons were catapults, movable towers, and even elephants. Clearly the Sasanian armies had a sophisticated knowledge of siege techniques.

The discovery of the body of a Sasanian soldier in one of the trenches has also yielded precious information. He was equipped with a coat of mail, a sword ornamented with a jade disk of Central Asian type, and an iron helmet made in two halves with an iron crest running vertically down the center of the front, of clearly Mesopotamian and Iranian origin. This type of helmet served as a model for those adopted in the Roman empire in the 3rd century (James).

The chronology of the siege operations has given rise to a debate that is still far from having been resolved. The discovery of Pahlavi inscriptions on the frescoes of the synagogue does not prove that the town had first been occupied by the Sasanians during a campaign in 253, three years before the final siege. It is also improbable that a house near the triumphal arch on the main street, in which there was a fresco of Sasanian type showing a fight between cavalrymen, belongs to this putative first occupation. It seems now that this fresco, several ostraca in Pahlavi found in the palace of the Dux Ripae (Figure 30/13), and the tombs discovered in the town and along the river resulted from temporary installation of a small Persian detachment in the town after the victory of 256 (MacDonald; Leriche and Al Mahmoud, 1994).

Τις βιβλιογραφικές παραπομπές μπορείτε να βρείτε εδώ:

http://www.iranicaonline.org/articles/dura-europos

——————————————————————————–

Γενικά:

http://www.tertullian.org/rpearse/mithras/display.php?page=cimrm34

https://www.thebyzantinelegacy.com/dura-mithraeum

https://sergeyurich.livejournal.com/809515.html

https://en.wikipedia.org/wiki/Dura-Europos

https://en.wikipedia.org/wiki/Dura-Europos_synagogue

https://ru.wikipedia.org/wiki/Дура-Эвропос

https://ru.wikipedia.org/wiki/Синагога_Дура-Европос

https://el.wikipedia.org/wiki/Δούρα_Ευρωπός

https://artgallery.yale.edu/online-feature/dura-europos-excavating-antiquity

http://media.artgallery.yale.edu/duraeuropos/dura.html

http://www.sacred-destinations.com/syria/dura-europos

http://www.pravenc.ru/text/180593.html

https://www.livius.org/articles/place/dura-europos/

https://artgallery.yale.edu/collections/objects/6746

http://users.stlcc.edu/mfuller/DuraMithras.html

https://www.cambridge.org/core/books/religion-society-and-culture-at-duraeuropos/mithraeum-of-duraeuropos/EC5B512F8931E969F185C033CB758FA2

————————————————————–

Αρχική ανάρτηση του βίντεο:

Dura Europos – The Life, Death and Resurrection of an ancient city – Syria

I traveled to Dura Europos just before the outbreak of the Syrian civil war and were one of the last to see this magnificent site before it was destroyed.

Dura Europos was a Hellenistic, Parthian and Roman border city built on an escarpment above the Euphrates river in eastern Syria.

It was conquered in 114 AD and finally captured in 165 AD by the Romans (who greatly enlarged it as their easternmost stronghold in Mesopotamia) and destroyed after a Sassanian siege in 257 AD. After it was abandoned, it was covered by sand and mud and disappeared from sight.

Abandoned after its conquest in 256–7 AD, nothing was built over it and no later building programs obscured the architectonic features of the ancient city. Its location on the edge of empires made for a co-mingling of cultural traditions, much of which was preserved under the city’s ruins.

Some remarkable finds have been brought to light, including numerous temples, wall decorations, inscriptions, military equipment, tombs, and even dramatic evidence of the Sassanian siege during the Imperial Roman period which led to the site’s abandonment.

After it has been severely looted by the Islamic State in the ongoing Syrian Civil War, it was demolished by ISIS.


Κατεβάστε το κείμενο σε Pdf:

Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: Ιστορία, Αποικιοκρατία, Ιστοριογραφία, Κοσμοθεωρία, Οικουμένη

Οι Δρόμοι του Μεταξιού υπήρχαν αδιαλλείπτως για χιλιετίες. Ή μάλλον, για να το πω πιο ολοκληρωμένα, οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών. Αρχικά και για χιλιετίες υπήρχαν εμπορικοί δρόμοι που συνέδεαν κάποιες χώρες και με κάποιες αλλές, όπως για παράδειγμα, την Μεσοποταμία με την Κεντρική Ασία, ή την Μεσοποταμία με την Κοιλάδα του Ινδού, ή την Μεσοποταμία με την Αίγυπτο, ή την Αίγυπτο με την Σομαλία και το Κέρας της Αφρικής.

Αλλά χάρη στους Αχαιμενιδείς του Ιράν όλοι οι επί μέρους και μεταξύ τους ασύνδετοι εμπορικοί δρόμοι ενώθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε ένα ενιαίο κι ακέραιο σύστημα δρόμων κι εναλλακτικών δρόμων μεταφοράς προϊόντων. Μόνο στην τελική τους μορφή, οι εμπορικοί δρόμοι συνέδεαν μεταξύ τους όλα τα τμήματα της Ευρασίας και το μείζον τμήμα της Αφρικής. Στην ολοκληρωμένη διάσταση αυτή εμφανίσθηκαν οι εμπορικοί δρόμοι περίπου στην αρχή των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων ή λίγο πιο πριν: γύρω στο 100 π.Χ.

Οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ήταν μια υπόθεση ζωής, καθημερινότητας, εμπορίου αλλά και επικών κατορθωμάτων, μυθικών παραδόσεων, θρύλων, λογοτεχνιών, τεχνών, βασιλικών εξουσιών, θεουργιών, μυστικισμών, θρησκειών, παιδείας, πολιτισμού, και ιερότητας για πάνω από δύο χιλιετίες (500 π.Χ. – 1600 μ.Χ.). Αυτή είναι η πιο σημαντική περίοδος της Παγκόσμιας Ιστορίας από την άποψη ότι προλογίζει τα νεώτερα, 400-500 χρόνια και είναι πολύ περισσότερο τεκμηριωμένη χάρη σε επιγραφικά, φιλολογικά κι αρχαιολογικά ντοκουμέντα.  

Α. Ιστορία και Ιστοριογραφία

Οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών είναι ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίο στράφηκε η Παγκόσμια Ιστορία για την προαναφερμένη περίοδο. Αλλά τι είναι Ιστορία; Αυτό είναι κάτι πολύ συγκεχυμένο κι άγνωστο στον περισσότερο κόσμο, ο οποίος πέφτει συχνά θύμα των ίδιων των λέξεων και των εννοιών – ή των ψευδοεννοιών…

– Η Ιστορία είναι δυο ολότελα διαφορετικά πράγματα….

μου είπε κάποτε ο εξαιρετικός φίλος και διακεκριμμένος ανατολιστής και ιστορικός, καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, όταν δεν είχα ακόμη διαβάσει πολλά από τα βιβλία, λήμματα και άρθρα του. Και συνέχισε:

– Ένα θέμα είναι η Ιστορία, δηλαδή το τι όντως έγινε κάπου, κάπως, κάποτε από κάποιους και για κάποιον λόγο: δηλαδή τα συμβάντα. Θεωρητικά όλα τα συμβάντα, αλλά κατ’ ουσίαν τα πιο σημαντικά από αυτά: κάθε χαρακτήρα συμβάντα. Από μια ιεροτελεστία εντός ενός ναού, σε μια επιδρομή, σε μια ανακήρυξη βασιλέως, σε μια συγγραφή έπους, σε μια μάχη, σε μια απομνημόνευση νίκης πάνω σε μια ενεπίγραφη στήλη, σε μια ανέγερση κάστρου ή ανακτόρου, σε μια αναγραφή αυτοκρατορικών χρονικών, σε μια καταγραφή ενός ιστορικού έργου όπως αυτό του Ταμπαρί, ή του Προκόπιου, ή του Αρριανού.

Είναι σαφές με το παραπάνω ότι ο κ. Μεγαλομμάτης εννοούσε την υπαρκτή αλληλουχία γεγονότων είτε καταγραμμένων είτε όχι, είτε γνωστών σήμερα είτε όχι. Μεταγενέστερα, διάβασα την εκτεταμένη βιβλιοκρισία του βιβλίου του Ουμπέρτο Έκο ‘Το Εκκρεμές του Φουκώ’, την οποία ο κ. Μεγαλομμάτης είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό Διαβάζω {τεύχος 235 (21/3/1990) σελ. 113-128} με τίτλο ‘Η Ιστορία Μυστική;’, όπου ο Έλληνας ανατολιστής αναφέρεται εκτεταμένα στο πως νοείται η Ιστορία σε διαφορετικούς πολιτισμούς και τι ακριβώς έννοια έχει η λέξη ‘Ιστορία’ σε διαφορετικές γλώσσες. 

Συνεχίζοντας όμως την απάντησή του, αντιδιέστειλε με το τι προανέφερε κάτι το ολότελα διαφορετικό – κάτι που ελάχιστοι αντιλαμβάνονται, κι ας είναι ωστόσο κάτι το εύκολα ορατό και κατανοητό:

– Και ένα ολότελα άλλο θέμα είναι η Ιστοριογραφία, δηλαδή η συγγραφή – εκ μέρους ενός ανθρώπου – ενός ιστορικού έργου, μέσα στο οποίο περιγράφεται ή και αναλύεται / σχολιάζεται / αποτιμάται /εξηγείται η Ιστορία ενός βασιλείου, ή μιας δυναστείας, ή ενός βασιλέως, ή μιας θρησκείας, ή μιας τέχνης, ή μιας ευρύτερης περιοχής, ή ενός γεγονότος, ή ενός θρύλου, ή ενός πολιτισμού. Και αυτό, δηλαδή η Ιστοριογραφία, είναι για πολλούς λόγους άσχετο από την Ιστορία – αποτελεί μόνο μια σκιά της Ιστορίας, ή ακριβέστερα μια σκιά ορισμένων μόνον πτυχών της Ιστορίας.

Αν κάποιος κατανοήσει την διαφορά Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, αντιλαμβάνεται ότι ό,τι σήμερα νομίζουμε ότι ξέρουμε ως ‘Ιστορία’ είναι στην ουσία και στο μείζον τμήμα του μια ‘Ιστοριογραφία’, δηλαδή μια υποκειμενική, τμηματική και σχεδόν πάντοτε μεροληπτική αναπαράσταση της Ιστορίας, ή αν προτιμάτε, μια ματιά πάνω σε ένα τμήμα της Ιστορίας εκ μέρους ενός ανθρώπου. Με άλλα λόγια, αυτό που λέγεται από τον πολύ κόσμο συνήθως μεταφορικά, ότι δηλαδή “Η Ιστορία γράφεται από τους Νικητές”, είναι πολύ σωστό κυρίως από την έννοια ότι δεν πρέπει να το πιστεύουμε εφόσον

α) ούτε ‘Ιστορία’ είναι,

β) ούτε αντικειμενική αναπαράσταση της ‘Ιστορίας’ είναι.

Ωστόσο, μου έκανε αρχικά εντύπωση ότι ο κ. Μεγαλομμάτης περιλάμβανε τα διάφορα ιστορικά κείμενα, Χρονικά Βασιλέων, επιγραφές, κλπ, όπως και τους αρχαίους ιστορικούς, στην ‘Ιστορία’ κι όχι στην ‘Ιστοριογραφία’ μαζί με τους νεώτερους ιστορικούς κι επιστήμονες, οπότε και τον ερώτησα. Η αποσαφήνισή του δίνει και το μέτρο των όσων ο απλός άνθρωπος συγχέει απόλυτα στο μυαλό του σήμερα:

– Οι λεγόμενοι Περσικοί Πόλεμοι, τους οποίους στην Αρχαιότητα οι Έλληνες ονόμαζαν τα ‘Μηδικά’ και οι οποίοι στην ουσία ήταν μια σειρά εκστρατειών στα δυτικά εκ μέρους του στρατεύματος της πολυεθνικής αυτοκρατορίας του Ιράν, ήταν το ‘συμβάν’, ή τα ‘συμβάντα’. Αυτά και μόνον αυτά είναι η ‘Ιστορία’. Όσοι συμμετείχαν και μάχονταν τα ήξεραν στην πραγματικότητα – από πρώτο χέρι.

Οι Ιστορίες του Ηροδότου και οι σφηνοειδείς αρχαίες αχαιμενιδικές επιγραφές των χρόνων του Δαρείου Α’ και του Ξέρξη Α’ είναι και ‘Ιστορία’ και ‘Ιστοριογραφία’. Και αυτό πρέπει κάποιος να το ξεχωρίζει πολύ καθαρά.

Τα αρχαία αυτά κείμενα είναι ‘Ιστορία’ από την άποψη ότι

α) ένα στέλεχος της αντι-ιρανικής αντιπολίτευσης στην Καρία (: ο Ηρόδοτος) κατέφυγε στην Αθήνα και κει συνέγραψε την μεροληπτικά αντι-ιρανική ματιά του στα τότε γεγονότα. Αυτό ως συμβάν είναι ‘Ιστορία’.

β) οι αυτοκρατορικοί γραφείς των Αχαιμενιδών του Ιράν κατέγραψαν, είτε πάνω σε βράχους επιγραφές που κάποιες διασώθηκαν και κάποες δεν διασώθηκαν, είτε πάνω σε πινακίδες, παπύρους και περγαμηνές που δεν διασώθηκαν, την επίσημη αχαιμενιδική ιρανική αυτοκρατορική εκδοχή των γεγονότων. Και αυτές οι δραστηριότητες ως συμβάντα είναι ‘Ιστορία’.

Και στην περίπτωση των αυτοκρατορικών γραφέων των Αχαιμενιδών και στην περίπτωση του Ηροδότου έχουμε ένα ιστορικό συμβάν: κάποιοι έγραψαν κάτι.

Αλλά το περιεχόμενο των αχαιμενιδικών ιρανικών επιγραφών και του κειμένου του Ηροδότου είναι Ίστοριογραφία’. Συνεπώς, δεν μπορούμε αυτόματα να το εκλάβουμε ως ‘Ιστορία’ διότι είναι μόνον, και στις δυο περιπτώσεις, μια ματιά πάνω στα γεγονότα, μια αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας, συνεπώς μια μεροληπτική παρουσίαση που πρέπει εμείς με προσοχή να αναλύσουμε, διασταυρώνοντάς την με όλα τα άλλα στοιχεία που έχουμε, για να συμπεράνουμε σε ποιον βαθμό αντανακλά τα γεγονότα με αυθεντικότητα, πληρότητα και αλήθεια.

Στο τέλος εκείνης της συζήτησης, τις σημειώσεις της οποίας ανασυνθέτω εδώ, ο κ. Μεγαλομμάτης μου εξήγησε ότι, αντίθετα από ιστορικού περιεχομένου αρχαίες επιγραφές και κείμενα, άλλου περιεχομένου ιστορικά τεκμήρια είναι φυσιολογικό να αναπαριστούν τα ιστορικά συμβάντα εντελώς αμερόληπτα.

Έτσι λοιπόν θρησκευτικού, μυθικού, κοσμογονικού, εσχατολογικού, ιερατικού χαρακτήρα κείμενα κι επιγραφές πάνω σε τοίχους ναών, σε επιτύμβια μνημεία, σε αγάλματα και σε στήλες, χρησμοί και ύμνοι, γεωγραφικά και αστρονομικά κείμενα, περιηγητικά κείμενα, και εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα κείμενα, συμβόλαια κι αγοραπωλησίες, νομίσματα και σφραγίδες, όπως και όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν πολύ πιο αυθεντική, πιο αμερόληπτη, πιο τεκμηριωμένη αναπαράσταση της Ιστορίας.

Β. Σύγχρονη Ιστοριογραφία: Αναθεωρητική ‘Γραφή’ της Παγκόσμιας Ιστορίας

Η νεώτερη επιστήμη της Ιστορίας είναι στο σύνολό της μια Ιστοριογραφία. Ως τέτοια είναι απόλυτα μεροληπτική. Πολύ περισσότερο, εφόσον δεν ξεκίνησε από ένα παγκόσμιο συνέδριο ειδικών που συμφώνησαν στις μεθόδους, αλλά από ολότελα μεμονωμένες περιπτώσεις δυτικών πολυμαθών του 15ου και 16ου αιώνα οι οποίοι ήταν προκατειλημμένα άτομα ιδεοληπτικών εμμονών, εμπάθειας, μισαλλοδοξίας, και ωφελιμισμού.

Οι Δυτικο-Ευρωπαίοι ιστορικοί των χρόνων της Αναγέννησης και του Κλασικισμού πριν από όλα δεν ήταν αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι ούτε καν απέναντι στο δικό τους παρελθόν. Πως θα μπορούσαν ποτέ να είναι αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι απέναντι στο παρελθόν των άλλων, και μάλιστα εκείνων τους οποίους οι ίδιοι θεωρούσαν ως ντε φάκτο εχθρούς τους; Έτσι ξεκίνησε το πρόβλημα.

Η νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία είναι μια ιδεοληπτική, προκατειλημμένη, μεροληπτική, εμπαθής και κυριολεκτικά τυφλή απόπειρα να αναθεωρηθεί η Παγκόσμια Ιστορία. Οι ‘ιστορικοί’ του 16ου και 17ου αιώνα μισούσαν αβυσσαλέα το χριστιανικό τους παρελθόν και προσπαθούσαν να το υποτιμήσουν, να το προσβάλουν και τελικώς να το σβύσουν. Κατ’ ουσίαν, εκείνοι οι ‘ιστορικοί’, πάνω στο έργο των οποίων κτίσθηκε ένας νεώτερος Πύργος της Βαβέλ που δεν μπορεί παρά να πέσει, ήταν συστηματικοί παραχαράκτες της ιστορικής αλήθειας και ως εγκληματίες και κακούργοι ήταν ακριβώς οι αντίστοιχοι των Ισπανών, Πορτογάλων, Ολλανδών, Γάλλων κι Άγγλων αποικιοκρατών,οι οποίοι κατέσφαξαν εκατομμύρια ανθρώπους, καταλήστευσαν όλους τους τόπους όπου από κατάρα αποβιβάσθηκαν, και διέσπειραν αρρώστεια, μόλυνση, διχόνοια, διαφθορά και διαστροφή, έχθρα και ανωμαλία, μίσος και ασέλγεια, βαρβαρότητα και απανθρωπιά.

Οι Κλασικιστές, Ελληνιστές και Λατινιστές του 17ου και 18ου αιώνα παρουσίασαν ως ‘Ιστορία’ όχι απλώς μια μεροληπτική αναπαράσταση των γεγονότων αλλά ένα εκ των προτέρων επινοημένο στα άρρωστα μυαλά τους διαιρετικό σχήμα “Δύση και Ανατολή”, όπου απέδωσαν στο πρώτο τμήμα όλα τα καλά και σιο δεύτερο τμήμα όλα τα κακά της Ανθρώπινης Ιστορίας. Υπό ψύχραιμη κι αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση αν κυτταχθεί το παραπάνω σχήμα, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν μπορεί παρά να είναι η διανοητική διαστροφή ανθρωποειδών των οποίων οι εκφυλισμένοι και άρρωστοι πρόγονοι τους άφησαν ως μυσαρή κληρονομιά τα συνεπακόλουθα της πανώλους και της σύφιλης που ενδημούσαν στην ψευτο-χριστιανική φραγκική, γοτθική κι αγγλοσαξωνική Ευρώπη της περιόδου 476 μ.Χ. – 1453 μ.Χ.

Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά καμμιά διάκριση σε Δύση και Ανατολή πλην βεβαίως της γεωγραφικής διαίρεσης με βάση τα σημεία του ορίζοντα. Η απόπειρα αυτή, να θεωρηθούν οι όροι ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ ως πολιτισμικώς διαφορετικοί κι αντίθετοι αποτελεί μια αναθεωρητική ματιά στην Παγκόσμια Ιστορία, την οποία οι δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί πολύ απλά αναπαράστησαν έτσι όπως εκείνοι θα ήθελαν να είχε συμβεί. Η ‘Αρχαία Ελλάδα’ και η ‘Αρχαία Ρώμη’, την Ιστορία των οποίων δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί ανασυνέθεσαν με τις τότε ελάχιστες (σε σύγκριση με τις σήμερα υπαρκτές) πηγές, είναι διαστροφικά εκτρώματα τα οποία ουδέποτε υπήρξαν και η σύγχρονη ιστοριογραφία απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από τις υπαρκτές αρχαίες ιστορικές πηγές. Με άλλα λόγια η αληθινή Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης ήταν ολότελα διαφορετική από το πως οι νεώτεροι δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί εσκεμμένα κι εξεπίτηδες παρουσίασαν.

Οι πρώτοι Ανατολιστές (Οριενταλιστές), οι οποίοι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα μελετούσαν τις αρχαιότητες του Ιράν, της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, της Ανατολίας, της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας, συνειδητά κατέκλεβαν τις αρχαιότητες εκείνων των χωρών και κρατούσαν τους ντόπιους μακριά από την διαδικασία αποκρυπτογράφησης και εκμάθησης των ιστορικών πηγών της Ιστορίας τους. Αυτό επιχειρήθηκε επειδή ο σκοπός των Γάλλων, Άγγλων, Ολλανδών, Βέλγων κι Αμερικανών ανατολιστών (οριενταλιστών) ήταν – όχι να μάθουν τι ‘έγινε’ στο παρελθόν και να το κοινοποιήσουν ευρύτερα αλλά – να ανασυνθέσουν τα ευρήματά τους έτσι ώστε να μην πειραχθεί ως προς τίποτα η προκατασκευασμένη ψευτο-ιστορία την οποία είχαν ήδη συνθέσει πάνω σε εντελώς ρατσιστικά και μισαλλόδοξα πλαίσια.

Γ. Αποικιοκρατική Εξάρτηση σε Μορφωτικό, Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Επίπεδο

Τέτοια ήταν η αγγλογαλλική λύσσα εναντίον όλων των άλλων εθνών που οι δυτικο-Ευρωπαίοι αιγυπτιολόγοι δεν άφησαν Αιγύπτιους να μάθουν αιγυπτιακά ιερογλυφικά, ιερατικά και δημοτικά (τις τρεις διαφορετικές γραφές της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας) για πάνω από 100 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχή της αποκρυπτογράφησης των ιερογλυφικών από τον Σαμπολλιόν το 1821! Αντίστοιχα συνέβησαν και σε άλλους τομείς όπως η ασσυριολογία, η χιττιτολογία, η ιρανολογία, κοκ.

Η τερατουργηματική αναπαράσταση της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής από τους δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς ανατολιστές (οριενταλιστές) βρίσκει το αντίστοιχό της στην αισχρή, απάνθρωπη και κτηνώδη επίθεση των Άγγλων και των Γάλλων κατά της Κίνας κατά τον 19ο αιώνα, ένα γεγονός που έμεινε γνωστό ως Πόλεμοι του Οπίου (1839-1842 & 1856-1860).

Όμως, οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν ελέγχονται πάντοτε ερμητικά, δεν στεγανοποιούνται, και δεν αποκρύπτονται όπως ορισμένοι θα ήθελαν. Έτσι εμφανίσθηκαν ειδικοί ερευνητές, μελετητές, ιστορικοί, εθνογράφοι, γλωσσολόγοι κι αρχαιολόγοι από άλλα ευρωπαϊκά έθνη χωρίς απάνθρωπη και κτηνώδη αποικιοκρατική τάση και χωρίς διαστρεβλωτική και παραχαρακτική ιστορική διάθεση. Οπότε, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Ρώσσοι, Ούγγροι, Τσέχοι, Σουηδοί, Δανοί, Πολωνοί και Φινλανδοί κλασικιστές και οριενταλιστές συμμετείχαν στο έργο της ανασύστασης/αναπαράστασης της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής και τα ευρήματά τους, όπως άλλωστε και οι περισσότερο αντικειμενικές κι αμερόληπτες ερμηνείες και συνθέσεις τους, μείωσαν δραστικά και απαξίωσαν σε μεγάλο βαθμό τα αυθαίρετα δόγματα, τις προκατειλημμένες ιδέες και τις παραχαρακτικές θέσεις των Γάλλων και των Άγγλων κλασικιστών και οριενταλιστών.

Υπήρχε και υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους ειδικούς επιστήμονες των κεντρικών κι ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών από την μια και τους παραχαράκτες και διαστρεβλωτές επιστήμονες της Αγγλίας και της Γαλλίας από την άλλη: οι πρώτοι ενδιαφέρονταν ειλικρινά για την επιστημονική αλήθεια και την αντικειμενική πραγματικότητα και ταυτόχρονα ανήκαν σε χώρες χωρίς αποικιοκρατική παράδοση. Αντίθετα, οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι κλασικιστές κι οριενταλιστές ήταν εξυπαρχής υπηρέτες των αποικιοκρατικών συμφερόντων των χωρών τους και εργάζονταν για να διαδώσουν μια απάνθρωπη και ρατσιστική εκδοχή Ιστορίας, δηλαδή την ψευδή διαίρεση της Ανθρωπότητας σε Δύση και Ανατολή και την δήθεν υπεροχή της Δύσης.

Ακόμη χειρότερα, η Γαλλία, η Αγγλία κι οι ΗΠΑ που ακολουθούν την αποικιοκρατική πολιτική των δυο δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών συστηματικά και στο μεγαλύτερο τμήμα της γης προσπάθησαν να στεγανοποιήσουν την επιστημονική γνώση και απέτρεψαν τις μορφωτικές κι ακαδημαϊκές ανταλλαγές σε ουσιαστικό βάθος: συνέπεια του καταστροφικού κι απάνθρωπου έργου αυτών των τριών κρατών είναι ότι σήμερα δεν υπάρχουν

– Μαροκινοί ειδικευμένοι σε ιρανολογία

– Υεμενίτες ειδικευμένοι σε αιγυπτιολογία

– Ιρακινοί ειδικευμένοι σε ινδολογία

– Αιγύπτιοι ειδικευμένοι σε ασσυριολογία

– Ιρανοί ειδικευμένοι στο Κους και την Μερόη του Αρχαίου Σουδάν

– Σουδανοί ειδικευμένοι σε χιττιτολογία

– Ινδοί ειδικευμένοι σε σουμερολογία

– Έλληνες ειδικευμένοι στην ιστορία του Νεστοριανισμού στην Ασία

– Σομαλοί ειδικευμένοι σε κλασικές σπουδές

– Αλγερινοί ειδικευμένοι στην ιστορία του Μανιχεϊσμού σε Ασία, Αφρική κι Ευρώπη

– Ουζμπέκοι ειδικοί σε φοινικικές και καρχηδονιακές σπουδές

– Τούρκοι ειδικοί σε δραβιδικές γλώσσες, λογοτεχνίες και γλωσσολογία

– Νιγηριανοί Χριστιανοί ειδικοί σε κοπτολογία και κοπτικό Μονοφυσιτισμό

– Νιγηριανοί Μουσουλμάνοι ειδικοί σε Σιιτικό Ισλάμ, Φερντοουσί και Σαφεβίδες

– Κινέζοι ειδικοί στην γλώσσα, την λογοτεχνία και την θρησκεία των Ορόμο

– Κενυάτες ειδικοί σε θιβετιανική γλώσσα, θιβετιανό Βουδισμό

– Λιβανέζοι ειδικοί σε σινολογία

– Τανζανοί ειδικοί σε μογγολική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία

– Αζέροι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας

– Ινδονήσιοι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες του Καυκάσου, κοκ.

Αντίθετα, όλες οι ειδικότητες αυτές υπάρχουν όχι μόνον σε πανεπιστήμια μεγάλων χωρών, όπως η Γαλλία κι η Αγγλία, αλλά και σε αυτά μικρών σχετικών χωρών όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, κα.

Αυτή η απόλυτη διαφορά ανάμεσα α) σε χώρες αποκομμένες από τις περισσότερες άλλες και β) σε χώρες με συνολική εποπτεία των ανθρωπιστικών επιστημών είναι η πεμπτουσία της αποικιοκρατίας σε μορφωτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό επίπεδο και πάνω της εδράζεται κάθε πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική εξάρτηση.

Μετά τον Β’ ΠΠ και πιο πρόσφατα κάποιες μεγάλες κι οικονομικώς ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Κίνα κι η Ινδία, άρχισαν να καταβάλουν προσπάθειες να ανατρέψουν την κατάσταση, να μειώσουν την διαφορά, και να εκμηδενίσουν τα καταστροφικά για όλη την Ανθρωπότητα έργα των δυτικών αποικιοκρατών.

Δ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: Ιστορία, Ιστοριογραφία, και Κοσμοθεωρία

Και στο σημείο αυτό επανήλθε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον για τους ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών

1- ως ιστοριογραφία,

2- ως κοσμοθεωρία, δηλαδή ως

– απόρριψη της αποικιοκρατίας, των ιδεολογιών που την υποστήριξαν, και των απάνθρωπων ιδεών και θεωριών που διέδωσε, και

– διαγραφή της δυτικο-ευρωπαϊκής και βορειο-αμερικανικής κλασικιστικής κι οριενταλιστικής ιστοριογραφίας, και

3- ως λειτουργική επανέναρξη σε εμπορικό, οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό, στρατιωτικό επίπεδο.

Ι. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστορία

Η ιστορία των εμπορικών δρόμων που συνέδεσαν σχεδόν το σύνολο της αφρο-ευρασιατικής γήινης επιφάνειας είναι ένα τεράστια τεκμηριωμένο σύνολο ιστορικών πηγών, στις οποίες το κεντρικό θέμα δεν είναι ούτε μια αυτοκρατορία, ούτε ένας ηγεμόνας, ούτε μια θρησκεία, ούτε ένας ιδρυτής θρησκείας, ούτε ένας αρχιερέας, ούτε μια φιλοσοφία, ούτε ένας φιλόσοφος, ούτε ένα έθνος, ούτε ένας στρατός, ούτε ένας στρατηλάτης, ούτε μια τέχνη, ούτε ένας καλλιτέχνης, ούτε μια γλώσσα, ούτε μια γραφή, ούτε ένα κείμενο, ούτε μια παιδεία, ούτε ένας πολιτισμός, ούτε ένα εμπορικό προϊόν, ούτε μια πίστη, ούτε ένας θρύλος, ούτε ένας θεός.

Το κεντρικό θέμα είναι εκ πρώτης όψεως ο άνθρωπος, ο απλός, άγνωστος άνθρωπος που είτε ως στρατιώτης, ως έμπορος, ως γεωργός, ως κτηνοτρόφος, ως ψαράς, ως γραφέας, ως καπετάνιος, ως μεταφραστής, ως ιερέας, ως κατακτητής, ως προσκυνητής, ως μύστης, ως διπλωμάτης, ως περιηγητής, ως τεχνίτης, ως καλλιτέχνης, ως αρχιτέκτονας, ως συγγραφέας, ως δούλος ή ως άρχοντας συμμετείχε στα όσα γίνονταν στους εμπορικούς δρόμους που συνεδέαν όλες αυτές τις τόσο μακρινές και ωστόσο τόσο κοντινές γαίες.

Από την φύση των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών σβύννουν κάθε πολιτική και κάθε διάκριση, κάθε διάθεση υπεροχής ή επιβολής και κάθε απόπειρα μονοπωλίου ή μονοπώλησης. Οι αστείρευτες ιστορικές πηγές που έχουμε για το τεράστιο αυτό θέμα πιστοποιούν απόλυτα ότι σημασία έχουν μόνον όλοι και ότι ένας ίσον κανένας.

Από το περιεχόμενο των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνουν πόσο ασήμαντα είναι μέσα στην Παγκόσμια Ιστορία ένα έθνος, μία δυναστεία, ένα βασίλειο, ένας στρατός, ένας ηγεμόνας, ένας ιδρυτής θρησκείας, μια θρησκεία, μια γλώσσα, ή ένας πολιτισμός. Το κάθε τι και ο καθένας είναι συνάρτηση όλων των άλλων. Χωρίς τους Υεμενίτες, οι Ιρανοί θα ήσαν ασήμαντοι, και χωρίς τους Αξωμίτες οι Ρωμιοί της Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα ήσαν ανίσχυροι.

Οι Ρωμιοί μιλούσαν αραμαϊκά όταν έπρεπε, οι Ιρανοί αυτοκράτορες έγραψαν την ίδια τους την γλώσσα με αραμαϊκή γραφή, ενώ Αιγύπτιοι Χριστιανοί, για να απαλλαγούν από το ειδωλολατρικό βάρος των ιερογλυφικών, έγραψαν την γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, διαμορφώνοντας έτσι τα κοπτικά. Έλληνες δέχθηκαν τις αιγυπτιακές ισιακές λατρείες, προσχώρησαν στον Μιθραϊσμό, κι απέρριψαν το Δωδεκάθεό τους. Αργότερα, οι Έλληνες διαιρέθηκαν ανάμεσα σε οπαδούς του Ιησού (Χριστιανοί) και σε οπαδούς του Μάνη (Μανιχαίοι) δηλαδή δύο ανθρώπων που είχαν ως μητρική γλώσσα τα αραμαϊκά.

Και που πήγε όλη η στρατιωτική ισχύς της Ρώμης και τα κέρδη από την αυτοκρατορική φορολογία; Που αλλού εκτός από την πληρωμή των πανάκριβων λιβανωτών που μάζευαν σε κάποια δέντρα των ακτών τους οι Σομαλοί κι οι Υεμενίτες. Κι οι μουσουλμάνοι Αβασίδες, που σκόρπισαν τα έσοδα του απέραντου κράτους τους που στην ακμή του ήταν μεγαλύτερο κι από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των χρόνων του Τραϊανού; Προφανώς στα μεταξωτά της Κίνας, τα μπαχαρικά της Ινδονησίας, και τα λιβάνια του Κέρατος της Αφρικής.

Η Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνει με μεγάλη σαφήνεια, χάρη στις ιστορικές πηγές της, τις διαστάσεις κάθε πολιτισμού και κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έτσι αναδεκνύεται καλύτερα από τις ιστορικές πηγές η διάδοση μιας πίστης, μιας θρησκείας, ενός μύθου, μιας δοξασίας, μιας παράδοσης ή ενός θρύλου. Μανιχεϊστικά κοπτικά κι ελληνικά χειρόγραφα στην Αίγυπτο και αναφορές σε Μανιχαίους της βορειοδυτικής Αφρικής και της Ρώμης σε λατινικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Ρωμανίας σε ρωμέικα κείμενα, σε Μανιχαίους του Ισλαμικού Χαλιφάτου σε αραβικά και περσικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Κεντρικής Ασίας σε σογδιανικά και σε τουρκικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Κίνας σε κινεζικά κείμενα είναι από μόνα τους ένα παράδειγμα πόσο μικρή σημασία έχουν στην Ιστορία τα κράτη, οι αυτοκρατορίες κι οι ηγεμόνες και πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι απλοί άνθρωποι που μόνοι τους διέδωσαν την πίστη τους παντού. Τι απέφεραν οι σασανιδικοί διωγμοί των Μανιχαίων που ξεκίνησαν κατά προτροπή του Καρτίρ; Τίποτα! Βοήθησαν στο να είναι η θρησκεία του Μάνη η πρώτη που διαδόθηκε σε όλη την έκταση ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό!

Η Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών βασίζεται σε ιστορικές πηγές που καλύπτουν μια μοναδική ποικιλία γλωσσών κα γραφών: αρχαία αραμαϊκά, κινεζικά, αρχαία αχαιμενιδικά ιρανικά, παχλεβί παρθικά, σανσκριτικά, πρακριτικά, κουσανικά, μέσα περσικά, συριακά αραμαϊκά, σογδιανικά, μανιχεϊκά (γραφή επινοημένη από τον ίδιο τον Μάνη), χοτανικά, κοπτικά, αρχαία υεμενικά (: σαβαϊκά, χιμυαρικά, χαντράμι), αρχαία ελληνικά, λατινικά, ρωμέικα, γκεζ αξωμιτικά (της Αβησσυνίας), αρμενικά, γεωργιανικά, εβραϊκά, αραβικά, φαρσί, τσαγατάι τουρκικά, σελτζουκικά, οθωμανικά τουρκικά, ουρντού, ουϊγουρικά, μογγολικά, θιβετιανικά, μπενγκαλικά, παλί, δραβιδικά, αρχαία σλαυικά (σλαβονικά), κα. Έτσι, εμπράκτως καμμιά από αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘πιο σημαντική’ ή ‘ανώτερη’ γλώσσα και γραφή.

ΙΙ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστοριογραφία

Ως μοναδικού εύρους, βάθους, ύψους και ποικιλίας τομέας των Ανθρωπιστικών Επιστημών, η σημερινή ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών αποσυναρμολογεί ολότελα τα ψευτοϊστορικά δόγματα του δυτικο-κεντρικού Κλασικισμού και του αποικιοκρατικού χαρακτήρα Οριενταλισμού.

Η καταστροφή των ψευτοϊστορικών παρουσιάσεων των Γάλλων και των Άγγλων ελληνιστών, λατινιστών κι οριενταλιστών είναι έτσι εμφανής σε όλους, γιατί οι αυθαίρετοι αφορισμοί των αποικιοκρατών επιστημόνων του 18ου και του 19ου αιώνα ξεγυμνώνονται σήμερα από μόνοι τους μπροστά στον τεράστιο πλούτο ενός απέραντου ανθρωπίνου συνόλου, όπου

α. οι Αρχαίοι ‘Ελληνες δεν απετέλεσαν παρά ένα από τα πάμπολλα έθνη που συμμετείχαν στους Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών και καμμιά ιστορική πηγή και κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν δείχνει ότι κάποιος τους θεωρούσε ως κάτι το πιο σημαντικό από τα άλλα έθνη – ούτε κι οι ίδιοι ποτέ το ισχυρίστηκαν.

β. ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαμορφώθηκε υπό την συνεχή και καθοριστική επίδραση των αρχαίων ανατολικών πολιτισμών, διασυσχετίσθηκε με πολλούς άλλους πολιτισμούς, αλλά πολλοί Αρχαίοι Έλληνες προτίμησαν άλλα πολιτισμικά σύνολα και αποδέχθηκαν στην Βακτριανή τον Βουδισμό και στον Πόντο, την Μικρά Ασία, την Μακεδονία, την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Μεγάλη Ελλάδα άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες.

γ. Η Ρώμη που είχε επηρεαστεί από την Αρχαία Ελλάδα στα χρόνια της Res Publica αρπάχθηκε από ένα ανεμοστρόβιλο ανατολικών μυστικισμών, λατρειών, θρησκειών, φιλοσοφιών και μυθολογιών στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν πλέον οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν γίνει απλοί μιμητές του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς, πομπής και χλιδής των Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων και Ιρανών προκατόχων τους. Στην Ρώμη οι ανατολικές επιδράσεις έσβυσαν την πρότερη ελληνική, έτσι όπως ανατολικές θρησκείες κατέκλυσαν την Ελλάδα πολύ πριν τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας σβύννοντας κάθε έννοια ‘Ελληνισμού’ που αποικιοκρατικών χρόνων Γάλλοι κι Άγγλοι ιστορικοί και ρατσιστές ιδεολόγοι επινόησαν.  

δ. Η Ευρώπη δεν είχε ποτέ καμμιά τοπική πολιτισμική ιδιαιτερότητα, ούτε ήταν το έδαφος όπου αναπτύχθηκαν μεγάλοι αυτοφυείς και αυθεντικοί πολιτισμοί. Η Ευρώπη ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια χερσόνησος της Ευρασίας όπου κατέφυγαν ποικίλα έθνη, φύλα και πολιτισμικά στοιχεία από τα ανατολικά. Ακόμη χειρότερα, η Ευρώπη δεν έζησε και δεν μπορούσε να ζήσει αυτοτελώς: ήταν συνεχώς εξαρτημένη από την Ασία και την Αφρική. Και η Χριστιανωσύνη είναι βασικά μια ασιατική, αραμαϊκή θρησκεία.

Ως ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών συμβάλλουν στην τελική ανατροπή ενός τεράστιου τομέα παραχάραξης της Ιστορίας: της χαρτογραφίας. Οι περισσότεροι ιστορικοί χάρτες ήταν επί αιώνες πολλαπλώς φαλικιδευμένοι έτσι ώστε να υποστηρίζουν εσφαλμένες ερμηνείες, ιστορικές παραποιήσεις, ή αποκρύψεις της ιστορικής αλήθειας. Αυτό το γεγονός έπαιρνε συχνά την μορφή λαθεμένου περιορισμού του χάρτη σε εκτάσεις εις τρόπον ώστε να αποκρύπτεται σημαντικό τμήμα της επικράτειας ομόρων κρατών των οποίων η ισχύς ‘έπρεπε’ κατά τους δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς οριενταλιστές και κλασικιστές να παρουσιαστεί ως υποβαθμισμένη ή μειωμένη. Τυπικό παράδειγμα στην περίπτωση αυτή ήταν οι χάρετες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που σχεδόν όλοι απέκρυπταν πάντοτε το σύνολο της έκτασης του σασανιδικού Ιράν για να μην φανεί ότι το Ιράν έλεγχε περισσότερη έκταση και ήταν μεγαλύτερο από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ως ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δίνουν ντε φάκτο ισότητα σε όλα τα συστατικά στοιχεία, σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος και σε όλα τα σημερινά έθνη και κράτη. Αυτό δεν είναι ένα καπρίτσιο κάποιων προϊδεασμένων ιστορικών και μεροληπτικών καθηγητών. Είναι η πραγματική Ιστορία κατά το παρελθόν και αποτελεί την σημερινή πραγματικότητα των Νέων Δρόμων του Μεταξιού που εισήγαγε η Κίνα ως πρόγραμμα παγκόσμιας ενοποίησης σε μια κοινότητα.

ΙΙΙ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Κοσμοθεωρία

Οπότε, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών από Ιστορία και Ιστοριογραφία γίνονται έτσι μια Κοσμοθεωρία: μια νέα ματιά πάνω στην Ανθρωπότητα και στην Παγκόσμια Ιστορία, μια συνενωτική (uni+versalist) προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν και συνυπάρχουν όλοι σε μια βάση ισότητας με απαγόρευση της μισαλλοδοξίας, του εγωκεντρισμού, του εθνικισμού, του ρατσισμού και της κάθε άρρωστης κι απάνθρωπης ιδέας περί ‘ανωτερότητας’ ενός έθνους ή πολιτισμού.

Αυτό είναι μια μεγάλη προσέγγιση στην ιστορική αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει έντιμα, ηθικά και δίκαια η Ανθρωπότητα χωρίς πολέμους και χωρίς έχθρες. Έτσι, η παρανοϊκή και πατριδοκαπηλική ψευτιά του ρατσισμού θα αντικατασταθεί από μια Οικουμένη πολυπολιτισμικής συνεργασίας κι αλληλοκατανόησης, όπου όλα τα μέλη θα σέβονται το ένα το άλλο και κανένα δεν θα επιχειρεί να ισχυριστεί ότι είναι ‘ανώτερο’ ή ‘αρχαιότερο’.

Η εκκίνηση της Ανθρωπότητας είναι γνωστή και αδιαμφσιβήτητη: πολύ πριν υπάρξουν Κίνα, Ινδία, Ιράν, Ελλάδα και Ρώμη υπήρχαν γραφές και κορυφαίοι πολιτισμοί στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Αυτό κανένας δεν το είχε αρνηθεί μέχρι την επικράτηση στα δυτικο-ευρωπαϊκά πανεπιστήμια μιας ρατσιστικής κλίκας που υπήρξε υπεύθυνη για τα προαναφερμένα ψέμματα τα οποία έρχεται τώρα ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού να εξαφανίσει ολότελα. Και να η εφαρμογή:

Ιστορικό Παρελθόν

Α. Ο αρχαίος ρωμαϊκός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον κινεζικό πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.

Β. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον προϊσλαμικό ιρανικό πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.

Πολιτικό Παρόν

Α. Η Γαλλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από την Τουρκία: είναι το ίδιο σημαντική.

Β. Η Αγγλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από το Πακιστάν: είναι το ίδιο σημαντική.

Αυτές τις πραγματικότητες αντανακλά σήμερα η Ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: οι πρότερον αποκομμένες η μία από την άλλη χώρες αρχίζουν κι έρχονται σε επαφή μεταξύ τους: το Ουζμπεκιστάν κι η Κίνα, το Καζακστάν και η Ινδία, το Πακιστάν κι η Νιγηρία, η Τουρκία κι η Ιαπωνία, το Ιράν κι η Πολωνία, το Αζερμπαϊτζάν και το Σουδάν, κοκ.

Σε αυτό το πλαίσιο, όλα αλλάζουν: αν έχεις παιδιά σε ηλικία για να πάνε στο πανεπιστήμιο σήμερα, είναι προτιμώτερο να τα στείλεις στο Καράτσι παρά στο Λονδίνο – αφού το Λονδίνο γίνεται σιγά-σιγά ένα αντίγραφο του Πακιστάν. Αντίστοιχα, θα πρέπει να είναι κανείς τρελλός για να στείλει τα παιδιά του να σπουδάσουν στην Σορβόνη: το Μπακού ή η Νουρσουλτάν είναι προτιμώτερες επιλογές. Εκτός κι αν κάποιος θέλει να μάθουν τα παιδιά του βερβερικά (αμαζίγτ), οπότε αντί να τα στείλει στην Καμπυλία της Αλγερίας, τα στέλνει στο Παρίσι. 

Η ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών θα παίξει παγκοσμίως ένα καταλυτικό ρόλο στα προσεχή χρόνια και σε ακαδημαϊκό και σε εκπαιδευτικό-μορφωτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί σε πολλές διαστάσεις: παγκόσμια, διμερή και εθνική.

1. Παγκόσμια διάσταση

Κάνοντας λόγο για την παγκόσμια διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε σε σημαντικές αλλαγές που θα συμβούν, όπως για παράδειγμα

α. Τα κινεζικά θα γίνουν πιο σημαντική διεθνής γλώσσα από τα αγγλικά.

β. Τα τουρκικά, τα ουρντού, τα χάουσα, και τα καζακικά θα γίνουν πιο σημαντικά από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα πορτογαλικά.

γ. Χώροι όπως η Κεντρική Ασία, ο Καύκασος, και η Ανατολική Αφρική θα αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία από την Δυτική Ευρώπη σε επίπεδο πολιτισμικό, μορφωτικό και εκπαιδευτικό.

δ. Τα άκρα των Αρχαίων Δρόμων του Μεταξιού και του Νέου Δρόμου του Μεταξιού θα έχουν αντίθετη λειτουργικότητα από αυτή που είχαν στην Αρχαιότητα.

Στην Αρχαιότητα, τα άκρα ήταν η Ρώμη από την μια και από την άλλη η Κίνα, η Ινδονησία κι η Ανατολική Αφρική.

Τα ανατολικά άκρα πουλούσαν και η Ρώμη αγόραζε μετάξι, μπαχαρικά και λιβάνια.

Στο προσεχές μέλλον, τα άκρα θα είναι η Κίνα κι η Ινδία από την μια και από την άλλη η Γερμανία και η Ρωσσία.

Όμως τώρα, τα δυτικά άκρα θα πουλούν υψηλή τεχνολογία κι ενέργεια και η Κίνα κι η Ινδία θα αγοράζουν, για να πουλάνε στην συνέχεια μαζική παραγωγή σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

2. Διμερής διάσταση

Κάνοντας λόγο για την διμερή διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην δομή των διμερών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες της αφρο-ευρασιατικής γήινης επιφάνειας.

Οι διμερείς σχέσεις δυο γειτονικών χωρών θα προσλάβουν εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτή που έχουν σήμερα. Σήμερα είναι ακόμη δυνατό να συναντούνται διπλωμάτες κι υπουργοί δυο χωρών, να γνωρίζουν ο ένας ελάχιστα την χώρα του άλλου, και να μιλούν αμφότεροι σε μια διεθνή γλώσσα. Αυτό θα πάψει να υφίσταται προσεχώς και οι χώρες που δεν έχουν εξαιρετικά καλούς ειδικούς για την ιστορία, την εθνογραφία, τον πολιτισμό, την οικονομία, την αρχαιολογία, την πολιτική και την καθημερινή ζωή μιας διπλανής χώρας θα υφίστανται απώλειες και ζημιές εξαιτίας της άγνοιας.

Αυτό είναι φυσιολογικό: σε ένα κόσμο αυθαιρέτων ψευτοϊστορικών δογμάτων, η γνώση δεν είναι πάντα χρήσιμη κι η άγνοια δεν είναι πάντα επιβλαβής. Αλλά σε ένα κόσμο αλληλογνωριμίας και αλληλεξάρτησης, θα επιβιώσουν μόνον οι χώρες με τέλεια τεχνογνωσία και εξονυχιστική μελέτη των άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να λειτουργούν τουλάχιστον ένα τουρκικό πανεπιστήμιο, ένα ρωσσικό πανεπιστήμιο, ένα ιρανικό πανεπιστημιο, ένα πακιστανικό πανεπιστήμιο, ένα κινεζικό πανεπιστήμιο, κοκ. Σε όλα αυτά, όλα τα μαθήματα όλων σχολών θα γίνονται στην επίσημη γλώσσα της  χώρας από την οποία θα εξαρτώνται όλα αυτά τα πανεπιστήμια. Το ‘ψωμοτύρι’ των αγγλικών τελείωσε.

Ούτε η Ρώμη με τα λατινικά της είναι πια ένα παράδειγμα, ούτε κι η Αθήνα με την αττική της διάλεκτο. Για να πάρετε μια ιδέα για μελλοντικά παραδείγματα μορφωτικών κέντρων, ψάξτε να δείτε πόσες γλώσσες μιλούσαν και πόσες γραφές έγραφαν

– οι βασιλικοί γραφείς της Ουγκαρίτ στην Χαναάν της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας

– οι φαραωνικοί γραφείς των Θηβών της Αιγύπτου της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας

– οι αυτοκρατορικοί γραφείς της Περσέπολης στα αχαιμενιδικά χρόνια

– οι αυτοκρατορικοί γραφείς του Ιστάχρ στο Ιράν κατά τα σασανιδικά χρόνια

– ορισμένοι μοναχοί και μοναστήρια της Ρωμανίας ή της Δυτικής Ευρώπης

– οι χαλιφατικοί γραφείς κι οι επιστήμονες της αβασιδικής Βαγδάτης τον 8ο – 12ο αι.

– οι βασιλικοί γραφείς κι οι επιστήμονες μεγάλων μορφωτικών κέντρων του ισλαμικού κόσμου όπως η Μαραγέ, η Σαμαρκάνδη, το Εσφαχάν, η Άγκρα, το Δελχί και η Σταμπούλ ή επίσης στην Ανδαλουσία, το Καϊρουάν και το Κάιρο.

Το 2030 ένας καλά εφοδιασμένος για την ζωή 20άρης θα πρέπει να είναι κοντά στο επίπεδο των 10 ξένων γλωσσών. Αυτός είναι ο κόσμος του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.

3. Εθνική διάσταση

Κάνοντας λόγο για την εθνική διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην δομή της εκπαίδευσης και της παιδείας μιας χώρας που θέλει να είναι ένα ισχυρό συμβαλλόμενο μέρος στην νέα διαμορφούμενη κατάσταση του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.

Πιο συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην σημερινή Ελλάδα της οποίας η κάκιστη κι ολότελα αναποτελεσματική εκπαίδευση κρατάει όλους τους Έλληνες αιχμάλωτους διεστραμμένων ιδεολογιών, ψευτοϊστορικών δογμάτων και μη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της αρχαιοελληνικής παιδείας. Από την ελληνική εκπαίδευση πρέπει λοιπόν να αποβληθούν άχρηστοι συγγραφείς και κείμενα και αυτά να αντικατασταθούν από άλλα.

Θα πρέπει να πεταχθούν εκτός νεοελληνικής εκπαίδευσης οι εξής αρχαιοελληνικοί συγγραφείς:

Θουκυδίδης, Αριστοτέλης, Ηρόδοτος, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Λυσίας, Τραγικοί, Αρχαία Κωμωδία

Θα πρέπει να διατηρηθούν ως βάσεις της νεοελληνικής εκπαίδευσης ή να αντικαταστήσουν τους παραπάνω οι εξής αρχαιοελληνικοί συγγραφείς:

Ησίοδος, Πλάτων, Αρριανός, Στράβων, Πλούταρχος, Διόδωρος Σικελιώτης, Δίων Κάσσιος, Πτολεμαίος Γεωγράφος, Ψευδο-καλλισθένης

Θα πρέπει να προστεθούν κείμενα Γνωστικών, Μανιχαίων (Πίστις Σοφία), κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, και συγγραφείς και χρονικογράφοι των χρόνων της Ρωμανίας:

Προκόπιος, Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Γρηγέντιος του Τάφαρ, Θεοφάνης, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Άννα Κομνηνή

Και θα πρέπει να παρουσιαστούν επιλογές κειμένων και βιογραφικά σημαντικών συγγραφέων που εκπροσωπούν τους σημαντικώτερους ασιατικούς κι αφρικανικούς πολιτισμούς. Έτσι, θα εξοικειωθούν οι αημερινοί απληροφόρητοι κι αποκομμένοι από τον κόσμο Έλληνες με την υπαρκτή πραγματικότητα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και με το παρελθόν των εθνών με τα οποία θα συνυπάρξει η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο μέρος, αν θέλει να επιβιώσει.

Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών – από Ιστορία, Ιστοριογραφία και Κοσμοθεωρία που ήταν και είναι – γίνονται το προοίμιο ενός Νέου Κόσμου, ολόκληρης της Οικουμένης από την οποία όμως θα απουσιάζουν τα τερατουργηματικά κράτη Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ που βούλιαξαν όλη την Ανθρωπότητα σε τραυματικές πολεμικές εμπειρίες, αποικιοκρατικού χαρακτήρα γενοκτονίες, ρατσισμούς, και άλλες ιδεολογικές διαστροφές. Τώρα η Δύση θα σβύσει. Όποιος την εγκαταλείψει νωρίτερα σώζεται.  

———————————————–

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc: