Τίλια Τεπέ: τα Χρυσάφια της Βακτριανής, Βίκτωρ Σαριγιαννίδης, και το Τέλος του Βασιλείου των Επιγόνων στην Κεντρική Ασία

Σημαντική ιστορικά και θρησκειολογικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά, η Βακτριανή είναι μια μεγάλη ιστορική χώρα της Κεντρικής Ασίας των προϊσλαμικών χρόνων. Θεωρείται οριακό ανατολικό τμήμα του Ιράν και στην Αβέστα περιγράφεται ως η κατ’ εξοχήν ιερή περιοχή του αρχέγονου ιρανικού κόσμου. Τα όρια της Αρχαίας Βακτριανής περιλαμβάνουν σήμερα το βόρειο Αφγανιστάν, το νότιο Ουζμπεκιστάν, και το Τατζικιστάν. Η Βακτριανή βρισκόταν στα νότια της Σογδιανής και στα βόρεια της Αριακής και της Αραχωσίας. Αν αναφερθούμε στους μεγάλους ορεινούς όγκους της ευρύτερης περιφέρειας, η Βακτριανή ορίζεται από τον Ινδοκαύκασο στα νότια (Χιντού Κους), από τα Παμίρ στα ανατολικά, και από την οροσειρά Τιάν Σαν στα βόρεια. Την Βακτριανή διασχίζει από τα ανατολικά προς τα δυτικά ο Ώξος (Αμού Νταρυά).

Η Βακτριανή είναι ο ευρύτερος χώρος περί τα Βάκτρα που δεν είναι άλλος τόπος από το σημερινό Μπαλχ, μια πολύ σημαντική πόλη για τον ισλαμικό πολιτισμό. Όλα τα ερείπια των αρχαίων Βάκτρων βρίσκονται σήμερα κάτω από τα σπίτια του Μπαλχ. Πρόκειται για την ίδια λέξη: Βάχλο στα αρχαία βακτριανικά που γράφηκαν με ελληνικό αλφάβητο, Μπαχτρίς σε αρχαία ιρανικά (σφηνοειδή), Μπαχντί σε περσικά της Αβέστα, Μποχτάρ σε τατζικικά, Μπαλχ σε ουζμπεκικά, Μπαχίκα σε σανσκριτικά και Ντάξια σε αρχαία κινεζικά.

Σημαντικός πολιτισμός χωρίς γραπτά μνημεία είχε αναπτυχθεί στην Βακτριανή ήδη από την δεύτερη προχριστιανική χιλιετία, ένα στρώμα που εντοπίζεται σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους. Ωστόσο, σε ιρανικές και αρχαίες ελληνικές παραδόσεις η Βακτριανή φαίνεται να ήταν πολύ πιο σημαντική περιοχή από ό,τι τα σωζόμενα αρχαιολογικά μνημεία μας επιτρέπουν να ανασυστήσουμε.

Στα μισά της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας, η Βακτριανή συμπεριλήφθηκε στην αχαιμενιδική αυτοκρατορία του Ιράν. Βακτριανοί αναφέρονται σε αρχαία ιρανικά σφηνοειδή κείμενα και αναπαρίστανται σε ανάγλυφα και άλλα μνημεία.

Μετά τον Αλέξανδρο και την εκ μέρους του κατάκτηση του Ιράν, η Βακτριανή συμπεριλήφθηκε στο βασίλειο των Σελευκιδών το οποίο ήταν το μεγαλύτερο των Επιγόνων. Η ελληνική παρουσία υπήρξε έντονη στην Βακτριανή και φαίνεται ότι η περιοχή προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών στρατιωτών και ηγετικών στελεχών του στρατηλάτη. Πιθανώτατα είχε υπάρξει μια προϊστορία: ο Δαρείος Α’ είχε εκτοπίσει στα Βάκτρα τους Έλληνες κατοίκους της Βάρκης, μιας πόλης στα λιβυκά παράλια της Κυηναϊκής, επειδή είχαν αρνηθεί να του παραδώσουν κάποιους δολοφόνους. Ο Ξέρξης είχε εγκαταστάσει στα Βάκτρα Ίωνες ιερείς από τα Δίδυμα. Και ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι Ιρανός στρατηγός είχε απειλήσει να εξορίσει στα Βάκτρα τις κόρες των εξεγερμένων Ιώνων.

Όπως και αν έχει το θέμα, η απέραντη σελευκιδική αυτοκρατορία δεν είχε ούτε την συνοχή ούτε την οργάνωση που απαιτείτο για να συνεχίσει να υφίσταται. Ακόμη χειρότερα, οι βασιλείς της Αντιόχειας σύντομα μπλέχτηκαν σε πολλούς πολέμους με τους Πτολεμαίους και το κέντρο βάρους της τεράστιας χώρας έγερνε πολύ στα δυτικά. Έτσι ήταν φυσιολογικό οι Πάρθες Αρσακίδες να εξεγερθούν και να αυτονομηθούν (250 π.Χ.), ανασυστήνοντας το Ιράν σε ένα κεντρικό τμήμα του, εφόσον το βασίλειο των Σελευκιδών ονομαζόταν ‘Συρία’.

Έτσι, οι ανατολικές σατραπείες των Σελευκιδών αποκόπηκαν από την πρωτεύουσα κι οι εκεί Έλληνες σατράπες αυτονομήθηκαν κι αυτοί. Έτσι το 245 π.Χ. ο Διόδοτος Α’ ανακηρύχθηκε (από σατράπης) βασιλιάς και το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής περιέλαβε εκτάσεις από την Κεντρική Ασία μέχρι την Κοιλάδα του Ινδού. Σύντομα ξέσπασαν πόλεμοι των Σελευκιδών με τους Πάρθες και με τους Έλληνες της Βακτριανής, αλλά η Αντιόχεια, περιορισμένη στην Μεσοποταμία, την Συρο-Παλαιστίνη, και την Ανατολία, δεν θα μπορούσε να διατηρεί επί μακρόν τόσο πολλά μέτωπα.

Όταν το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής επεκτάθηκε στην Κοιλάδα του Ινδού, επήλθε μια διάσπαση, κι έτσι από το 200 π.Χ. υφίσταντο δυο ελληνικά βασίλεια: ένα με πρωτεύουσα τα Βάκτρα και ένα άλλο με κέντρο τα Τάξιλα.Το τέλος του βασιλείου της Βακτριανής επήλθε με την άφιξη των Τοχάρων (Γιούε-ζι) στα τέλη του 2ου προχριστιανικού αιώνα. Όμως τα αρχαία ελληνικά ως γλώσσα και γραφή, η αρχαία ελληνική τέχνη και η αρχαία ελληνική θρησκεία και μυθολογία διατηρήθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα επιπλέον και επίσης επηρέασαν το κουσανικό κράτος, το οποίο οι τουρανικής καταγωγής Τόχαροι έστησαν στην συνέχεια. Το ελληνοϊνδικό κράτος των Ταξίλων διατηρήθηκε περισσότερο, μέχρι τον πρώτο χριστιανικό αιώνα.

Την επιβίωση αρχαίων ελληνικών τεχνοτροπιών και θεματολογιών στην Βακτριανή του πρώτου προχριστιανικού και του πρώτου χριστιανικού αιώνα τεκμηριώνουν επίσης τα θρυλικά ευρήματα και χρυσά κοσμήματα του Τίλυα τεπέ, ενός αρχαιολογικού χώρου του βορειο-δυτικού Αφγανιστάν ο οποίος ανασκάφηκε στην δεκαετία του 1970 από μια αφγανο-σοβιετική ομάδα αρχαιολόγων. Αυτής της επιστημονικής ομάδας προΐστατο ο γεννημένος στην Τασκένδη Ρωσσο-Πόντιος Ρωμιός σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαριγιαννίδης του οποίου οι γονείς είχαν μετατοπισθεί στην δεκαετία του 1920 από την Γιάλτα στην Τασκένδη. Περισσότερα για το Τίλυα-τεπέ και τα εκεί ευρήματα θα δείτε στα τρία βίντεο που έχω μόλις αναρτήσει και θα διαβάσετε στα εισαγωγικά σημειώματα και στα άρθρα που αναδημοσιεύω στην συνέχεια.

Δείτε το βίντεο:

Бактрия: раскопанные Сокровища Тилля Тепе и Виктор Сарианиди

https://www.ok.ru/video/1536040438381

Περισσότερα:

Бактрийское золото — золотые предметы, найденные в 1978 г. в Афганистане, в городище Тилля-тепе, при раскопках кушанских царских захоронений I века до н. э. Предметы составляют один из наиболее дорогих и крупных кладов, когда-либо найденных археологами. Всего было найдено около 20 тыс. золотых предметов — золотые украшения, золотое оружие. Раскопки производила советско-афганская археологическая экспедиция под руководством Виктора Сарианиди. В каждом из шести раскопанных захоронений обнаружили около трех тысяч золотых изделий. По словам Сарианиди, всего было не менее девяти захоронений, но не все из них были раскопаны из-за начавшейся войны.

После обнаружения захоронений в 1978 году археологи планировали дальнейшие исследования «Золотого холма», но их работе в 1979 году помешало начало войны в Афганистане. Найденные золотые изделия были помещены в Национальный музей Афганистана.

В 1989 году в связи с кризисной ситуацией в стране по распоряжению президента Афганистана Мохаммада Наджибуллы золотые изделия были перемещены в хранилище Центрального банка Афганистана.

После свержения Наджибуллы в 1992 году ключи от хранилища находились у пяти человек, одним из которых был директор Национального музея Омар Хан Массуди. Для открытия хранилища требовались все пять ключей одновременно. Их хранители договорились, что если кто-то из них умрёт, то ключ перейдет к старшему ребёнку этого человека. Захватившие Кабул в 1996 году талибы пытались получить у хранителей сведения о местонахождении сокровища, но, несмотря на угрозы, им этого не удалось.

В 2003 году о местонахождении Бактрийского золота было официально сообщено. В 2004 году хранилище было вскрыто в присутствии Виктора Сарианиди, который подтвердил подлинность изделий.

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бактрийское_золото

Δείτε το βίντεο:

Bactria: Tillya tepe & Viktor Sarianidi – Бактрия: Тилля Тепе и Виктор Сарианиди

https://vk.com/video434648441_456240326

Περισσότερα:

Tillya tepe, Tillia tepe or Tillā tapa (Persian: طلا تپه) (literally “Golden Hill” or “Golden Mound”) is an archaeological site in the northern Afghanistan province of Jowzjan near Sheberghan, excavated in 1978 by a Soviet-Afghan team led by the Greek-Russian archaeologist Viktor Sarianidi, a year before the Soviet invasion of Afghanistan. The hoard is often known as the Bactrian gold.

https://en.wikipedia.org/wiki/Tillya_Tepe

Тилля-тепе (перс. طلا تپه, «золотой холм»), холм около современного города Шибаргана в Афганистане с остатками следов древних сооружений. Это было наиболее древнее поселение всего Шиберганского района. Оно возникло около трех тысяч лет назад.

https://ru.wikipedia.org/wiki/Тилля-тепе

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бактрийское_золото

Δείτε το βίντεο:

Βακτριανή: ο Θησαυρός του Τίλια τεπέ που ανέσκαψε ο Ρωσσο-Πόντιος αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαριγιανίδης

Περισσότερα:

Το Σεμπεργκάν (شبرغان / Sheberghan) είναι μια σχετικά μικρή πόλη του Αφγανιστάν κοντά στα σύνορα με το Τουρκμενιστάν. Βρίσκεται περίπου 130 χμ δυτικά του Μαζάρ-ι Σερίφ και σχεδόν 600 χμ βορειοανατολικά της Χεράτ – για να αναφέρουμε τις πιο κοντινές μεγάλεις πόλεις. Οι περισσότεροι από τους περίπου 300000 κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Σεμπεργκάν είναι Ουζμπέκοι, αλλά υπάρχουν και λίγοι Χαζάρα, Τατζίκοι και Παστούνοι.

Η πόλη κι η ευρύτερη περιοχή είχαν μια σημαντική θέση στους ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού. Το ίδιο το όνομα του Σεμπεργκάν είναι μέσης περσικής ετυμολογίας: Σαπούρ-γκαν σημαίνει ‘πόλη του Σαπούρ’ και προφανώς παραπέμπει στον Σαπούρ Α’ (240-270) γνωστό για το ευρύ οικοδομικό έργο του. Ο ίδιος Σασανίδης σάχης είχε ανεγείρει το Μπισαπούρ στο νότιο Ιράν, το Νεϋσαπούρ στο βόρειο Ιράν, και το Πεσαουάρ στο Πακιστάν.

Μόλις 5 χμ από το Σεμπεργκάν βρίσκεται η μικρή ιστορική πόλη Γιεμσί-τεπέ (Yemshi-tepe) γνωστή για τα εντυπωσιακά τείχη της. Και λιγώτερο από ένα χιλιόμετρο έξω από την πόλη αυτή βρίσκεται ένας φημισμένος αρχαιολογικός χώρος που έκανε τον Σοβιετικό αρχαιολόγο κι ανασκαφέα του παγκοσμίως διάσημο από τα εντυπωσιακά χρυσαφικά και τα λοιπά ευρήματα που εκείνος έφερε στο φως: το Ταλαγιέ τεπέ ή Ταλά τεπέ ή Τίλια τεπέ, όπως τελικά έγινε παγκοσμίως γνωστό. Τίλια τεπέ (Tillya Tepe, Talayeh Tepe, Tillia Tepe or Tillā Tapa / طلا تپه) σημαίνει ‘χρυσός λόφος’ ή ‘χρυσό ύψωμα’.

Στο Τίλια τεπέ, ο Ρωσσο-Πόντιος Ρωμιός Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαριγιανίδης και η αφγανο-σοβιετική επιστημονική ομάδα του ανέσκαψαν τα θεμέλια ενός ναού με δύο αίθουσες και δεκαπέντε κολώνες, τον οποίο χρονολόγησαν στην 2η προχριστιανική χιλιετία, θεωρώντας τον ως  ‘ζωροαστρικό’, επειδή στην μία αίθουσα υπήρξε μια υπερυψωμένη βάση που εκλήφθηκε ως βωμός ή πυρείο. Αυτό αμφισβητήθηκε έντονα.

Επίσης ανέσκαψαν εκεί και μια νεκρόπολη, στην οποία βρέθηκαν πολλά κτερίσματα και πάνω από 20600 χρυσά (70%) κοσμήματα που οι ανασκαφείς χρονολόγησαν στον 1ο προχριστιανικό και το 1ο χριστιανικό αιώνα, δηλαδή στην παρθική περίοδο της δυναστείας των Αρσακιδών (250 π.Χ. – 224 μ.Χ.). Τα κοσμήματα περιλάμβαναν περιδέραια με ημιπολύτιμους λίθους, ζώνες, νομίσματα, βραχιόλια, δαχτυλίδια, σπαθιά διακοσμημένα, άλλα διακοσμητικά τμήματα αντικειμένων, και ένα στέμμα.

Ανάμεσα στα νομίσματα ξεχωρίζουν ένα αργυρό του Πάρθη Αρσακίδη σάχη του Ιράν Μιθριδάτη Β’ (123-88 π.Χ.), μια απομίμηση χρυσού νομίσματος του Πάρθη Αρσακίδη σάχη του Ιράν Γοτάρζη Α’ (91-79 π.Χ.), ένα χρυσό νόμισμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου, ένα βουδιστικό νόμισμα με χαροστχί επιγραφή κι ένα αρκετά κατεστραμμένο νόμισμα του Ηραίου, αρχηγού των Γιούε-ζι, ενός τουρανικού (Turkic) έθνους που μετακινούμενο από τα ανατολικά προς την Βακτριανή ανέτρεψε στα τέλη του δεύτερου προχριστιανικού αιώνα το κράτος των Επιγόνων στην Βακτριανή (https://en.wikipedia.org/wiki/Greco-Bactrian_Kingdom).

Η χρονολόγηση της νεκρόπολης παραπέμπει στην εποχή των Γιούε-ζι που σε αρχαία ελληνικά κείμενα ονομάζονταν Τόχαροι. Περισσότερο γνωστοί από αρχαία κινεζικά κείμενα, οι Τόχαροι (https://en.wikipedia.org/wiki/Yuezhi) διέγραψαν μια τροχιά σε πολλές σταδιακές μετακινήσεις από σημεία της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας  όπου αρχικά τους αναφέρουν οι πρώτες κινεζικές μαρτυρίες, μέσω του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, και του Ανατολικού Ιράν, όπου συνέστησαν την αυτοκρατορία Κουσάν, μέχρι την Πενταποταμία και την Κοιλάδα του Γάγγη όπου αργότερα απέληξαν. Η παρουσία τους στην Βακτριανή προλογίζει την σύσταση του κουσανικού κράτους.

Η τέχνη των αρχαιολογικών ευρημάτων του Τίλια τεπέ εμφανίζει ένα ιδιότυπο μείγμα καλλιτεχνικών και πολιτισμικών στοιχείων: παρθικές, κεντρασιατικές, σκυθικές, κινεζικές, ινδικές και ελληνικές επιδράσεις είναι ορατές. Οι κυρίαρχες θρησκείες της περιοχής ήταν ο ζωροαστρισμός, ο μιθραϊσμός, ο βουδισμός και η αρχαία ελληνική θρησκεία και θεματολογίες τους αποτυπώνονται στις διακοσμήσεις του θησαυρού του Τίλια τεπέ.

Η ανασκαφή της αρχαιολογικής ομάδας Σαριγιανίδη στο Τίλια τεπέ έγινε το 1978, μόλις ένα χρόνο πριν την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Ο θησαυρός του Τίλια τεπέ εκτέθηκε για κάποια χρόνια στο Μουσείο της Καμπούλ (Εθνικό Μουσείο του Αφγανιστάν) κι ευτυχώς ο πρόεδρος Νατζιμπουλάχ τον διέσωσε το 1989 στο θησαυροφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας του Αφγανιστάν, μυστικά και χωρίς αυτό να είναι γνωστό σε κανένα. Στο θησαυροφυλάκιο δεν κατάφεραν ποτέ οι Ταλιμπάν να έχουν πρόσβαση. Και αν κι ο θησαυρός εθεωρείτο χαμένος, επειδή τα σαουδο-σπουδαγμένα, σιωνιστο-εκπαιδευμένα, κι αμερικανο-πληρωμένα κτήνη στα χρόνια της εξουσίας τους επανειλημμένα λήστεψαν το Μουσείο της Καμπούλ (προξενώντας απώλεια του 70% των εκθεμάτων), το 2003 ξαναβρέθηκε, όταν ανοίχτηκε επιτέλους και πάλι το θησαυροφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας του Αφγανιστάν. Ο Βίκτωρ Σαριγιανίδης ήταν παρών. Έκτοτε, τμήματα της συλλογής ταξίδεψαν σε πολλά σημεία της γης.

Δείτε το βίντεο:

Тилля Тепе: Бактрийское золото, которое афганские талибы не смогли найти

https://www.ok.ru/video/1536158075501

Περισσότερα:

Тилля-тепе (перс. طلا تپه‎, «золотой холм»), холм около современного города Шибаргана в Афганистане с остатками следов древних сооружений. Это было наиболее древнее поселение всего Шиберганского района. Оно возникло около трех тысяч лет назад.

Холм Тилля-тепе представляет собой руины не рядового поселка, а монументального сооружения, видимо храма, построенного в конце II тысячелетия до н. э. Благочестивые прихожане возвели на этом месте шестиметровой высоты кирпичную платформу, обнесли её мощной оборонительной стеной с круглыми башнями. Внутри храм разделяла массивная стена на два парадных многоколонных зала с алтарем в центре одного из них. Несколько раз храм перестраивался и видоизменялся, пока к середине I тысячелетия до н. э. не был сожжен пришельцами. На пепелище некоторое время ютилась небольшая деревушка, но и она вскоре опустела. В IV в. до н. э., когда в Бактрию вступают войска Александра Македонского, это был уже совершенно безлюдный холм.

Раскопки Тилля-тепе в 1969—1979 годах производила советско-афганская археологическая экспедиция под руководством Виктора Сарианиди. В 1978 г. при раскопках кушанских царских захоронений I века до н. э. были найдены многочисленные золотые предметы (так называемое Бактрийское золото).

https://ru.wikipedia.org/wiki/Тилля-тепе

Δείτε το βίντεο:

Tillya Tepe: the Treasure of Bactria that Afghanistan’s Taliban failed to find

https://vk.com/video434648441_456240327

Περισσότερα:

The hoard was thought to have been lost at some point in the 1990s, the National Museum of Afghanistan having been looted numerous times resulting in a loss of 70% of the 100,000 objects on display. In 2003, however, it was found in secret vaults under the central bank building in Kabul.

In 1989 following a committee decision, the last Communist president of Afghanistan, Mohammad Najibullah had ordered the hoard moved from the museum to an underground vault at the Central Bank of Afghanistan in Kabul. The doors of the vault were locked with keys which were distributed to five trusted individuals.

In 2003, after the Taliban was deposed, the new government wanted to open the vault, but the keyholders (called “tawadars”) could not be summoned because their names were purposefully unknown. Hamid Karzai had to issue a decree authorizing the attorney general to go ahead with safecracking. But in time, the five key-holders were successfully assembled and the vault opened. Since then, the National Geographic Society has catalogued the collection, which appears to be complete – 22,000 objects. Also witnessing the re-opening were National Geographic Explorer and Archaeology Fellow Fredrik Hiebert and the archaeologist who originally found the hoard, Viktor Sarianidi.

https://en.wikipedia.org/wiki/Tillya_Tepe

Δείτε το βίντεο:

Τίλια Τεπέ: ο Θησαυρός της Βακτριανής που ανέσκαψε ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης

Περισσότερα:

Αρχαιολογικά ευρήματα

Ασημένιο νόμισμα από τη εποχή που ήταν βασιλιάς ο Μιθριδάτης Β΄ της Παρθίας (βασίλευσε από 124/3 π.Χ. έως 88 π.Χ.) βρέθηκε, κατά την ανασκαφή, στο χέρι της σορού της γυναίκας του Τάφου ΙΙΙ.

Απομίμηση χρυσού νομίσματος που έκοψε ο Γοτάρζης Α’ της Παρθίας (περσικά: گودرز يکم) (βασίλεψε από 95 έως 90 π.Χ.) ο οποίος ήταν ο διάδοχος της θέσης που είχε πριν ο Μιθριδάτης Β΄ της Παρθίας, βρέθηκε το αριστερό χέρι της σωρού της γυναίκας στον Τάφο VI. Το γεγονός ότι αυτό το νόμισμα είναι επίσης χρυσό και δεν ήταν αργυρό ή χάλκινο, όπως είναι συνήθως η περίπτωση για τα αντίγραφα – απομιμήσεις νομισμάτων της Παρθίας, υποδεικνύει ότι πιθανόν αυτή η μίμηση να έγινε για λόγους γοήτρου.

Χρυσό νόμισμα βρέθηκε επίσης στον Τάφο ΙΙΙ, με προτομήτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου. Στην πίσω πλευρά απεικονίζεται ένθρονη και πολυτελώς ενδεδυμένη γυναικεία μορφή που κρατάει σκήπτρο. Νομίσματα αυτού του τύπου κόπηκαν στην πόλη της Λυών (λατινικά: Colonia Copia Claudia Augusta Lugdunum) στη Γαλατία, μεταξύ του 16 μ.Χ. και του 21μ.Χ.

Βουδιστικής περιόδου χρυσό νόμισμα από την Ινδία βρέθηκε επίσης στον Τάφο IV (όπου ήταν θαμμένος ο άνδρας πολεμιστής). Στην πίσω πλευρά του νομίσματος, απεικονίζεται λιοντάρι με σύμβολο Ναντιπάντα (ο «τρίανθος» ή «πολύτιμη τριάδα» ή τριπλό κόσμημα, ινδικά: nandipada), με τον θρύλο – μύθο του αρχαίου ινδικού κειμένου Καρόσθι για το «Το λιοντάρι που διέλυσε τον φόβο». Στην εμπρόσθια όψη του νομίσματος, απεικονίζεται άνδρας φορώντας ελληνιστική χλαμύδα και καπέλο (πέτασο) σε μορφή παρόμοια με αυτή που απεικονίζεται συνήθως ο Ερμής να ρίχνει μια ρόδα[ασαφές]. . Ο θρύλος στην Καρόσθι διαβάζεται ως “Dharmacakrapravata[ko]”, δηλαδή «Αυτός που γύρισε τον Τροχό του Νόμου». Έχει προταθεί από τους ερευνητές ότι η εμφάνιση αυτή μπορεί να είναι πρώιμη αναπαράσταση του Ζωροάστρη.

Τέλος, ένα πολύ φθαρμένο νόμισμα έχει αναγνωριστεί ότι ανήκε στον Ηραίο, ηγέτη των Γιουέζι και ενός από τους ηγέτες του λαού των Κουσάν (λίγο πριν την δημιουργία του βασιλείου του Κουσάν, γνωστότερο και ως Αυτοκρατορία του Κουσάν), όπως προαναφέρθηκε και ανωτέρω.

https://el.wikipedia.org/wiki/Τίλια_Τεπέ

Δείτε το βίντεο:

Тилля Тепе: парфянское, среднеазиатское, скифское, китайское, индийское и греческое влияние на бактрийское искусство

https://www.ok.ru/video/1536234228333

Περισσότερα:

Имя Виктора Сарианиди ставят в один ряд с именами Генриха Шлимана, открывшего Трою, и Говарда Картера, нашедшего гробницу Тутанхамона. В списке его археологических трофеев Бактрийское золото — один из самых дорогих и крупных кладов планеты. Другое большое открытие — неизвестное прежде древнее государство Маргиана, существовавшее на территории современной Туркмении чуть ли не сорок веков назад. Школьные учебники уверяют, что на тот момент были только четыре серьезные цивилизации: Египет, Месопотамия, Китай и Индия. Сарианиди добавил к ним пятую.

https://expert.ru/russian_reporter/2010/01/pyataya_civilizaciya/

Δείτε το βίντεο:

Tillya Tepe: Parthian, Central Asiatic, Scythian, Chinese, Indian, and Greek Influences on Bactrian Art

https://vk.com/video434648441_456240328

Περισσότερα:

These pieces have much in common with the famous Scythian gold artifacts recovered thousands of kilometers west on the banks of the Bosphorus and the Chersonese.

A high cultural syncretism pervades the findings, however. Hellenistic cultural and artistic influences can be found in many of the forms and human depictions (from amorini to rings with the depiction of Athena and her name inscribed in Greek), attributable to the existence of the Seleucid empire and Greco-Bactrian Kingdom in the same area until around 140 BCE, and the continued existence of the Indo-Greek Kingdom in the northwestern Indian sub-continent until the beginning of our era.

The artifacts were also intermixed with items coming from much farther, such as a few Chinese artifacts (especially Chinese bronze mirrors) as well as a few Indian ones (decorated ivory plates). This seems to be a testimony to the richness of cultural influences in the area of Bactria at that time.

https://en.wikipedia.org/wiki/Tillya_Tepe

Δείτε το βίντεο:

Τίλια Τεπέ-Βακτριανή: Παρθικές, Κεντρασιατικές, Σκυθικές, Κινεζικές, Ινδικές κι Ελληνικές επιδράσεις

Περισσότερα:

Πολλά από τα εκθέματα είναι σε μεγάλο βαθμό συγγενή με άλλα πρωτότυπα σκυθικής προέλευσης, όπως το βασιλικό στέμμα ή διάφορα διακοσμημένα μαχαίρια που ανακαλύφθηκαν στους τάφους. Αρκετές από τις σορούς βρέθηκαν με τελετουργικά διαμορφωμένη παραμόρφωση στο κρανίο, μία συνήθης και καλά τεκμηριωμένη πλέον σήμερα πρακτική την οποία ακολουθούσαν οι νομάδες της Κεντρικής Ασίας της περιόδου εκείνης.

Η ανεύρεση ελληνιστικών κοσμημάτων που είχαν μορφή τριτώνων με δελφίνια υποδεικνύει ότι τα ευρήματα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα περίφημα χρυσά αντικείμενα των Σκυθών που έχουν ανακαλυφθεί χιλιάδες χιλιόμετρα δυτικότερα από την περιοχή του Τίλια Τεπέ, κοντά στον Εύξεινο Πόντο, εκεί που βρισκόταν η αρχαία Χερσόνησος.

Αν και παρατηρείται συνονθύλευμα επιρροών από πολιτισμούς της ευρύτερης περιοχής (πολιτιστικός συγκρητισμός), οι ελληνιστικές πολιτιστικές και καλλιτεχνικές επιρροές βρίσκονται σε πολλές από τις μορφές και τις ανθρώπινες παραστάσεις με ερωτιδείς ή από τα παιδιά με την μορφή αγγέλων (λατινικά: Amorini) στους δακτυλίους με την απεικόνιση της θεάς Αθηνά και το όνομά της γραμμένο στην ελληνική γλώσσα. Αυτό οφείλεται σαφώς στην προΰπαρξη στην ίδια περιοχή μεγάλων ελληνικών δυναστειών, όπως η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής μέχρι περίπου το 140 π.Χ. και την συνέχιση με το Ελληνοϊνδικό Βασίλειο.

Τα ευρήματα επίσης είναι αναμειγμένα με στοιχεία που προέρχονται από πολύ πιο μακριά, όπως μερικά κινεζικά έργα τέχνης (κυρίως κινέζικα χάλκινα κάτοπτρα), καθώς και μερικά ινδικά (πλακίδια από διακοσμημένο ελεφαντόδοντο). Αυτό μαρτυρά τον πλούτο των πολιτισμικών επιρροών στη Βακτριανή εκείνη την εποχή.

https://el.wikipedia.org/wiki/Τίλια_Τεπέ

Διαβάστε:

Sheberghan, Yemshi Tepe & Talayeh Tepe (also Tillya Tepe, Tillia Tepe or Tillā Tapa)

Sheberghan

Sheberghan (Persian: شبرغان. Also spelt Shaburghan Shebirghan Shibarghan) is the capital of Afghanistan’s Jowzjan Province. It is thought that the name is derived from Shapurgan meaning the City of Shapur. Shapur was the name of several Sassanian kings. Besides its own claim to a place in history, two archaeological sites, Talayeh Tepe (also spelt Tillya Tepe) and Yemshi Tepe are located on the outskirts of the city. To the west of Sheberghan lie Emchi Tepe (a 18 ha. site with a circumference of 1.5 km, containing the ruins of a city fortified with ramparts). The small fort of Jiga Tepe is a further 5 km from Emchi Tepe.

In ancient times, Sheberghan would have been part of the ancient Zoroastrian kingdom of Balkh, whose king, King Vishtasp, was the first king to accept the Zoroastrian faith.

Situated in the fertile Sapid (or Safid meaning white) River plains, Sheberghan straddled the ancient Aryan trade crossroads, the eastern branch of the which passed through Ai Khanum and Balkh. It is about 130 km (80 miles) west of Mazar-e Sharif. In the 13th century CE, Marco Polo travelling the Silk Roads, passed through the city and related that the melons he ate there were as sweet as honey. In the Zoroastrian era, the Sapid River plains would have been part of the fertile and agriculturally rich plains of the kingdom of Balkh.

Since ancient times, people from elsewhere on the Aryan trade roads settled in Sheberghan and the city became home to people from the north, east, west and south – the Sogdians, Scythians, Persians, Arabs, Pashtuns as well as people from Merv and Pamir-Badakshan. Today, the majority of its citizens identify themselves as Uzbek (ancient Sugd), with Tajiks making up a significant minority.

Ruins at Yemshi Tepe

The ruins of the fortified town of Yemshi Tepe (tepe meaning mound), lies five kilometres northeast of Sheberghan. According to a description provided by the Soviet archaeologist Sarianidi in 1985, “Its tall, mighty walls pierced by several narrow gateways were fortified by defence towers and formed an impregnable ring … . Inside, in the northern section, stood the citadel, at whose foot were the remains of what had apparently been the palatial residence of the local ruler. Some 50 acres (20 ha) in area, this ancient city, indubitably a vast one for its time, comprised, along with the small villages of its sprawling suburbs, the administrative seat of the entire neighbouring region, once part of the legendary empire of Bactria.”

Ruins at Talayeh Tepe / Tillya Tepe

Talayeh Tepe lies just half a kilometre from the ruins of Yemshi Tepe. Talayeh Tepe (also spelt Tillya Tepe, Tillia Tepe or Tillā Tapa and طلا تپه in Persian), means the ‘mound of gold’ in Persian and Dari (tepe or depe means a mound. Many ancient ruins have been found by excavating a tepe). Upon excavation of the Talayeh Tepe, it was found that the mound had been formed by earth covering an ancient building whose construction was subsequently dated to 1,500-1,000 BCE. Fifteen hundred years after its construction, that is around two thousand years ago, in the first century CE, the building that had been destroyed some five hundred years earlier, had already been covered by earth and the resulting mound was used as a royal burial site. The bodies excavated were found to have been buried which a large number of gold and other precious ornaments. These ornaments have been called the Bactrian Horde or Treasure.

In 1979, the site was surveyed by a Soviet-Afghan team of archaeologists led by Victor Sarianidi a year before the Soviet invasion of Afghanistan. Victor Sarianidi was the Soviet archaeologist who also excavated Gonur Tepe, in neighbouring Turkmenistan.

When the mound of Talayeh Tepe was excavated by Sarianidi’s team, Sarianidi promptly speculated that the ruined building had most likely been a fire temple and further reports added that it had likely been a Zoroastrian Fire Temple. The mound was also called an ancient necropolis, a burial ‘city’. However, other than reports of the six or seven graves which contained the gold artefacts, we are not clear how many other graves the area contained and is the number qualifies it to be a necropolis rather than a graveyard.

The building, whose construction we mentioned earlier was dated by Sarianidi at 1,500 BCE, consisted of two halls whose flat roofs were supported by fifteen square columns. The larger room contained a raised platform (a three metre or twenty-foot high brick platform?), which Sarianidi reported contained traces of ash and was therefore a fire altar. This led Sarianidi to further speculate that the building was a fire temple. Though Sarianidi was a pioneer in many respects, his archaeological techniques have been criticized by other archaeologists, and we have found many of his claims, for instance regarding finding evidence of a haoma ritual site in Gonur to be outlandish and more speculation than science. (Also see our section on Very Poor Archaeological Practices in the Gonur (Turkmenistan) page.

The artefacts found in the graves are said to date from 100 BCE to 100 CE, a time span that would have fallen within the Parthian period (c. 247 BCE – c. 229 CE). In six of the necropolis’ graves beside the large building, Sarianidi’s crew found about 20,600 gold (70% gold content) ornaments, some weighing a kilo, with a variety of designs – some local and other designs seen elsewhere along the Aryan trade roads. Some of the designs are a synthesis of Parthian, Greek, Chinese, Indian and local themes. The graves in which the ornaments were discovered belonged to five women and one man (another report said five men and one woman), identified by Sarianidi as local royalty and nobility. This rather amazing and large collection has been called the Bactrian Horde by some authors.

Sarianidi’s initial comments and the worldwide attention given to the gold ornaments have spawned a large number of pseudo-scholarships publishing their views on Zoroastrianism and Zoroastrian history. The reader is advised to be cautious in accepting the information in articles of the type quoted below.

Publications::

– Sarianidi V.:

Work of the Soviet-Afghan mission: Archaeological Discoveries, 1978 – M.1979;

Gold of the Nameless Kings. Discoveries in Afghanistan – Courier, 1980, January;

Treasure of the Golden Hill. Science and Humanity. M, 1983; Afghanistan:

Treasures of the Nameless Kings – M, Nauka, 1983, Bactria through the Darkness of Centuries. M.: Mysl, 1984

– Kuzmina E., Sarianidi V., Two Examples of Headgear from the Burial of Tillya-Tepe and Their Semantics, Brief Communications Institute of Archeology, issue170, 1982, p.19-27;

– Sarianidi V. Koshelenko G., Coins from the Excavations of the Necropolis Located on the Site of Tilla-Tepe. Ancient India. -M: Nauka, 1982, p.302-319

– Sarianidi V., Hodzhaniyazov T., Excavations in the Royal Necropolis of ancient Bactria: Proceedings of the Academy of Sciences of the Tajik SSR.Seriya public nauki. Dushanbe, 1980, № 4, p.41-51

– Sarianidi V. Die Schatze der Kushanen-Konige.Afghanistan journal, 1979, bd.4; idem.-Le tomb Regallo della “Collino d’ore ‘Mesopotamia, XV, Firenze, 1980; idem The treasure of the Golden Mound, Archaeology, vol .33,1980; idem The treasure from the Golden Hill. American journal of Archaeology, 1980, # 2

– Neva E., Negmatullaeva. On the Question of Attribution of Two Burial Sites of Tillya-Tepe, on the example of jewelry: Topical issues to humanitarian sciences at the present stage, Dushanbe, 1987, p. 151-153

– Pugachenkova G. L. Rempel, Golden Nameless KIngs from Tillya Tepe, From the History of Cultural Relations between the Peoples of Central Asia and India, Tashkent: Fan, 1986, p.5-24

– Bactrian Gold. L.1985 Bactrian Gold Afghanistan. Hidden Treasures from the National Museum of Kabul. National Geographic, 2008

Example of Poor Quality Pseudo-Scholarship

The following is an example supposed scholarship which pretends to a knowledge of Zoroastrianism and Zoroastrian history, and which contributes to the misinformation about Zoroastrianism that is circulating amongst a group of writers and academics who are given to speculation rather than scholarship. In their book Warrior Women: An Archaeologist’s Search for History’s Hidden Heroines, authors Jeannine Davis-Kimball and Mona Behan write as follows:

“Among the earliest ruins (at Tillya Tepe) was a fire temple initially built before 1000 BC. Most likely associated with Zoroastrianism, the temple featured two column-flanked hallways and fortified towers at each corner, and was ringed by a high defensive wall. The centerpiece of the main room was an altar set on a twenty-foot high brick platform, the site of sacred fires. To begin the fire ceremony, the priests lit some sandalwood twigs on a dish on a pedestal, allowed them to burn down, and then poured some incense on the embers to unleash a cloud of sweet fragrance. The priest then added more sandalwood to reignite the flames, and then using a burning twig, transfered the fire to a large stack of wood that had been set at the main altar. In great temples, such as this one at Tillya Tepe, once the main fire was initiated it was supposed to burn continously, as the fire itself was considered the personification of Ormuzd, called Ahura Mazda (“the good god”), the great winged deity who was the spirit of light and goodness.

“The temple enjoyed a long history, though not without mishap. Archaeological evidence reveals that it had been laid waste and then magnificently rebuilt in the middle of the first millennium BC. Not long afterward, fire struck, and by the time Alexander the Great marched into the city around 328 BC, he found only a pile of ruins where Ahura Mazda had protected his followers from the forces of evil (Sarianidi 1985)”

There is not sufficient room here – and it would be a distraction – to refute every error in the two paragraphs above. There is hardly a phrase that we would not have to correct. There is no reference in the assertions made above to an analysis of ash (if any) found at the site, a confirmation of any analysis by independent laboratories, or a reference to the published results that the ash was produced by burning sandalwood. There is also no mention of where in the region that sandalwood was grown or could have come from. To our knowledge sandalwood is not native to Northern Afghanistan. We wonder if instead of basing their conclusions on evidence found at the site, Sarianidi or the authors have tried to transpose a modern Parsee / Indian practice of using sandalwood (from Mysore in southern India) on their speculations – thereby creating a fictitious ancient scenario. Unless there are carvings or written inscriptions, depicting the altar scene they describe – and there are none referenced – we are compelled to conclude that these individuals have allowed fantasy to supersede good sense. We have no idea where the authors obtained the information permitting them to describe in some detail the one-time event of the initial lighting of an eternal fire (that burns in Zoroastrian Atash Bahram temples) at this presumed Zoroastrian temple. The authors also seem to be completely unaware that there were, and are, no images of God in Zoroastrianism – winged or otherwise. Further, the use of the pronoun “he” for God exposes a bias on the part of the writers for God in Zoroastrianism has no anthropomorphic attributes including gender. It is time that people such as these to stop demeaning the Zoroastrian religion.

We cannot understand why certain western writers, academics and archaeologists, cannot simply state the facts of their observations and then refrain from speculating and concocting fictitious scenarios similar to the one above.

Safeguarding the Bactrian Treasure

The following is an excerpt from Academic Dictionaries and Encyclopaedia:

The collection of 30,600 Bactrian gold ornaments discovered at Talayeh Tepe / Tillya Tepe “… was thought to have been lost at some point in the 1990s, but in 2003 it was found in secret vaults under the central bank building in Kabul. It is believed that, in mid 1990s, seeing its historical value and importance to Afghanistan’s cultural heritage, the last president of Afghanistan, Mohammad Najibullah had moved the hoard from Kabul Museum, located near the frontline, to an underground vault at the Central Bank of Afghanistan in Kabul. The doors of the vault were locked with seven keys which were distributed to trusted individuals who were based abroad. The vault, which could only be opened if all the keys were available, provided security to the Bactrian Hoard, protecting it on numerous occasions from attempts by the Taliban to steal it. During the invasion of Afghanistan by American forces, the Taliban, who were unaware that all seven keys were needed in order to open the vault, made one last attempt to get their hands on the treasure by planting bombs on the vault door. Before they could detonate the bombs, American troops arrived at the central bank and the militants were forced to flee. Had the Taliban managed to bomb the vault, the underground chamber in which the hoard was stored would have almost certainly collapsed, destroying the hoard forever.

“In 2003, after the Taliban was successfully defeated, the new government wanted to open the vault, but the key-holders (called “tawadars”) could not be summoned because their names were purposefully unknown. Hamid Karzai had to issue a decree authorizing the attorney general to go ahead with safecracking. But in time, the seven key-holders were successfully assembled and the vault opened. Since then, the National Geographic Society has catalogued the collection, which appears to be complete — 22,000 objects. Also witnessing the re-opening were National Geographic Explorer and Archaeology Fellow Fredrik Hiebert and the archaeologist who originally found the hoard, Viktor Sarianidi.”

The following is an excerpt from Discover Magazine:

“It is now clear that Omar Khan Massoudi, director of Kabul’s National Museum, and a few other Afghans risked their lives to protect the artefacts from the Taliban, who were intent on destroying images—and who, in 2001, succeeded in blowing up the famed Bamiyan Buddhas, towering stone sculptures carved into the mountainside by monks about 1,500 years ago.

“Massoudi and his staff “are the real heroes,” Sarianidi says, for saving the remains of a remarkable culture from oblivion.”

https://www.heritageinstitute.com/zoroastrianism/balkh/talayehtepe.htm

———————————————————————

Σχετικά με το Σεμπεργκάν:

Sheberghān was once a flourishing settlement along the Silk Road. In 1978, Soviet archaeologists discovered the famed Bactrian Gold in the village of Tillia Tepe outside Sheberghān. In the 13th century Marco Polo visited the city and later wrote about its honey-sweet melons. Sheberghān became the capital of an independent Uzbek khanate that was allotted to Afghanistan by the 1873 Anglo-Russian border agreement.

Sheberghān has for millennia been the focal point of power in the northeast corner of Bactria. It still sits astride the main route between Balkh and Herat, and controls the direct route north to the Amu Darya, about 90 km away, as well as the important branch route south to Sar-e Pol.

 In 1856, J. P. Ferrier reported:

The town has a citadel, in which the governor Rustem Khan resides, but there are no other fortifications. It is surrounded by good gardens and excellent cultivation. The population of Shibberghan has a high character for bravery, and I may safely say it is one of the finest towns in Turkistan on this side of the Oxus, enjoying, besides its other advantages, an excellent climate. It is, however, subject to one very serious inconvenience: the supply of water, on which all this prosperity depends, comes from the mountains in the Khanat of Sirpool; and as there are frequent disputes between the tribes inhabiting it and those living in the town, a complete interruption of the supply is often threatened, and a war follows, to the very great injury of the place. Shibberghan maintains permanently a force of 2000 horse and 500-foot, but, in case of necessity, the town can arm 6000 men.

The heavily-fortified town of Yemshi-tepe, just five kilometres to the northeast of modern Sheberghān, on the road to Akcha, is only about 500 metres (550 yards) from the famous necropolis of Tillia Tepe, where an immense treasure was excavated from the graves of the local royal family by a joint Soviet-Afghan archaeological effort from 1969 to 1979. In 1977, a Soviet-Afghan archaeological team began excavations 5 km north of the town for relics. They uncovered mud-brick columns and a cross-shaped altar of an ancient temple dating back to at least 1000 B.C. Six royal tombs were excavated at Tillia Tepe revealing a vast amount of gold and other treasures. Several coins dated to the early 1st century C.E., with none dated later.

Sheberghān has been proposed as the site of ancient Xidun, one of the five xihou, or divisions, of the early Kushan Empire.

https://en.wikipedia.org/wiki/Sheberghan

———————————————————— 

Храм и некрополь Тилля Тепе

Сарианиди В.И. Храм и некрополь Тилля Тепе / Отв. ред. Г.А. Кошеленко. Москва: Наука, 1989.

Монография посвящена раскопкам североафганского памятника Тилля тепе. Установлено, что здесь в конце II тыс. до н. э. располагался храм огня. Материальная культура людей, построивших этот храм, до сих пор малоизвестна. Результаты раскопок позволяют выдвинуть гипотезу об их связях с районами юго-западного Ирана. Некрополь, устроенный в Кушанский период (I в. до н. э.) на руинах храма, сохранил княжеские (возможно, царские) захоронения, содержавшие уникальные предметы погребального инвентаря, включая 20 тыс. золотых предметов. Их публикация и исследование составляют большую часть книги. Для историков, археологов, искусствоведов.

The monograph is the first scientific publication of Tillya Tepe site in Northern Afghanistan. It has been established that a temple of fire was there at the end of the II millennium BC. The material culture of the people who built this temple is still little known. The excavations allow to suppose their connections with areas of Southwestern Iran. Necropolis, arranged on the ruins of the temple in Kushan period (I c. BC) kept the prince (perhaps royal) burials contained unique funeral gifts, including 20 thousnads gold ones. Their publication and research make up a large part of the book. For historians, archaeologists, art historians.

http://www.margiana.su/index.php/publications/25-khram-i-nekropol-tillya-tepe.html

Вы можете прочитать всю книгу здесь:

You can read the whole book here:

Μπορείτε να διαβάσετε όλο το βιβλίο εδώ:

https://www.academia.edu/9986676/Сарианиди_В.И._Храм_и_некрополь_ТилляТепе_Sarianidi_V.I._Temple_and_Necropolis_of_Tillya_Tepe

——————————————————————

Επιπλέον:

https://en.wikipedia.org/wiki/Tillya_Tepe

https://ru.wikipedia.org/wiki/Тилля-тепе

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бактрийское_золото

https://el.wikipedia.org/wiki/Τίλια_Τεπέ

Президент Туркменистана и члены Кабинета Министров выразили соболезнование по поводу кончины Виктора Сарианиди

http://turkmenistan.gov.tm/?id=5568

https://ria.ru/science_photo/20131223/985971516_985959582.html

http://www.turkmenistan.ru/ru/articles/39011.html

https://www.telegraph.co.uk/news/obituaries/10564751/Viktor-Sarianidi-obituary.html

https://web.archive.org/web/20140112111051/http://www.nvrskgreek.ru/newsview.php?id=411

https://en.wikipedia.org/wiki/Viktor_Sarianidi

https://ru.wikipedia.org/wiki/Сарианиди,_Виктор_Иванович

https://el.wikipedia.org/wiki/Βίκτωρ_Σαριγιαννίδης

https://en.wikipedia.org/wiki/Bactria

https://en.wikipedia.org/wiki/Bactrian_language

https://en.wikipedia.org/wiki/Greco-Bactrian_Kingdom

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бактрия

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бактрийский_язык

https://ru.wikipedia.org/wiki/Греко-Бактрийское_царство

https://el.wikipedia.org/wiki/Βακτρία

https://el.wikipedia.org/wiki/Ελληνικό_βασίλειο_της_Βακτριανής

——————————————————————

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

Ανάκτορα Γκολεστάν της Τεχεράνης: ο Πολιτισμός του Χθες, η Βαρβαρότητα του Σήμερα, οι Λαθρομετανάστες, και το Τέλος του Κόσμου

Αρκετοί φίλοι μου έγραψαν για να με ευχαριστήσουν για το κείμενο και το βίντεο σχετικά με τα Ανάκτορα Γκολεστάν της Τεχεράνης που ανάρτησα πρόσφατα, και για να μου αναφέρουν πόσο εντυπωσιάσθηκαν. Και γω που τα επισκέφθηκα δυο φορές εντυπωσιάσθηκα και, όποτε ξαναπάω στο Ιράν, σαφώς και θα περιλάβω στο πρόγραμμά μου ένα πρωϊνό στο Γκολεστάν. Χχμμ!

Μόνο που εγώ, όταν πήγα εκεί, δεν ήξερα που ακριβώς …. πατούσα! Κανένας δεν μου είπε και ποτέ δεν έμαθα, μέχρις ότου πριν από λίγα χρόνια ο ιρανολόγος και οριενταλιστής, φίλος καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, σε μια από τις πολλές συζητήσεις που είχα μαζί του σχετικά με το Ιράν όπου έχει ζήσει δυο χρόνια, μου εξήγησε. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι ένα μυστικό και μπορείτε να το βρείτε σε βιβλία και στο Ιντερνέτ. Αλλά είναι από αυτά που συνήθως δεν λέγονται.

Γιατί;

Γιατί ζούμε όλοι, όπου και αν καττοικούμε, σε ένα κόσμο μεθοδευμένης πλάνης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, μέσα στον οποίο όλα έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα από αυτό που είχαν δυο χιλιετίες ή ακόμη και δυο αιώνες πιο πριν. Με αυτό δεν εννοώ περίεργες υποθέσεις για εξωγήινους κι ερπετοειδή που τις αφηγούνται μόνον πράκτορες του κατεστημένου οι οποίοι το παίζουν δήθεν αντικαθεστωτικοί κι αντισυστημικοί αλλά ουσιαστικά αποβλακώνουν την φαντασία των θυμάτων τους και τα καθιστούν ανίκανα να καταλάβουν που είναι η ουσία, έτσι αδρανοποιώντας τα μέχρι την προγραμματισμένη ώρα που άλλοι θα τα βγάλουν από τη μέση.

Α. Αλλοίωση των εννοιών των λέξεων

Η πραγματική πλάνη βρίσκεται στις ίδιες τις λέξεις που χρησιμοποιούμε όλοι. Σ’ αυτές όμως δίνουμε σήμερα εντελώς άλλη έννοια από αυτήν που Ασιάτες, Ευρωπαίοι, Αφρικανοί κι Αμερικανοί έδιναν πριν από 500 ή 1500 ή 2500 ή έστω 150 χρόνια. Αυτή η πλάνη διαδόθηκε κι επιβλήθηκε τεχνηέντως χάρη σε ψευδέστατες ιδεολογίες, σε ανυπόστατες θεωρίες, σε πολλά διά της βίας επιβληθέντα δόγματα, και σε ακόμη περισσότερες αλλά ύπουλα διοχετευόμενες κάθε τόσο τάσεις, οι οποίες επηρεάζουν τη νοοτροπία και την συμπεριφορά των ανθρώπων του δυτικού κόσμου πρώτα και έπειτα όλων των υπολοίπων χωρών.

Όταν όμως ένα τμήμα αυτής της πλάνης, μια νοοτροπία ή κοσμοαντίληψη, αρχίσει και διαδίδεται, τότε εντείνεται και η αποσιώπηση όλων εκείνων των ιστορικών αναφορών που από μόνες τους αποδεικνύουν ότι παλιότερα δεν ίσχυε η πρόσφατα διαδεδομένη ανυπόστατη πλάνη, ή απάνθρωπη τάση, ή γενοκτονική κοσμοαντίληψη.

Όταν κάνω λόγο για ‘αποσιώπηση’, δεν θα ήταν σωστό να σας αφήσω να νομίσετε ότι εννοώ μια συστηματική απαγόρευση και … ‘κάψιμο βιβλίων’! Τώρα όλα γίνονται πιο … soft, δηλαδή πιο συγκεκαλυμμένα, πιο ύπουλα, και πιο ανεπαίσθητα. Και βεβαίως σταδιακά.

Κάνοντας λόγο για ‘αποσιώπηση’, εννοώ

α) αποσύνδεση των εθνών και των λαών αναμεταξύ τους

β) διαμόρφωση μιας αποβλακωτικής, ως γενικόλογης, εκλαϊκευτικής βιβλιογραφίας

γ) τεράστια διάσταση ανάμεσα στις επιστημονικές και τις εκλαϊκευτικές δημοσιεύσεις

δ) αποσυναρμολόγηση του παζλ έτσι ώστε δύσκολα να βρίσκονται κάποια τμήματα

ε) προβολή των σημερινών μέτρων και σταθμών στο παρελθόν

στ) αφελή εντύπωση ότι στο παρελθόν οι άνθρωποι σκέφτονταν όπως εμείς

ζ) αντιμετώπιση των πάντων μέσα από ένα στρεβλό φίλτρο εξελικτισμού, δηλαδή η υπόθεση ότι εμείς σήμερα είμαστε πιο ‘πολιτισμένοι’, έχουμε ‘ανώτερη τεχνολογία’, βρισκόμαστε σε ‘υψηλότερο επίπεδο’, κοκ από τους ανθρώπους παλαιοτέρων εποχών.

Όπως και στην πολιτική, έτσι και στις γενικώτερες κοσμοαντιλήψεις, θεωρίες, ιδέες, τάσεις και κοσμοθεωρίες, υπάρχει τεράστια δόση κολακείας εκ μέρους του παγκόσμιου κατεστημένου προς όλους τους ανθρώπους. Αυτό είναι φυσιολογικό. Όσο περισσότερο κάνεις κάποιον αποδέκτη ψευτοϊστορίας και ψευτοθεωριών του κατεστημένου να νομίζει ότι είναι σημαντικός, αξιόλογος, ανώτερος, εξελιγμένος και προοδευμένος, τόσο καλύτερα τον αποχαυνώνεις και τον κάνεις να πιστεύει τα ψέμματα που του έχεις βάλει στο μυαλό.

Β. Αλλοίωση της έννοιας της λέξης ‘Πολιτισμός’

Η λέξη ‘πολιτισμός’, για παράδειγμα, υπάρχει σε όλες τις μεγάλες γλώσσες. Μόνον γλώσσες απομακρυσμένων φυλών με μικρό λεξιλόγιο που αφορά κυρίως τον υλικό βίο δεν περιλαμβάνουν αυτή την λέξη. Όμως το πως εννοούσαν τον ‘πολιτισμό’, πριν από, ας πούμε, 150 ή 350 ή 700 χρόνια (για να μην πάω πιο πριν), ήταν κάτι το ολότελα διαφορετικό από το πως εννοούμε τον ‘πολιτισμό’ σήμερα. Με άλλα λόγια, πιο παλιά, θεωρούσαν ως όψεις πολιτισμού ή ως έργα πολιτισμένων ανθρώπων πάρα πολλά πράγματα τα οποία σήμερα, στον δυτικό κόσμο, δεν θεωρούμε έτσι.

Ανάστροφα, σήμερα στον δυτικό κόσμο θεωρούμε ως όψεις πολιτισμού ή ως έργα πολιτισμένων ανθρώπων πάρα πολλά πράγματα, τα οποία στο παρελθόν δεν εθεωρούντο έτσι. Είναι όμως μόνον η κολακεία του παγκόσμιου κατεστημένου προς τον σημερινό, μέσο, δυτικό άνθρωπο που μας ‘εγγυάται’ ότι ‘εμείς είμαστε ανώτεροι’. Αλλά στην πραγματικότητα, εμείς σήμερα στον δυτικό κόσμο είμαστε πολύ κατώτεροι από τους ανθρώπους του παρελθόντος και δεν μεταφέρω την συζήτηση στις πυραμίδες της Αιγύπτου και τις ζικκουράτ της Μεσοποταμίας αλλά σε πολύ πιο πρόσφατες εποχές, όπως ο 19ος αιώνας και τα Ανάκτορα Γκολεστάν της Τεχεράνης.

Ξεκομμένος από την Πίστη, την Θεουργία, την Θέωση, την Φύση και την Ψυχή του, ο σημερινός άνθρωπος έχει εκλάβει ως ύπατο επίπεδο προόδου την ξεπεσμένη δυτική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα, όπου θεωρείται ‘φυσιολογικό’, ‘λογικό’ και ‘δίκαιο’ οι κίναιδοι να παντρεύονται δημόσια, να υιοθετούν παιδιά άλλων, και να τα παραινούν να αλλάξουν το φύλο τους με εγχειρήσεις. Επίσης ‘φυσιολογικό’, ‘λογικό’ και ‘δίκαιο’ θεωρείται σήμερα να σκοτώνει μια γυναίκα το έμβρυο, το οποίο η ίδια φέρει στην κοιλιά της, να έχουν οι γυναίκες προγαμιαίες κι εξωγαμιαίες σχέσεις, να έχουν οι γυναίκες γνώμη και να ασχολούνται με τα κοινά, να αποφασίζουν οι γυναίκες για την πολιτική, ή να διοικούν οι γυναίκες τράπεζες, υπουργεία ή κυβερνήσεις.

Επίσης ‘φυσιολογικό’, ‘λογικό’ και ‘δίκαιο’ θεωρείται όμως σήμερα και το να μην έχει ο κάθε άνθρωπος δικαίωμα αυτοδικίας ή αυτοϋπεράσπισης, αλλά να είναι έτσι ένα ανυπεράσπιστο θύμα – όπως οι δύσμοιροι κάτοικοι της Σύμης και άλλων νησιών του Ανατολικού (μόνον μέχρι τώρα) Αιγαίου. Παράλληλα, σήμερα, δεν θεωρείται ‘φυσιολογικό’, ‘λογικό’ και ‘δίκαιο’ να σκοτώνει ένας άνθρωπος τον εχθρό του, ο οποίος καταλαμβάνει τον τόπο του (με το όποιο τυχόν τέχνασμα), και δεν θεωρείται ‘φυσιολογικό’, ‘λογικό’ και ‘δίκαιο’ να εξοντώνει ο οποιοσδήποτε τους φορείς της ανηθικότητας και της διαφθοράς στον τόπο του.

Όλα αυτά είναι όμως παρανοϊκές αντιλήψεις, τις οποίες, εάν παρουσιάζατε ‘ως όψεις πολιτισμού ή ως έργα πολιτισμένων ανθρώπων’

– στους Πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας,

– σε λαμπρούς Χριστιανούς αυτοκράτορες της Ρωμανίας,

– στον ίδιο τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο,

– στον Καίσαρα και στην Κλεοπάτρα,

– στον Βιργίλιο των εθνικό ποιητή των Ρωμαίων,

– στον Όμηρο,

– στον Φερντοουσί, τον εθνικό ποιητή των Ιρανών,

– στον Πλούταρχο,

– στον Στράβωνα,

– στον Αρριανό,

– στον Ταμπαρί, τον μεγαλύτερο ιστορικό των ισλαμικών χρόνων, ή

– στους ηγεμόνες και τους αρχιερείς όλων των μεγάλων αυτοκρατοριών που ανέπτυξαν κορυφαίους πολιτισμούς, …

… θα σας έλεγαν ότι είτε είστε τρελλοί, είτε έχετε διαφθαρεί και ξεπέσει τόσο που αποτελείτε ένα μολυσμένο τμήμα της Ανθρωπότητας που πρέπει να εξοντωθεί.

Γ. Πολιτισμός και Βαρβαρότητα

Γιατί τότε λοιπόν τιμάτε τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο και νοιάζεστε για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά; Μολύνετε την επέτειο της 29ης Μαΐου, αν θέλετε αναφέρεστε σ’ αυτήν έχοντας τόσο αντίθετες απόψεις και κοσμοαντίληψη από εκείνους τους υπερασπιστές της Ρωμανίας.

Είναι ηλίθιο και κρετινίστικο σημερινοί ψευτο-Έλληνες εθνικιστές να μιλάνε για την Αρχαία Ελλάδα, για τον Μεγάλο Αλέξανδρο, τους Σελευκιδείς, τους Πτολεμαίους και τόσους άλλους, όταν έχουν τόσο αντίθετη άποψη από εκείνους αναφορικά με το τι είναι ‘πολιτισμός’. Να ποια είναι η πραγματικότητα:

Είναι πολιτισμός να στήνεις πυραμίδες από τα κομμένα κεφάλια των πτωμάτων των εχθρικών στρατευμάτων μετά από μια μάχη. Το έκαναν στην Αρχαία Ασσυρία, το έκαναν σε πολλές άλλες πολιτισμένες χώρες, και το έκαναν στην Ελληνική Επανάσταση.

Είναι βαρβαρότητα να μην αντιδράς και να ανέχεσαι το διεφθαρμένο σύστημα της χώρας σου να την καταστρέφει βουλιάζοντάς την στην χειρότερη ανηθικότητα, στην σεξουαλική ανωμαλία, στον οργανωμένο εκμαυλισμό, και στην έξωθεν μεθοδευμένη φυλετική μεταλλαγή με εκατομμύρια λαθρομεταναστών.

Αν δεν μπορείτε να συμφωνήσετε με τα προαναφερμένα ελάχιστα παραδείγματα, έχετε μηδαμινές πιθανότητες να επιζήσετε στα επόμενα χρόνια. Οπότε, είναι προτιμώτερο να παρατήσετε τις άλλες απασχολήσεις σας και να ξανασκεφθείτε τι πήγε στραβά μαζί σας και με τα όσα έχετε στο κεφάλι σας. Και μετά από αυτά τα εισαγωγικά, φθάνω και στο σημείο που αρχικά ανέφερα για την επίσκεψή μου στα Ανάκτορα Γκολεστάν της Τεχεράνης που ανήγειραν πριν από 150-180 χρόνια οι Τουρκμένοι Κατζάρ σάχηδες του Ιράν.

Δ. Ιρανικός Πολιτισμός και Ανάκτορα Γκολεστάν

Πριν από την δυναστεία Κατζάρ λοιπόν είχε βασιλεύσει στο Ιράν για ένα μικρό χρονικό διάστημα (κατά τον 18ο αιώνα) μια άλλη δυναστεία που απετελείτο από ανίκανους φύλαρχους, άσχετους με την αυτοκρατορική τέχνη της εξουσίας, τους Ζεντ. Οι Ζεντ λοιπόν ήταν τόσο ξεφτιλισμένοι όσο οι Νεοέλληνες πολιτικοί και άνθρωποι που δουλικά προσαρμόζονται στα συμφέροντα της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.

Αυτό ακριβώς έκανε ο πρώτος – τρισάθλιος – ψευτο-σάχης εκείνης της δυναστείας, ο Καρίμ Χαν Ζεντ. Κατέστρεψε το Ιράν, το οποίο – υποτίθεται ότι – ήθελε να διοικήσει και να βασιλεύσει, αποδεχόμενος αιτήματα των απανθρώπων καθαρμάτων της αγγλικής αποικιοκρατίας. Δεν ήσαν άγνωστοι οι Άγγλοι στην ευρύτερη περιοχή τότε: είχαν ήδη εμπλακεί στην Νότια Ασία σπέρνοντας διχόνοια, έριδα και πολέμους κι επιχειρώντας να καταστρέψουν την παλαιότερα πανίσχυρη Αυτοκρατορία των Μεγάλων Μογγόλων (Γκορκανιάν) της Ινδίας.

Όταν λοιπόν η – υποχωρητική προς τους Άγγλους και συμβιβαζόμενη με τα αποικιοκρατικά σχέδια της Αγγλίας – δυναστεία των Ζεντ ανατράπηκε από τους Κατζάρ, τότε κατά την ανέγερση των Ανακτόρων Γκολεστάν κατστράφηκαν πρότερες οικοδομές στον χώρο για να δοθεί η νέα αρχιτεκτονική διάταξη. Μετά την ανέγερση του κτηρίου Χαλβάτ-ε Καρίμ-χανί (Khalvat-i Karim Khani), διευθετήθηκε ένας χώρος χωρίς εξωτερικό τοίχο στον οποίο τοποθετήθηκε ένας μαρμάρινος θρόνος εκπληκτικής τέχνης. Από εκεί, ο Αγά Μουχάμαντ Χαν, θεμελιωυτής της δυναστείας Κατζάρ, μπορούσε να θαυμάσει τους κήπους, τις λίμνες και τους πίδακες κατά τον ελεύθερο χρόνο του.

Όμως δεν λησμονήθηκε η προστυχιά και η βαρβαρότητα του υποταγμένου στα αγγλικά συμφέροντα Καρίμ Χαν Ζεντ. Οπότε, έγινε εκταφή του σκελετού από τον τάφο του άθλιου σάχη στην Σιράζ, τα οστά μεταφέρθηκαν στην Τεχεράνη, και τοποθετήθηκαν στην είσοδο αυτού του κτηρίου των Ανακτόρων Γκολεστάν, έτσι ώστε να ποδοπατηθούν, θρυμματιστούν και κονιορτοποιηθούν όπως τους άρμοζε.

Αυτό είναι πολιτισμός και αυτό ήταν πολιτισμός πάντοτε. Είτε βλέπεις έτσι τον κόσμο, είτε η μητέρα σου κάνει εκτρώσεις και ο γιος σου εγχειρήσεις για να αλλάξει φύλο, οπότε και συ δεν μπορείς ούτε τον Πάιατ να κάψεις ζωντανό, ούτε τους λαθρομετανάστς τζιχαντιστές να αντιμετωπίσεις. Δεν υπάρχει μεσοβέζικη κατάσταση.

Έτσι όμως, χάρη στα Ανάκτορα Γκολεστάν, μπορείτε να καταλάβετε δυο ακόμη σημαντικά πράγματα:

1- Αν τα παραπάνω επιμελώς αποκρύπτονται από το σημερινό Ιράν των Αγιατολάχ, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η χώρα δεν είναι εναντίον του παγκόσμιου κατεστημένου (όπως αφελώς πολλοί νομίζουν) αλλά τμήμα του, το οποίο κατ’ ουσίαν προσαρμόζεται στις νόρμες της παγκοσμιοποίησης.

2- Όσοι δήθεν πατριώτες σήμερα στην Ελλάδα μιλάνε υστερικά εναντίον των ισλαμιστών, τζιχαντιστών και λαθρομεταναστών και κάνουν ρατσιστικού χαρακτήρα συγκρίσεις με τους πολεμιστές του ΙΣΙΣ, της Αλ Κάεντα, και άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων χαρακτηρίζοντας τους τελευταίους ως ‘απολίτιστους’ ουσιαστικά παίζουν το παιχνίδι του παγκόσμιου κατεστημένου – είτε οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται είτε όχι.

Ε. Ρατσισμός κατά Ισλάμ: οδηγεί σε ήττα χριστιανών και νίκη τζιχαντιστών

Το γιατί είναι εύκολο να καταλάβετε: εγκλωβίζοντάς σας στο ψέμμα ότι τα κομμένα κεφάλια των θυμάτων των τζιχαντιστών στα χέρια των τελευταίων είναι ‘βαρβαρότητα’, σας κολλάνε μια για πάντα στο αυτοκτονικό ψέμμα ότι πολιτισμός είναι η μεταπολεμική δυτικο-ευρωπαϊκή και βορειο-αμερικανική υλιστική νοοτροπία, καθημερινότητα καταναλωτισμού, ανηθικότητα, σαπίλα, διαφθορά, διαστροφή και ανωμαλία. Κι έτσι αδρανοποιημένοι είστε χαμένοι από χέρι.

Αυτό δεν είναι ούτε συγχωροχάρτι για τους τζιχαντιστές, ούτε φιλοϊσλαμική στάση. Το Ισλάμ ήταν ένας μεγάλος πολιτισμός κι η Χριστιανωσύνη ήταν ένας άλλος μεγάλος πολιτισμός. Αλλά αμφότεροι (κι όλοι οι άλλοι) αλλοιώθηκαν και ξέπεσαν. Οι σημερινοί μουσουλμάνοι είναι ψευτομουσουλμάνοι κι οι σημερινοί χριστιανοί είναι ψευτοχριστιανοί. Η προγραμματισμένη και διεκπεραιωμένη από την μυστική παγκόσμια εξουσία και τα όργανά της αλλοίωση, καθώς και ο απορρέων εκφυλισμός έστρεψαν τους μουσουλμάνους προς την μία κατεύθυνση και τους χριστιανούς προς την άλλη. Έτσι παρασκευάστηκαν δυο απάνθρωποι, ανώμαλοι και διεστραμμένοι ‘κόσμοι’ έτοιμοι να αλληλοσφαχθούν. Τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο από αυτό για τους κρυφούς μηχανορράφους κι εχθρούς της ανθρωπότητας να κάνουν.

Μη φανταστείτε ότι μπορείτε με τα σάπια μυαλά σας και με μόνον μια μικρή ένεση πατριωτικών αξιών και θρησκευτικών παραδόσεων να αντιμετωπίσετε τους τζιχαντιστές του Ιντλίμπ! Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των μουσουλμάνων πολεμιστών είναι ο μόνος επιτυχημένα δοκιμασμένος στην Ιστορία: οι Ακρίτες, ο Διγενής Ακρίτας, και οι ατελείωτες μάχες τους – γεμάτες αίμα, θηριωδίες και φρικαλεότητες. Αυτοί ήξεραν ότι για να σε τρέμει ο εχθρός, πρέπει να τον κάνεις να σε τρέμει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι, για να το επιτύχεις, παύεις να είσαι πολιτισμένος και γίνεσαι βάρβαρος. Αυτό σημαίνει ότι οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι των ισλαμιστών είναι καυ’ ουσίαν ο Τσίπρας κι ο Μητσοτάκης που βουλιάζουν τον μέσο Έλληνα στην άθλια αυταπάτη στην οποία ζουν όλοι σχεδόν σήμερα στην διαλυμένη Ελλάδα.

Στην συνέχεια μπορείτε να δείτε ένα συνοπτικό βίντεο για τα Ανάκτορα Γκολεστάν της Τεχεράνης και να διαβάσετε μια διεξοδική παρουσίαση του παλατιού των Κατζάρ όπου μπαίνοντας σε ένα κτήριο όλοι οι επισκέπτες πατάνε ακόμη πάνω στο σημείο όπου – δίκαια και πολιτισμένα – ποδοπατήθηκαν και κονιοτοποιήθηκαν τα άτιμα κόκκαλα του δουλικού προς τους Άγγλους ψευτοσάχη Καρίμ Χαν Ζεντ.

Τελευταίο σχόλιο, αν και μπορείτε να το υποθέσετε μόνοι σας: δεν χρειάζεται λοιπόν να εκπλήσσεται κανείς, όταν στην διεθνή βιβλιογραφία βρίσκει μάλλον θετικές περιγραφές του τρισάθλιου Καρίμ Χαν Ζεντ και πολύ αρνητικές παρουσιάσεις για την δυναστεία Κατζάρ. Ό,τι ξέρουμε ως τάχα Ιστορία είναι βασικά ψευτοϊστορία.

Δείτε το βίντεο:

Дворец Голестан, Тегеран: эксгумированные кости Карим Хан Занда были протоптаны всеми посетителями и жителями

https://www.ok.ru/video/1531891288685

Περισσότερα:

До династии Каджаров в Иране царствовала другая династия некомпетентных племенных вождей, Зенд. они не имели отношения к имперскому искусству власти. Они рабски приспособились к интересам Англии. Впервые это сделал основатель династии Карим Хан Зед. Он уничтожил Иран, выполнив порочные требования английских сатанинских колонизаторов.

После возведения здания Халват-и-Карим-Хани во дворце Голестан было устроено пространство без внешней стены, где был установлен чудесный мраморный трон. Оттуда Ага Мухаммед Хан, основатель династии Каджар, мог любоваться садами. Но он не забыл о невежественном и варварском Кариме Хан Зенде, который вел себя как раб грязных английских колонизаторов. Итак, скелет этого фальшивого шаха был эксгумирован из могилы, которая находилась в Ширазе; затем кости были перенесены в Тегеран, и они были помещены у входа в это здание и были протоптаны всеми посетителями и жителями.

Δείτε το βίντεο:

Golestan Palace, Tehran: the exhumed bones of Karim Khan Zand were trodden on by all visitors and residents

https://vk.com/video434648441_456240323

Περισσότερα:

Before the Qajar dynasty, another dynasty of incompetent tribal leaders, the Zend, reigned in Iran; they were irrelevant to the imperial art of power, and they slavishly adapted themselves to the interests of England. This was first done by the founder of the dynasty, Karim Khan Zed. He destroyed Iran by complying with the vicious demands of the Satanic English colonials.

Following the erection of the Khalvat-i Karim Khani building in Golestan Palace, a space without an exterior wall was arranged where a marvelous marble throne was placed. From there, Agha Muhammad Khan, the founder of the Qajar dynasty, could admire the gardens. But he did not forget the ignorant and barbaric Karim Khan Zend, who behaved like a slave to the filthy English colonials. So, the skeleton of that fake shah was exhumed from the grave, which was located in Shiraz; then the bones were moved to Tehran, and they were placed at the entrance of this building to be duly trodden on by all visitors and residents.

Δείτε το βίντεο:

Ανάκτορα Γκολεστάν, Τεχεράνη: μπαίνοντας ποδοπατούσαν τα εκταφέντα κόκκαλα του Καρίμ Χαν Ζεντ

Διαβάστε:

Golestan Palace

Golestan Palace pronounced “Kakheh Golestan” is the former royal Qajar complex in Iran’s capital city.

The Palace is all that remains of Tehran’s Historical Citadel (Arg) which once glittered like a jewel. This historical Arg was built at the time of Shah Tahmasb I in Safavid period. It was reconstructed at the time of Karim Khan Zand and was chosen as the venue of the royal court and residence at the time of Qajar Kings. Nassereddin Shah introduced many modifications in Golestan Palace buildings during his reign.

The Royal Court and Residence occupied more than one third of Arg, like traditional Iranian houses, had two interior and exterior quarters. The exterior quarters consisted of the administrative section of the royal court and a square shaped garden known as Golestan (rose garden). These two parts were separated by several buildings, that were destroyed in Pahlavi period.

The interior quarters were located east of the administrative section to the north of Golestan. It was a large courtyard including the residences of the Shah’s women, with a huge dormitory in the middle that in fact contained “Harem sari “. These buildings were destroyed in the Pahlavi period and the Ministry of Economic Affairs and Finance was built in their place.

During the Pahlavi era (1925-1979) Golestan Palace was used for formal royal receptions and the Pahlavi dynasty built their own palace at Niavaran. The most important ceremonies held in the Palace during the Pahlavi era were the coronation of Reza Khan (r. 1925-1941) in Takht-i Marmar and the coronation of Mohammad Reza Pahlavi (r. 1941-deposed 1979) in the Museum Hall.

In between 1925 and 1945 a large portion of the buildings of the palace were destroyed on the orders of Reza Shah who believed that the centuries old Qajar palace should not hinder the growth of a modern city. In the place of the old buildings modern 1950s and 1960s style commercial buildings were erected.

In its present state, Golestan Palace is the result of roughly 400 years construction and renovations. The buildings at the contemporary location each have a unique history.

On October 11, 2005 the Cultural Heritage Organization of Iran submitted the palace to the UNESCO for inclusion into the World Heritage List in 2007.

Golestan Palace is currently operated by the Cultural Heritage Organization of Iran.

History

The Golestan Palace complex is bordered on the north by the Ministries of Finance and Justice, on the east by Naser Khosrow St, on the west by Davar Street, and along its southern edge, it is one block from Panzdah-e Khordad Ave. The complex is located at the heart of old Tehran, which itself is framed by Shahr Park on its northwest, Pamenar Street on its east side, and the Tehran bazaar to the southwest.

The complex, in its current condition, consists of two connected gardens, a smaller one on the west and a larger one on the east, and the buildings that surround them. The smaller garden on the west, referred to here as the Takht-i Marmar garden, is oriented along a north-south axis, with a small degree of rotation along the northeast-southwest axis. A water channel runs down the garden’s central axis. The larger garden, here called the Golestan garden, is roughly square in plan (it is slightly longer along its east-west axis) and with a small degree of rotation to northwest-southeast. It features a water channel that runs north-south along its western side, near its border with the Takht-i Marmar garden.

The main access to the complex is from Panzdah Khordad Square on the southwest corner. Here, one enters the Takht-I Marmar garden on its south side, and immediately views an elongated pool running on the main axis of the small garden to the north, terminating in a pool in front of the Imarat-i Takht-i Marmar. This building is located along the north side of the small garden and spans the garden from northwest to northeast. On its west side, the Takht-i Marmar garden is separated from Davar Street by a wall. Along its east side, this garden is open to the Golestan garden and on its southeast corner the Kakh-i Ab’yaz is situated.

Moving to the Golestan garden, facing northwest and then turning clockwise (from west to east), one sees the Khalvat-i Karim Khani where the two gardens meet. This palace shares its west wall with the Imarat-i Takht-i Marmar. Facing north and moving east from the Khalvat-i Karim Khani is a series of buildings: the Talar-i Salam, the Mouze-i Makhsous, the Talar-i Ayeneh, the Talar-i Aaj, and the Imarat-i Brelian. An elongated pool runs north-south in front of the Talar-i Ayeneh. Looking east, one sees a wall with arched niches decorated with polychrome tiles. This wall leads to the Shams al-Imarat, located on the southern part of the east wall of the Golestan garden. Facing south, one sees the Imarat-i Badgir at the southeast corner of the Golestan garden. The Chador Khaneh and the Talar-i Almas are located west of the Imarat-i Badgir on the south side of the Golestan garden. The garden wall makes up the remainder of the southern side. Turning further clockwise to face west and southwest, one sees the east elevation of the Kakh-i Ab’yaz, which is oriented along a north-south axis.

The construction and development of the Golestan Palace complex dates back five centuries, concurrent with the growth and expansion of Tehran as Iran’s capital. The building complex has been built and modified during four different dynasties: Safavid, Zand, Qajar and Pahlavi.

The small city of Tehran became, for the first time, one of the residences of the Safavid rulers in the mid-sixteenth century. The first defensive city wall around Tehran was constructed under Shah Tahmasb (reg. 1524-1576) in the 1550s. Known as the “Hisar-i Tahmasebi,” this wall encircled the royal citadel (Arg) situated on its north side. The Arg (measuring 500 by 800 meters) consisted of a small palace and audience chamber. These structures, which are no longer extant, formed the foundation of today’s Golestan palace.

The earliest extant structures in the complex are from the Zand dynasty (1750-1794). Karim Khan-i Zand (reg. 1750-1779) intended to make Tehran his capital. To this end, in 1760 he commissioned the architect Ustad Ghulam Reza Tabrizi to renovate the Hisar-i Tahmasebi and add new buildings: an audience chamber known as the Divan Khana (today’s Imarat-i Takht-i Marmar), and the Khalvat-i Karim Khani.

The Qajar dynasty came into power, in 1779, with Aqa Mohammad Khan (reg. 1794-1797), who chose Tehran as his capital in 1785. He selected the Golestan complex as his palace and administrative center. Aqa Mohammad Khan took over some parts of the estate in the Arg, enlarging the Golestan garden, and built a palace on the east-west axis of today’s Golestan garden. Called Qasr-i Golestan, this palace is no longer in existence. Following his assassination in 1797, most of Aga Mohammed Khan’s construction projects remained incomplete.

After the death of Aqa Mohammad Khan, Fath Ali Shah (reg. 1797-1834) took power, becoming the first king to implement many major development projects in Tehran. At the Golestan Palace, he initiated new building projects in addition to completing some of Aqa Mohammad Khan’s projects; the Qasr-i Golestan was finished in 1801. At the same time, two other buildings were constructed on the north-south axis of the current Golestan garden: the Imarat-i Bolour on the north side of the garden and the Talar-i Almas on the south. Of the two, only the Talar-i Almas remains. The Imarat-i Badgir was Fath Ali Shah’s last addition to the Golestan complex in 1813.

Naser al-Din Shah (reg. 1848-1896), Fath Ali Shah’s grandson, was crowned in the Imarat-i Takht-i Marmar in 1848. During the fifty years of his reign, the Golestan Palace, his winter residence and center of government, underwent major changes. Naser al-Din Shah’s projects for the palace can be grouped into five phases: (a) 1853-1885, (b) 1858-1868, (c) 1868-1878, (d) 1878-1882, (e) 1882- 1895.

Phases of Changes and Renovations

1853- 1858

Within the first phase, Naser al-Din Shah’s prime minister, Amir Kabir, bought the land on the east side of the garden, adding it to the Golestan complex. The first addition to the Golestan was a museum for royal weapons, located on the eastern side of the Qasr-i Golestan. At the time, the elongated east-west complex of Qasr-i Golestan, the new museum, and some other buildings to its west were collectively known as the Imarat-i Khorouji. During the same period, major reconstructions were performed on the Imarat-i Badgir (1853).

1858- 1868

In the second phase, Tehran was expanded and reconstructed by Naser al-Din Shah. He made a new defensive wall with twelve entrance gates around the city, Hisar-i Naseri, increasing the size of the city fourfold (1867). Inside the borders of this new wall, the Arg was located within the central area. The major construction work of this phase in the Golestan Palace was the construction of the Shams al-Imarat on the southeast corner of the Golestan garden. This five-story building with two flanking turrets was completed in 1867. Shortly after, the andarun (women’s quarters) was built on the north side of the Imarat-i Takht-i Marmar, and the Talar-i Aaj was constructed on the west side of the Imarat-i Bolour.

1868- 1878

The Tekie-i Dowlat, a theatrical building for religious shows and ceremonies, was constructed south of Talar-i Almas between 1868 and 1873. It was the largest building built by Naser al-Din Shah in the Golestan complex. Some necessary modifications were performed on the east and south buildings of the Golestan garden in order to connect them to the Tekie-i Dowlat.

After traveling twice to Europe between 1873 and 1882, Naser al-Din Shah was greatly influenced by 19th century neoclassicism. In 1873, he initiated the construction of a series of buildings with a continuous two-story façade on the north site of the Golestan garden and the west side of the Talar-i Aaj. These constructions resulted in the demolition of a significant portion of the Khalvat-i Karim Khani. This new complex included a main audience hall, or Talar-i Ayeneh, a museum building, and other adjoining smaller halls. The Talar-i Mouze, later was renamed the Talar-i Salam, was the first building to be in Iran to be designed as a museum. It held Naser al-Dim Shah’s collection of antiquities, as well as gifts made to the sovereign.

1878-1882

In 1878, the Imarat-i Khorouji, including Fath Ali Shah’s Qasr-i Golestan, was demolished and replaced by pools, grass plots, flowers, and trees.

1882- 1895

The Imarat-i Khabgah was erected in 1885 on the north of the Golestan complex to the west of the andarun. In 1887, Fath Ali Shah’s Imarat-i Bolour was demolished, with the exception of its basement. In its stead, the current Imarat-i Brelian, with its decorated halls and rooms, was erected. The last building added to the Golestan was the Kakh-i Ab’yaz in 1891. Unlike the other buildings in the complex, this two-story rectangular building is utterly European and neoclassical, with no trace of Islamic forms or ornament. This building, located in the southwest corner of the Golestan garden, currently holds the Ethnographical Museum of Tehran. The west elevation of this building was changed during the reign of Mohmmad Reza Shah Pahlavi.

Under Pahlavi rule, the Arg of Tehran and the Golestan complex underwent changes. Although both Reza Shah (reg. 1925-1941) and his son Mohammad Reza Shah (reg. 1941-1979) were crowned in the Golestan Palace, Reza Shah moved his base to the Sad Abad Palace complex in the north of Tehran, and the Golestan Palace was used to host important foreign guests. During his reign, approximately three-quarters of the Golestan Palace complex was demolished to make space for modern office buildings. Of the Golestan complex, only the Imarat-i Takht-i Marmar, the audience halls, the Shams al-Imarat, the Imarat-i Badgir, the Kakh-i Abyaz, and the Talar-i Aaj survived. On the south side of the complex, the Tekie-i Dowlat was demolished in 1946. The Bazaar branch of Melli Bank was erected on its site. On the north side of the complex, the andarun and the Imarat-i Khabgah were demolished in the early 1960s; the Ministries of Finance and Justice were subsequently built there. A series of guardhouses and stables located west of the Imarat-i Takht-i Marmar were all were knocked down. Na’yeb al-Saltana Street, currently known as Davar Street, formerly contained within the complex, is now a public street bordering the west side of the Golestan Palace.

Halls and Buildings

In its present form, it comprises several different buildings and halls, including the following: the Imarat-i Takht-i Marmar, (also called the Marble Throne Building, Iwan-i Takht-i Marmar, or Iwan-i Marmar, 1759), the Khalvat-i Karim Khani (Karim Khani Palace, 1759), the Talar-i Almas (Diamond Hall, 1801), the Imarat-i Badgir (Wind-Tower Building, 1813), the Talar-i Aaj (Hall of Ivory, 1863), the Shams al-Imarat (Shams-ol Emareh, or Sun Building, 1866), the Talar-i Salam (Reception Hall, 1874), the Mouze-i Makhsous (Special Museum, 1874), the Talar-i Ayeneh (Hall of Mirrors, 1874), the Imarat-i Brelian (Talar-i Brelian, or Hall of Brilliant Diamonds, 1874), the Kakh-i Ab’yaz (White Palace, 1890), and the Chador Khaneh (Tent House).

Marble Throne Building (Imarat-i Takht-i Marmar)

Marble Throne Building or Dar-ul-Hokumeh was used for Shah’s formal receptions, while Golestan Palace was used as the royal court’s interior quarters for private meetings and nocturnal feasts.

The square shaped Golestan, surrounded by various buildings and halls, was divided into two parts with the construction of a long bifurcated building known as the exterior building at the time of Fath Ali Shah. This building, constructed on an East-West axis, was destroyed at the time Nassereddin Shah and the garden regained its integrity.

At first there were two large pools, one in front of Shams al-Imarat and Wind Tower Buildings and another in front of the Mirror Hall. Two pools were connected to each other by a long duct, along the exterior building.

The sensitivity of Iranian artists, aided by the skills of architecture, painting, stone carving, tile working, stucco, mirror work, enameling, wood working, and lattice work have created unforgettable masterpieces in the buildings among the old royal palaces.

Shah received people from various walks of life during official ceremonies on this throne veranda. In 1806, Fath Ali Shah ordered stone cravers from Isfahan to make a throne from the famous marble of Yazd. It was placed in the middle of the Iwan. It appears that Iwan, older than the other parts of Historical Arg, is a Zand period monument, built during the reign of Karim Khan.

The architecture and ornaments of this veranda were further modified during the reigns of Fath Ali Shah and Nassereddin Shah. The coronation of the Qajar kings, as well as various other official ceremonies, was performed from this Iwan. The last of these ceremonies was the Coronation of Reza Khan in 1925.

The first foundation of the Imarat-i Takht-i Marmar was laid by Karim Khan-i Zand in 1759. During the Qajar period, this building, which was also referred to as the Divan Khana and the Dar al-Hokouma, became the administrative center of the royal government. The Imarat-i Takht-i Marmar was used in royal ceremonies in celebrations such as Eids and Norouz, and the issuance of the king’s decrees, as well as for receiving foreign ambassadors.

This two-story building is pierced by a splendid talar flanked by two side chambers. The talar faces the garden and is supported by two twisted marble columns with muqarnas capitals. These eight-meter tall columns were reputedly taken by Aqa Mohammad Khan in 1771 from Karim Khan-i Zand’s Qasr-i Vakil in Shiraz. Other parts of this building, such as its carved yellow marble dados decorated with flowers, parrots and eagles, reportedly have the same origin. The side chambers of the talar, which have mezzanine levels, are open to both the garden and the talar.

Within the building, two stories of rooms wrap the talar; an iwan niche is found in the center of the rear wall of the building. The walls and ceiling of the talar are decorated with mirror-work mosaics, colored glass lattice windows, marble carvings, and oil paintings of Fath Ali Shah, princes, foreign ambassadors and war scenes. Under Naser al-Din Shah, some alterations were made to the decoration of the talar’s windows and to its mirror work; in addition, the façade of the two wings flanking the talar were covered with polychrome tileworks.

The talar of the Imarat-i Takht-i Marmar houses the royal throne. This marble throne (Takht-i Marmar) was built in 1806 by the order of Fath Ali Shah to replace the valuable Takht-i Tavous (Peacock Throne) in the talar. The marble throne, designed by the royal painter Mirza Baba Shirazi and built by the royal mason Mohammad Ebrahim Esfehani, is composed of sixty-five fine pieces of yellow marble from the province of Yazd. The body of the throne is carried on the shoulders of angels and demons carved in stone, and its steps are decorated with dragons and two lions.

Hall of Mirrors (Talar-i Ayeneh)

Hall of Mirrors is located west of the Reception Hall and over the frontispiece and stone Iwan in front of lobby of the palace. It is one of the most famous hall of Golestan Palace. It was built simultaneously with Reception Hall between 1874 and 1877. This hall was dedicated to the Peacock Throne and the Kianid Crown when the objects in the old museum were taken to the new museum; and owes much of its fame to its ornamentation and even to the portrayal of it in a painting created by Mirza Mohammad Khan Kamalolmolk in 1891. The painting is now on display the Golestan Palace.

Hall of Ivory (Talar-i Aaj)

Hall of Ivory is located west of Brilliant Hall beyond Mirror Hall. It was built in Nassereddin Shah (Qajar) period. During the reign of Nassereddin Shah it was used for the safekeeping of gifts received from foreign countries. In Pahlavi period it was the venue of official parties and celebrations. Its interior has changed to a great extent and the summer chamber beneath it has been turned into an art gallery.

Dormitory Building

Between Brilliant Hall and the northeastern corner of Golestan Garden there was once a citrus plantation that was demolished early during the reign of Reza Khan. In 1959, a new dormitory and administrative building were constructed on this site, for the visit to Iran by Queen Elizabeth (Two). Thereafter this building was used to accommodate visiting heads of states. The last time it was used as such, was in 1979 during the visit by Chinese Head of State.

Hall of Brilliant Diamonds (Imarat-i Brelian or Talar-i Brelian)

There are several spectacularly beautiful halls and rooms to the east of Ivory Hall. The floors of these rooms are lower than those of the other halls. At the time of Nassereddin Shah most of the old buildings in Arg were destroyed and replaced. Crystal Building, was replaced by the current “Brilliant Building”. During Pahlavi period, it was used for official meetings with Foreign Heads of States and Major ceremonies.

Wind Tower Building (Imarat-i Badgir)

Wind Tower Building sits on the southern wing of Golestan Garden. Built during the reign of Fath Ali Shah, it was dramatically modified at the time of Nassereddin Shah. Under the hall there is a large summer chamber. Each corner bears a tall wind tower covered with blue, yellow and black glazed tiles and a golden cupola. Wind coming through these towers cools the summer chamber, hall and rooms.

Among the most beautiful buildings of the complex is the Imarat-i Badgir, built by Fath Ali Shah in 1813. Remarkable for its tile-decorated wind catchers, the current Imarat-i Badgir is the result of Naser al-Din Shah’s major 1853 renovation and reconstruction. This building is comprised of a main talar and its adjoining rooms with four wind catchers at the corners of the building. The interior walls and ceiling of the building’s talar are decorated with mirror and tile work, glass and mirror paintings, and stucco carvings. The wind catchers are tiled in blue, yellow, and black. The Imarat-i Badgir also has a howz khaneh (pond house) in the basement, which worked with the four wind catchers to circulate and cool air by passing it over pools of water. The howz khaneh is now used as the Golestan Palace’s photo gallery (“aks khaneh”). Photos from the Qajar period, many were taken by Naser al-Din Shah himself, are presented in this photo gallery.

Tent-House (Chador Khaneh)

Chador-Khaneh, or tent house, is located between Wind Tower Building and Diamond Hall. It was the place where royal tents, used during the kings’ trips were stored. After restoration presently this building is used for holding temporary exhibition or for small gathering.

Reception Hall-Museum (Talar-i Salam)

Upon his return from Europe in 1869, after visiting several museum and art galleries, Nassereddin Shah decided to establish similar sites in his Arg. He had the exterior building destroyed and new ones built on the northwestern wing of Golestan Palace next to Ivory Hall. These buildings included Lobby, the Mirror Hall and Museum Room. Construction of Museum Room began in 1870 and ended in 1873. However it was not used until 1878, because of the multitude of ornaments to be completed.

This hall was intended to become a museum from the very beginning. Nevertheless, after the Peacock Throne was moved from the Mirror Hall to the museum, this hall became the venue of official court receptions and was thus named the Reception Hall. The most precious objects and works of art that were presented to the monarch of Persia, particularly the jewels, were kept in this hall.

In 1966, on the occasion of the Mohammad Reza Coronation, The decoration of this hall was modified to give it, its present shape.

Summer Chamber in the basement has been divided in two parts. The eastern part, called Special Hall, is dedicated to Qajar period fine arts. The western part, known as the Art Gallery, is the venue of an exhibition of Qajar period Persian paintings.

Rooms, themselves, with their high arches and ornate cravings and the numerous and large chandeliers are competitors for the eye of the beholder of the beauties that fill their spaces. Ceiling, floors and banisters also catch the eye of the visitor.

Karim Khan Veranda (Khalvat-i Karim Khani)

In the Northeastern corner of the Golestan Palace, next to Reception Hall, there is a building with columns in the form of a veranda. At its center is fountain, where water once flowed from a subterranean steam (Qanat).

Named after Karim Khan Zand, this building dates back to the Zand period. It was part of the interior of Karim Khan’s residence. The building, is believed to have been constructed in 1759.

At the time of Nassereddin Shah a major part of this building was destroyed, when the reception hall was being constructed. Although little of its splendor and beauty remains the artists’ legacy can still be observed in the intricate work.

Diamond Hall (Talar-i Almas)

Diamond Hall is located on the southern wing of Golestan Palace, past the Wind Tower Building. It was constructed during the reign of Fath Ali Shah but its appearance and ornaments were modified at the time of Nassereddin Shah. It is called “Diamond Hall”, because of its glittering mirror works.

The Talar-i Almas, which dates back to Fath Ali Shah, takes its name from the extensive mirror work in its main hall. It is composed of this main hall, side rooms, corridors, and a second floor. Three sides of the main hall contain three small iwans; each is elevated and ornamented with mirror muqarnas and stucco carvings. The north side of the hall is decorated with large wooden lattice windows with colored glass known as orosi.

White Palace (Kakh-i Ab’yaz)

Towards the end of the reign of Nassereddin Shah, the Ottoman Sultan Abdulhamid sent some precious gifts for the Shah of Iran. Whereas at that time almost all the royal palaces were decorated with various paintings and furniture, Shah decided to have a new palace constructed on the south-western wing of the Golestan area on the former site of the pavilion or Agha Mohammad Khan Tower to serve as a depository for the gifts.

The White building, with its 18th century European style stucco, was named the White Palace for the color of the stucco and the white marble stones that covered its hall and staircase.

From the very beginning White Palace became the Prime Minister’s Office. Until 1954 Cabinet Meeting were held in Sultan Abulhamid Hall of this Palace. In 1965, the western wing and the ground floor of this building were modified, to make it suitable for Coronation of Mohammad Reza Pahlavi. This building became “Anthropology Museum” in 1968 and displays some of the most ancient artifacts to be found in Iran.

Shams al-Imarat (Shams-ol Emareh, or Sun Building) This building is the most outstanding one in Golestan Palace and the finest on its eastern wing. Before his trip to Europe, Nassereddin Shah (that inspired by the pictures, he had seen of European Buildings) decided to construct a European Style Building in his Capital, so he could watch city’s panoramic view from its balcony. The Shams al-Imarat, the tallest building in the Golestan Palace, was designed as a private residence by Moayer al-Mamaalek. Built by the architect Ustad Mohammad-Ali Kashi from 1865 to 1867, the building fuses Persian and European architecture into a five-storey structure with two flanking towers topped with a turret. Between the two towers are two sets of rooms with a third clock tower centered above them. The building was used as the Shah’s observatory for viewing Tehran and its surroundings. The exterior of the building is decorated with polychrome tiles and arches and pierced by wooden lattice windows with colorful stained glass. On the first floor, the main talar of the building faces west to the garden. This talar and its adjoining rooms are decorated with mirror-work mosaics and carved stucco.

Tekie-i Dowlat

The Tekie-i Dowlat was the largest building in the Golestan Palace complex. Built between 1868 and 1873, it was demolished in 1946 by Reza Shah. This three-story theatrical building had a circular plan and measured 60 meters in diameter and 24 meters in height. There were three entrances to the building: the main entrance on the east for men, the women’s entrance on the west, and the Shah’s private entrance on the north, which was connected to the Golestan garden. Its half-sphere dome was supported by eight beams, which could be draped with a membrane to provide shade. Each floor of the building consisted of twenty rooms, each 7.5 meters wide. The building was used for ta’zieh (Ta’zieh Performance In Iranian-Islamic Culture: http://www.iranreview.org/content/view/6426/51/) theatrical plays during the festival of Ashura and other religious ceremonies.

http://www.iranreview.org/content/Documents/Golestan_Palace_2.htm

——————————————————

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

Σύγκρουση Οικουμενικότητας και Γεωπολιτικής: όταν τα Carmina Burana επιστρατεύονται για την Επαναφορά της Αυτοκρατορίας στο Ιράν

Σε διάφορα πρόσφατα κείμενά μου αναφέρθηκα σε υπόγεια κυκλώματα τα οποία κινούνται σε πολλές χώρες από την Μεσόγειο μέχρι την Κίνα με σκοπό την ανασύσταση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας με διεθνές αποτύπωμα, με ιστορικό αντίκτυπο και με σύγχρονο πρόσωπο στην διεθνή σκακιέρα. Αυτό, ως στόχος, αποτελεί ανενδοίαστη και ολοκληρωμένη ομολογία ότι ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη αυτής της περιοχής, δηλαδή η Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν και το Καζακστάν, από μόνα τους είναι πασιδήλως ανίκανα να αναλάβουν ένα τέτοιο ρόλο.

Μια τέτοια απόπειρα πάνω στην σημερινή παγκόσμια σκακιέρα σημαίνει αναγωγή στο Αβασιδικό Χαλιφάτο (πριν από 1300 χρόνια), στο εφήμερο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πριν από 2300 χρόνια) και στην Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (πριν από 2500 χρόνια). Η αναφορά στις χρονολογίες δίνει από μόνη της τις επιπτώσεις που θα είχε σήμερα στην διεθνή πολιτική σκηνή η συνένωση του συγκεκριμένου χώρου.

Cui bono?

Δηλαδή, προς τίνος όφελος;

Από πρώτη άποψη, κάποιος ασφαλώς και θα δεχόταν ότι όλα τα έθνη που θα συνέβαλαν σε μια τέτοια ένωση θα επωφελούντο, αν το ‘επανασυσταθέν’ ή ‘νεότευκτο’ (εξαρτάται πως το βλέπει κάποιος) κράτος ήταν οργανωμένο με τρόπο αποτελεσματικό, δημιουργικό και παραγωγικό.

Αλλά, αν κάποιος προσέξει το θέμα από μακριά, αμέσως καταλαβαίνει ότι μια τέτοια προσπάθεια, θα συνέφερε επίσης (και ενδεχομένως περισσότερο) ορισμένες δυνάμεις που έχουν σκοπό την συνένωση της ευρασιατικής γήινης επιφάνειας. Σήμερα, η Ινδία ίσως έβλεπε ανταγωνιστικά κάτι τέτοιο. Παλιότερα, η Ρωσσία όντως και έβλεπε ανταγωνιστικά κάθε απόπειρα ισχυροποίησης (πόσο μάλλον συνένωσης) των μεγάλων αυτοκρατοριών στα νότια σύνορά της. Αλλά αύριο η Κίνα θα ήταν εκ του ασφαλούς η περισσότερο επωφελούμενη χώρα από την συνένωση των κρατών του συγκεκριμένου χώρου σε μια νέα υπερδύναμη – που μάλιστα κακώς απουσιάζει (κατά το σινικό οπτικό πρίσμα και προσέγγιση).

Αυτός που θα επετύγχανε κάτι τέτοιο, θα ακύρωνε τελεσίδικα, αμετάκλητα και αναπότρεπτα την δυτικο-ευρωπαϊκή, βορειο-αμερικανική και απολύτως αποικιοκρατική ψευτο-επιστήμη της γεωπολιτικής. Δεν υπάρχουν ως επιστήμη η γεωπολιτική, η γεωστρατηγική, η γεωοικονομία, και ο γεωπολιτισμός. Δεν μπορώ στα πλαίσια αυτού του κειμένου να εξηγήσω αναλυτικά το παραπάνω, αλλά μπορώ να σας ζητήσω να μου πείτε. αν μπορείτε να βρείτε τις προαναφερμένες λέξεις σε οποιασδήποτε γλώσσας κείμενο γραμμένο πριν το 1850.

Άδικος κόπος! Μην ψάξετε! Δεν υπάρχουν. Κι ο λόγος είναι απλός: το περιεχόμενο των εν λόγω ψευτο-επιστημών είναι απλώς η χρήση και παρερμηνεία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας με σκοπό την προώθηση ηγεμονικών σχεδίων παγκοσμίου εμβέλειας. Αυτό με άλλα λόγια ισοδυναμεί – περίπου – με το τι θα λέγαμε σήμερα ‘παγκόσμια προοπτική εξουσίας μιας αυτοκατορίας’.

Για να αναφέρω κάποια παραδείγματα, θα σημειώσω τα εξής:

1- πως αντιμετωπιζόταν αυτή η ‘προοπτική’ από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο για την εκ μέρους της Ρώμης εμπέδωση κι επιβολή της Χριστιανωσύνης σε όλο τον κόσμο.

2- πως έβλεπε ο Τραϊανός, 200 χρόνια πριν τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, την εξάπλωση της Ρώμης μέχρι την Κασπία, τον Περσικό Κόλπο, και το κέντρο της Σαχάρας.

3- πως έβλεπε ο Χαρούν αλ Ρασίντ, 450 χρόνια μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο την κυριαρχία του Ισλάμ από τον Ατλαντικό μέχρι την Κίνα κι από την Σιβηρία μέχρι τα ανατολικά παράλια της Αφρικής.

Μπορεί κανείς να αναφέρει πολλά παραδείγματα: από τον Ιουστινιανό Α’ και το πως είδε την Ρεκονκίστα μέχρι τον Μεγάλο Αλέξανδρο, τους Αχαιμενιδείς του Ιράν, και τους Σαργωνιδείς της Ασσυρίας, περνώντας από το όνειρο του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας. Αλλά στην κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι ένα: η παγκόσμια κυριαρχία ή, αν το πούμε διαφορετικά, η συνένωση της ανθρωπότητας σε μια χώρα, η οποία θα είναι όλη η Οικουμένη. Ως θέμα και ως επίμονη αναζήτηση, αυτό πάει τόσο πίσω όσο η πρώτη αυτοκρατορία στον κόσμο, εκείνη του Σαργώνα της Ακκάδ, λίγο μετά τα μισά της 3ης προχριστιανικής χιλιετίας.

Ανάμεσα σε όλες τις μεγάλες ιστορικές αναζητήσεις και αυτοκρατορικές προσπάθειες οικουμενικότητας από την μια και την νεώτερη γεωπολιτική του τέλους του 19ου αιώνα από την άλλη, υπάρχει μόνον μία διαφορά. Η γεωπολιτική δεν επινοήθηκε ως τρόπος συνένωσης και ειρήνευσης της Οικουμένης αλλά ως υστερικά απάνθρωπο μίσος και προσπάθεια κυριαρχίας πάνω σε μια ασταμάτητα αλληλοσφαζόμενη διεθνή κοινότητα, η οποία ως εκ τούτου θα έπρεπε να διαιρεθεί και να κρατηθεί διαιρεμένη ώστε να αλληλοσφάζεται.

Είναι η ίδια διαφορά ανάμεσα στο τι λέμε Θεό και τι αποκαλούμε Σατανά, στο τι θεωρούμε Καλό και τι αντιλαμβανόμαστε ως Κακό, στο τι είναι Ανθρώπινο και τι είναι Κτηνώδες. Ακριβώς γι’αυτό, υπάρχει και μια άλλη θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις μεγάλες αυτοκρατορικές αναζητήσεις οικουμενικότητας και την νεώτερη ψευτο-επιστήμη (ή απλώς ‘πολιτική παγκόσμιας κυριαρχίας’) της γεωπολιτικής:

α) οι φορείς των θετικών, ανθρωπίνων, ιστορικών αναζητήσεων οικουμενικότητας είδαν την συνένωση της ανθρωπότητας σε μια χώρα (την Οικουμένη) ως φυσικά στηριζόμενη στην ένωση όλων των γαιών όπου κατοικούν άνθρωποι. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι θάλασσες έπαιζαν ένα συμπληρωματικό ρόλο κατά τόπους διευκόλυνσης των επικοινωνιών και των μεταφορών (: είναι ευκολώτερο και συντομώτερο να πας από την Νότια Ασία στην Ανατολική Αφρική διά θαλάσσης παρά διά ξηράς).

β) όσοι επινόησαν το έκτρωμα της γεωπολιτικής και όσοι επιχείρησαν να το εφαρμόσουν (από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα: η Αγγλία και οι ΗΠΑ) είδαν την συνένωση της ανθρωπότητας σε μια χώρα (την Σφαίρα: Globe – Globalism) ως φυσικά στηριζόμενη στην ένωση όλων των θαλασσών – όπου δεν κατοικούν άνθρωποι (όπως όλοι ξέρουμε) – και στην διαίρεση της γης. Αυτό όμως ήταν ολότελα αφύσικο, παράλογο, εξωπραγματικό, παρανοϊκό και διεστραμμένο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η γη, δηλαδή ο χώρος των ανθρώπων, παίζει αφύσικα μόνον ένα συμπληρωματικό ρόλο: αυτόν της κατά τόπους διευκόλυνσης (διά της διαίρεσης, των συγκρούσεων, των πολέμων και των ποικιλοτρόπων γενοκτονιών, βλέπε Μονσάντο) της, βασιζόμενης στην θάλασσα, ‘σφαιρικής’ (global) κυριαρχίας των μισανθρώπων και των κτηνών επί των ανθρώπων.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όλα τα διεστραμμένα κι απάνθρωπα κτήνη που επινόησαν δήθεν γεωπολιτικά σχήματα ‘διαιρούν’ την ντε φάκτο, ιστορικώς και γεωγραφικώς, αδιαίρετη γη. Αυτές οι απάνθρωπες και τερατώδεις επινοήσεις είναι Έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας και όσοι ετόλμησαν παρεμφερή τερατουργήματα και διαιρέσεις πρέπει να εκτελούνται κατόπιν διαπόμπευσης. Όσο για τα αισχρά κι απάνθρωπα κείμενά τους που σύρουν την ανθρωπότητα (ή τμήματά της) σε συνεχείς πολέμους, αυτά πρέπει να καίγονται.

Το θέμα είναι τεράστιο αλλά εδώ το αναφέρω μόνον παροδικά. Παρατηρώ λοιπόν ότι σε αυτή την ανώμαλη, ανισόρροπη και διεστραμμένη επινόηση διαιρετικών γραμμών εκ μέρους της Αγγλίας παλιότερα και των ΗΠΑ πιο πρόσφατα αντιδρά επιτυχώς η Κίνα με την σειρά προγραμμάτων που σχετίζονται με τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού και την συνένωση της αφρο-ευρασιατικής γης σε μια οικονομική και πολιτική ενότητα.

Οπότε και δεν εκπλήσσομαι, όταν βλέπω κινήσεις που τείνουν στην συνένωση του χειρότερα διαιρεμένου τμήματος της Ασίας: του νοτιοδυτικού ασιατικού χώρου. Μόνον όποιος αντιλήφθηκε ότι με το έργο του ο Μπρζεζίνσκι πρότεινε ουσιαστικά τον κατατεμαχισμό (και μάλιστα το απεκάλεσε ‘βαλκανιοποίηση’ / Eurasian Balkans) του ιστορικώς σημαντικώτερου τμήματος της Οικουμένης, δηλαδή όλη την έκταση από την Μεσοποταμία μέχρι την Κεντρική Ασία, μπορεί να καταλάβει ότι αυτό είναι ό,τι πρέπει η Κίνα να αποτρέψει για να κυριαρχήσει σε όλο τον κόσμο. Οπότε είναι φυσιολογικό να βλέπουμε τους Κινέζους να κινητοποιούν τα στοιχεία που μπορούν εύκολα να συνενώσουν σε μια πραγματικά μεγάλη υπερδύναμη τις εξής χώρες: Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν κι Αφγανιστάν. Και βέβαια ένα από τα πιο σημαντικά, υπαρκτά, συνενωτικά και συγκολλητικά στοιχεία όλου αυτού του χώρου είναι οι σημερινοί Κιζιλμπάσηδες, οι οποίοι μέσα στους τελευταίους πέντε αιώνες διατήρησαν την υπόσταση και την ισχύ τους εξαιρετικά καλά αποκρυμμένη.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, πολλές δευτρεύουσες δυναμικές είναι ικανές να κατευθύνουν τις εξελίξεις προς τα εκεί που επιθυμούν και οι Κιζιλμπάσηδες και η Κίνα. Μία από αυτές είναι η ολοένα αυξανόμενη τάση επιστροφής σε μιας μορφής σιιτική μοναρχία με σύγχρονο πρόσωπο στο Ιράν. Στο ρεύμα αυτό συνευρίσκονται και φιλοδυτικά και αντιδυτικά στοιχεία. Θα ήταν απίθανο να συμβεί διαφορετικά. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ιρανών έχουν αντιληφθεί ότι το ψευτο-σιιτικό, ψευτο-ισλαμικό, ψευτο-θρησκευτικό καθεστώς των Αγιατολάχ έχει καταστήσει το Ιράν όμηρο της διεθνούς διπλωματίας των Άγγλων, οι οποίοι φυσικά δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τα συμφέροντα του Ιράν και της Τουρκίας, αλλά χρησιμοποιούν αμφότερες τις χώρες για τα αντι-αμερικανικά σχέδιά τους, ακριβώς όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν στην ευρύτερη περιοχή αυτή το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία για να μπλοκάρουν τα αγγλικά σχέδια.

Μέσα στην φιλομοναρχική αυτή δυναμική που έχει σχηματισθεί στο Ιράν επιστρατεύονται ακόμη και οι καλλιτέχνες που συχνά πολλοί από αυτούς εφαρμόζουν δυτική μουσική αυτοκρατορικών τόνων στα πλαίσια της καλλιτεχνικής – πολιτικής τους καμπάνιας, κάνοντας νέες ενορχηστρώσεις και προσθέτοντας στίχους σε φαρσί.

Δείτε το βίντεο:

Шахкар Бинешпаджух (شاهکار بینش‌پژوه), эй иран (ای ایران) – кармина бурана на фарси

https://www.ok.ru/video/1530780781165

Περισσότερα:

Иранский патриотический гимн Эй Иран (О, Иран!) Был написан в 1944 году в Тегеране. Лирика была написана Хоссейном Гол-е-Голабом, а музыка была написана Рухоллой Халеки; он был впервые исполнен и записан певцом классической персидской музыки Голамом-Хоссейном Бананом.

Для того же названия, но с другой лирикой, самый популярный певец иранской диаспоры Шахкар Бинешпаджух сделал новую аранжировку всемирно известного Фортуна – Повелительница мира, которая является первой частью кармина бурана Карла Орфа. С лирикой патриотического, про-монархистского и доисламского содержания, Шахкар дает своей аудитории новый импульс иранского доверия и гордости.

Лирика полна ссылок на доисламских королей, мифических героев и легендарных бойцов, таким образом, полностью сводя к минимуму исламские аспекты современной культуры иранцев. Таким образом, адаптация служит общенациональным призывом к социально-политическим изменениям, монархическому восстановлению и более светлым перспективам.

Затем прославленный шах Кир II Великий из Ахеменидского Ирана изображается как святая фигура, тогда как великих героев, таких как Ферейдун, Ростам и Каянская династия, также вызывают. Таким образом, историко-культурный фон, созданный Фердоуси, иранским национальным поэтом, до одного тысячелетия и весь эпический круг, служит сегодняшним иранцам возможной альтернативой строгому шиитскому исламу, поскольку он интерпретируется аятоллами и навязывается исламским режимом.

Больше:

https://ru.wikipedia.org/wiki/О_Иран!

https://en.wikipedia.org/wiki/Ey_Iran

https://en.wikipedia.org/wiki/Hossein_Gol-e-Golab

https://en.wikipedia.org/wiki/Ruhollah_Khaleqi

https://en.wikipedia.org/wiki/Gholam-Hossein_Banan

https://en.wikipedia.org/wiki/Shahkar_Bineshpajooh

http://shahkar.com/

http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4096141.stm

Δείτε το βίντεο:

Shahkar Bineshpajooh (شاهکار بینش‌پژوه), Ey Iran! (ای ایران) – Carmina Burana in Farsi (Persian)

https://vk.com/video434648441_456240321

Περισσότερα:

The Iranian patriotic anthem Ey Iran (Oh, Iran!) was composed in 1944 in Tehran. The lyrics were written by Hossein Gol-e-Golab and the music was composed by Ruhollah Khaleqi; it was first performed and recorded by the classical Persian music singer Gholam-Hossein Banan.

For the same title but with different lyrics, the Iranian Diaspora’s most popular singer Shahkar Bineshpajooh made a new arrangement of the world famous Oh Fortuna, which is the first part of Karl Orff’s Carmina Burana. With lyrics of patriotic, pro-monarchist and pre-Islamic contents, Shahkar gives his audience a new boost of Iranian confidence and pride.

The lyrics are full of references to pre-Islamic kings, mythical heroes, and legendary fighters, thus totally minimizing the Islamic aspects of today’s Iranians’ culture. The adaptation serves therefore as a nationwide call for socio-political change, monarchical restoration, and brighter perspectives.

The illustrious Shah Cyrus of Achaemenid Iran is then portrayed as a holy figure, whereas great heroes like Fereydun, Rostam and the Kayanian dynasty are also evoked. Thus, the historical – cultural background generated by Ferdowsi, Iran’s national poet, before one millennium and the entire epic circle serve to today’s Iranians as a possible alternative to strict Shiite Islam as interpreted by the Ayatollahs and imposed by the Islamic regime.

More:

https://en.wikipedia.org/wiki/Ey_Iran

https://en.wikipedia.org/wiki/Hossein_Gol-e-Golab

https://en.wikipedia.org/wiki/Ruhollah_Khaleqi

https://en.wikipedia.org/wiki/Gholam-Hossein_Banan

https://en.wikipedia.org/wiki/Shahkar_Bineshpajooh

http://shahkar.com/

http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4096141.stm

Δείτε το βίντεο:

Shahkar Bineshpajooh (Σακάρ Μπινεσπατζού), Ey Iran! (Ω, Ιράν!) – Carmina Burana in Farsi (Persian)

Περισσότερα:

Το πατριωτικό εμβατήριο Έυ Ιράν (Ω, Ιράν!) γράφηκε το 1944 από τον Χοσεΰν Γκολ-ε Γκολάμπ και μελοποιήθηκε από τον Ρουχολάχ Χαλεκί. Η πρώτη ερμηνεία ήταν του θρυλικού και δημοφιλέστατου Ιρανού τραγουδιστή Γολάμ Χουσεΰν Μπανάν (γνωστού ως Ουστάζ Μπανάν). Έκτοτε και μέχρι σήμερα αυτό το εμβατήριο ήταν σχεδόν ο ντε φάκτο ανεπίσημος εθνικός ύμνος των Ιρανών (σηκώνονται στο άκουσμά του) – και στα χρόνια των Παχλεβί και στις δεκαετίες των Αγιατολάχ.

Με αυτόν τον τίτλο (Έυ Ιράν), ο σύγχρονος δημοφιλής Ιρανός τραγουδιστής Σακάρ Μπινεσπατζού (Shahkar Bineshpajooh) έκανε μια διαφορετική ενορχήστρωση του αρχικού άσματος των Κάρμινα Μπουράνα (Ω, Φορτούνα!) και έγραψε έντονα πατριωτικού, φιλομοναρχικού και προϊσλαμικού χαρακτήρα στίχους, τους οποίους και ερμήνευσε.

Στους στίχους του Σακάρ, ο Κύρος, σημαντικώτερος σάχης των Αχαιμενιδών κατά τον 6ο προχριστιανικό αιώνα, παρουσιάζεται ως ιερό πρόσωπο του Ισλάμ, οι μυθικοί ήρωες Φερεϋντούν, Ροστάμ και οι βασιλείς των Καϋανιδών αναφέρονται έτσι όπως και στον Φερντοουσί, τον εθνικό ποιητή των Ιρανών, και ο αγώνας για ένα νέο, μοναρχικό Ιράν περιγράφεται ως μάχη ενάντια στον Σατανά (Αχριμάν).

Σχετικά με το πατριωτικό εμβατήριο Έυ Ιράν:

“Ey Irān” anthem was composed in 1944 in Tehran. The lyrics were written by Hossein Gol-e-Golab and the music was composed by Ruhollah Khaleqi, and it was first performed and recorded by the classical Persian music singer Gholam-Hossein Banan.

Gol-e-Golab was inspired to write the song by patriotism. He has been quoted to have said: “In 1944, the footsteps of the invading armies in the streets were enough to rattle any patriot and inspired me to write this anthem. Professor Ruhollâh Kâleqi wrote the music and despite all the political opposition, it found its way into the heart and soul of the people.”

“Ey Irân” is sometimes mistaken for being the former Iranian national anthem. It was always used as the unofficially National Anthem since it was released from 1944 people never liked the official National Anthems. Though the National Anthem in the Shah times was recognized but people still liked Ey Iran more.

Today Iranian opposition groups both inside and outside of Iran do not recognise the current official anthem of the Islamic Republic of Iran as the “national anthem” and in all gatherings and ceremonies use “Ey Irân” anthem.

For decades many groups and singers have performed “Ey Irân”. Among the most popular renditions is a 1991 version arranged for voice, choir and orchestra by Golnuš Xāleqi, daughter of Rowhollāh Xāleqi. In this version the vocal soloist was Rashid Vatandust and Esfandiar Gharabaghi. https://en.wikipedia.org/wiki/Ey_Iran

Επίσης:

https://en.wikipedia.org/wiki/Hossein_Gol-e-Golab

https://en.wikipedia.org/wiki/Ruhollah_Khaleqi

https://en.wikipedia.org/wiki/Gholam-Hossein_Banan

Σχετικά με τον Σακάρ Μπινεσπατζού:

https://shahkar.com

https://en.wikipedia.org/wiki/Shahkar_Bineshpajooh

http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/4096141.stm

Στίχοι σε φαρσί:

ای وطن نامت شکوها نیز و بالا و سترگ
جنگ جویانت شاهنشاهان و مردان بزرگ
کورشت بر قلب ها همواره رهبر بوده است
حضرت کورش به زعم ما پیامبر بوده است
اولین منشور مکتوب بشر فرمان او
ایزدان ، امشاسبندان ، جمله پشتیبان او
آرشت از ده هزار آشیل بس طوفنده تر
داریوشت از سکندر صد هزاران بار سر
رخش و شبدیزت بلرزانند پشت عالمین
کاوه و گیو و فریدون هر یکی خود رستمی
باد تا همواره دنیا محو شیران خواندت
خانه اش ویران هرآنکس خانه ویران خواهدت
دست اهریمن ز دریا و خلیجت دور باد
چشم نا محرم به سر تا پای خاکت کور باد
پندار نیک
گفتار نیک
کردار نیک و ایمان
خون کورش
در رگهایم
خون هخامنشا
خون کورش
شاه شاهان
شاهنشاه خاوران
به فرمانش
برمی خیزیم
جانم فدای ایران
بر سر ما
سایه ی او
اهورامزدای پاک
دشمنت گر لب بجنبد
مینشانیمش به خاک
من از کوهم
من از آهن
از نژاد آریا
نسل رستم
نسل کاوه
با درفش کاویان
دوهزار و پانصد ساله
فرهنگت جاویدان باد
سرنگون باد
واژه گون باد
ظلم و زور و استبداد
بر خاک تو
درگاه تو
خانه اش آباد ایران
دست ایزد
همراهت باد
جاویدان بادا ایران
جاویدان ایران

———————————————–

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

Καλέ-γιε Μπαμπάκ: Το Κάστρο του Μπαμπάκ, Άντρο των Χοραμιτών Ιρανών που οργάνωσαν Μαζδεϊστική Εξέγερση κατά του Αβασιδικού Χαλιφάτου

Στο νότιο, κατεχόμενο από το Ιράν, Αζερμπαϊτζάν βρίσκεται, πέρα από το Καλεϋμπάρ και πολύ κοντά στα ιρανο-αζερμπαϊτζανικά σύνορα, μια αετοφωλιά στην κορυφή ενός απόκρημνου και βραχώδους βουνού, όπου στα τέλη του 8ου αιώνα, ο Ιρανός μαζδεϊστής Παπάκ (ή και Μπαμπάκ) οργάνωσε την αντίστασή του ενάντια στο Αβασιδικό Χαλιφάτο που ακόμη βρισκόταν στην ακμή του.

Το τοπίο είναι δύσβατο, δυσπρόσιτο και εντελώς έξω από τα οργανωμένα τουριστικά ταξίδια. Μάλιστα στα σοβιετικά χρόνια, ήταν απαγορευμένο σε όλους τους ξένους να προσεγγίσουν εκεί, δεδομένου ότι η τοποθεσία ήταν πολύ κοντά στα σύνορα προς την ΕΣΣΔ και ο διερχόμενος θα μπορούσε να συντάξει μια θαυμάσια έκθεση για την ιρανική άμυνα και τα ορεινά στρατόπεδα των εκεί μπασιτζί (εθελοντών μαχητών) και πασνταράν, των φρουρών της επανάστασης. Ωστόσο, υπήρξε και μια εξαίρεση, ένας μόνον ξένος που στην δεκαετία του 1980 περιπλανήθηκε στα μέρη αυτά και περπάτησε εκείνες τις βουνοπλαγιές για να επισκεφθεί το κάστρο χάρη στο οποίο οι Ιρανοί διατήρησαν μέχρι και σήμερα τις προϊσλαμικές παραδόσεις τους ακόμη κι εξισλαμισμένοι.

Αυτός ήταν ο Έλληνας ιρανολόγος και ανατολιστής, καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, ο οποίος τότε ετοίμαζε την δικτατορική διατριβή του και μελετούσε κυρίως τους χώρους της ασσυριακής κυριαρχίας στο ιρανικό οροπέδιο (10ο – 7ο προχριστιανικό αιώνα). Παράλληλα, ο Έλληνας ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος δεν ήταν ακόμη μουσουλμάνος και ονομαζόταν Κοσμάς, δημοσίευε στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στο Ιράν και σε άλλες χώρες άρθρα σχετικά με το Ιράν, τον πόλεμο Ιράν – Ιράκ, την ιρανική παιδεία και πολιτισμό που ήταν τα μόνα κείμενα στον κόσμο υπέρ του Ιράν κατά την δεκαετία εκείνοι που όλοι οι ανόρφωτοι, ανίδεοι, άξεστοι κι άθλια διεφθαρμένοι Έλληνες δημοσιογράφοι πληρώνονταν για να βρίσουν σαν ξεμωραμένα αυτιστικά τον Χομεϊνί.

Ό,τι γράφηκε στην δεκαετία του 1980 για το Ιράν στην Ελλάδα, την Δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική ήταν ένα ηλίθιο κι αισχρό ψέμμα. Αποβράσματα της κατ’ εντολήν -και μάλιστα καλοπληρωμένης- δημοσιογραφίας, όπως ο Γιάννης Μαρίνος και ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος, ολότελα ανίδεα για το Ιράν και για το κάθε τι στο Ιράν, επαναλάμβαναν σαν μηρυκαστικά την τρισάθλια αγγλική και την γαλλική αντι-ιρανική δημοσιογραφία, αποβλακώνοντας τον μέσο Έλληνα ως ένα παραπάνω θέμα. Αυτοί οι ξεφτιλισμένοι όμως ξεχάστηκαν, αλλά τα εξαιρετικά άρθρα του κ. Μεγαλομμάτη παρέμειναν ως φωτεινή εξαίρεση.

Δεν έμαθα για το Καλέ-γιε Μπαμπάκ και τις εκεί περιπλανήσεις κι έρευνες του Έλληνα ιρανολόγου μετά από μια κατ’ ευθείαν ερώτηση σε μια από τις συναντήσεις μας. Και αν και έχω πάει στο Ιράν, δεν είχα ποτέ διαβάσει σχετικά είτε με το απόμακρο κάστρο είτε με το εθνικό αντιστασιακό αντι-ισλαμικό κίνημα των υστέρων Μαζδεϊστών που 150 χρόνια μετά την ισλαμική κατάληψη του Ιράν ονειρεύονταν ακόμη την ανασύσταση της σασανιδικής αυτοκρατορίας. Όταν όμως ερώτησα τον φίλο κ. Μεγαλομμάτη ποια ήταν τα πιο δυσπρόσιτα σημεία που επισκέφθηκε στο Ιράν, τότε πήρα ως απάντηση δυο ονόματα κάστρων στο βόρειο Ιράν:

Το Καλέ-γιε Μπαμπάκ και το Καλέ-γιε Αλαμούτ.

Ομολογουμένως, το δεύτερο είναι πολύ πιο φημισμένο από το πρώτο και μου ήταν ήδη γνωστό. Δεν χρειάζεται καν να έχει ταξιδέψει κανείς στο Ιράν για να το ξέρει. Πολλοί μάλιστα το ξέρουν χωρίς να έχουν υπόψει τους το όνομά του! Αυτό γίνεται επειδή πολλοί έχουν διαβάσει την αναφορά του Μάρκο Πόλο στον Γέρο του Βουνού, δηλαδή τον αρχηγό της μυστικής οργάνωσης των Σιιτών Εβδομοϊμαμιστών που είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα Ισμαϊλίγιε (Ισμαηλίτες). Αυτός έλεγχε τους πολεμιστές του, δίνοντάς τους χασίσι για να τους βραβεύσει όταν εκτελούσαν επιτυχώς τις εντολές του, δηλαδή να πάνε ακόμη και πολύ μακριά μέσα στο απέραντο ισλαμικό χαλιφάτο και να δολοφονήσουν συγκεκριμένους αντιπάλους του οπουδήποτε κι αν αυτοί ζούσαν (και η λίστα των στόχων ήταν τεράστια). Έτσι οι Ισμαηλίτες έμειναν περισσότερο γνωστοί ως Χασάσιν (: χασικλήδες), ονομασία από την οποία προέρχεται η γνωστή λέξη assassin (: δολοφόνος) που υπάρχει σε πολλές δυτικές γλώσσες.  

Το Καλέ-γιε Αλαμούτ βρίσκεται βαθειά μέσα στην οροσειρά Ελμπούρζ που χωρίζει την Κασπία Θάλασσα και το ιρανικό οροπέδιο, βορειοδυτικά της Τεχεράνης και περίπου στη μέση της διαδρομής από την Ταμπρίζ (: Ταυρίδα) προς την πρωτεύουσα του Ιράν. Το Καλέ-γιε Μπαμπάκ βρίσκεται βόρεια από την Ταυρίδα, δυτικά από τα νοτιοδυτικά άκρα της Κασπίας. Και βεβαίως χρονολογικά προηγείται του Καλέ-γιε Αλαμούτ κατά μερικούς αιώνες. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: στο Καλέ-γιε Αλαμούτ δίπλα υπάρχει ακόμη και σήμερα ένα χωριό όπου φτάνει ένας πολύ κακοτράχαλος δρόμος και συνεπώς φτάνουν -έστω με δυσκολία και προχωρώντας πολύ σιγά- αυτοκίνητα. Αντίθετα, τα αυτοκίνητα σταματούν στην κωμοπόλη Καλεϋμπάρ, και από κει και πέρα υπάρχει μόνον ένα μονοπάτι για το Καλέ-γιε Μπαμπάκ.

Οι πλαγιές όλων των εκεί βουνών στα ηπιώτερα σημεία τους είναι περίπου γωνίας 45ο μοιρών! Και το Καλέ-γιε Μπαμπάκ βρίσκεται πάνω σε μια βραχώδη κορυφή που χωρίζεται – από τις τριγύρω εξίσου υψηλές και πιο απρόσιτες κορυφογραμμές – από πολύ βαθειές χαράδρες που καθιστούν κυριολεκτικά την βουνοκορφή άπαρτη κι απόρθητη. Το κλίμα είναι δροσερό ακόμη και το καλοκαίρι στα υψόμετρα εκείνα που καλύπτονται από χιόνι για πολλούς μήνες τον χρόνο. Μάλιστα, η επιστροφή είναι πιο δύσκολη από τον πηγαιμό γιατί πρέπει να συγκρατηθείς να μη σε πάρει η φόρα στο κατωφερικό και κακοτράχαλο μονοπάτι. Τα εφόδια που πρέπει κανείς να πάρει, όταν πηγαίνει προς τα κει, είναι πολλά κι άφθονο νερό είναι απαραίτητο, επειδή εύκολα διψάει κάποιος από την τρομερή φυσική προσπάθεια. Έτσι, κι οι Ιρανοί πασνταράν που είδαν κατά το σούρουπο τον κ. Μεγαλομμάτη να κατεβαίνει πολύ διψασμένος έστιψαν λεμόνι στο τέταρτο ποτήρι νερό που του έδωσαν να πιει για να προλάβουν να μην τους πιει όλο το απόθεμα που είχαν μαζί τους στις σκηνές που έμεναν.

Για τους Χοραμίτες πολεμιστές του Μπαμπάκ όμως όλα αυτά θα ήταν τρομερές πολυτέλειες κι η ζωή στο κάστρο θα πρέπει να ήταν τρομερά λιτοδίαιτη και πολύ αυστηρή. Ουσιαστικά, οι Χοραμίτες αποτελούν το σημαντικώτερο και μαζικώτερο ιρανικό μαζδεϊστικό κίνημα και προσπάθεια εξέγερσης στο αβασιδικό χαλιφάτο. Οι προηγούμενες εξεγέρσεις κατά της ισλαμικής εξουσίας της Βαγδάτης και πιο πριν της Δαμασκού, ήταν πιο βραχύβιες, λιγώτερο μαζικές και όχι τόσο καλά οργανωμένες. Υπό τον Μπαμπάκ, σχεδόν όλο το ορεινό τμήμα του Νότιου Αζερμπαϊτζάν έφυγε εκτός της χαλιφατικής εξουσίας. Ήταν ένα μη ισλαμικό Ιράν – μικρό και βραχύβιο βεβαίως.

Οι Χοραμίτες είναι κι οι τελευταίοι τους οποίους μπορούμε να αποκαλέσουμε ‘μαζδεϊστές’. Ιστορικοί ισλαμικών χρόνων αναφέρουν πολλές πληροφορίες γι’ αυτούς τους άτομους μαχητές που τα έβαλαν ενάντια στην μόνη υπερδύναμη του τότε κόσμου, θέτοντας σε κίνδυνο ένα πολύ ευάλωτο κι ευπαθές τμήμα των βορείων συνόρων του χαλιφάτου – το προς τον Καύκασο. Σημειωτέον ότι στα χρόνια των Χοραμιτών, η αβασιδική χαλιφατική επικράτεια εκτεινόταν από τα δυτικά άκρα της Κίνας μέχρι το Μαρόκο και την Μαυριτανία, έτσι μετατρέποντας το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε ασήμαντους νάνους.

Με την καταστολή του κινήματος των Χοραμιτών, οι περισσότεροι Ιρανοί που δεν είχαν ακόμη αποδεχθεί το Ισλάμ προσχώρησαν στην νέα θρησκεία με την πείσμονα αντίληψη να διατηρήσουν μέσα στο νέο πλαίσιο δοξασιών τους όλον τον πλούτο των προϊσλαμικών ιρανικών μυθικών παραδόσεων και της Ιστορίας τους. Αυτό το υλικό άρχισε να αναμοχλεύεται και να αναπλάθεται σε πολλές και ποικίλες ‘Ιστορίες Βασιλέων’ (Σαχναμέ: ‘Βιβλίο Βασιλέων’) όπου ιρανικός και τουρανικός μύθος, θρύλος, ιστορία και παραδόσεις αναμείχθηκαν. Από αυτόν τον επικό – μυθικό κύκλο προέκυψε ο Φερντοουσί, ποιητής του πιο γνωστού (από τα πολλά υπαρκτά), του πιο μακροσκελούς, και του ποιητικά ανώτερου Σαχναμέ.

Όταν στην ίδια περίοδο με τον Φερντοουσί εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα παρσιστικής λογοτεχνίας, είναι εμφανής η διαφορά: η παρσιστική θεολογία αποτελεί μόνο μια μακρινή σκιά των θρησκευτικών μαζδεϊστικών κειμένων, κι αυτό είναι πολύ φυσικό. Οι Παρσιστές ιερείς δεν ήταν το αυτοκρατορικό ιερατείο μιας μεγάλης στρατοκρατικής χώρας αλλά καταδιωγμένοι από το χαλιφάτο Ιρανοί πρόσφυγες στο Γκουτζράτ, πέρα από το Δέλτα του Ινδού όπου σταμάτησαν τα πρώιμα ισλαμικά στρατεύματα, καταλύοντας το σασανιδικό Ιράν. Αλλά, παρά τις διαφορές τους με τους Μαζδεϊστές ιερείς του 5ου και του 6ου αιώνα, οι Παρσιστές ιερείς του 9ου αιώνα παρέμειναν πολύ πιο κοντά στις μαζδεϊστικές σασανιδικές θέσεις, δοξασίες, ιστοριογραφία και κοσμοθεώρηση: στα κείμενά τους, όπως και στα σασανιδικά κείμενα, ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσιάζεται αρνητικά. Αντίθετα, ο Φερντοουσί, επηρεασμένος από το Ισλάμ, περιγράφει τον Μέγα Αλέξανδρο με πολύ θετικά λόγια, εξυψώνοντάς τον σε υπόδειγμα σάχη του Ιράν.

Και το λογικό παράδοξο είναι ότι το έργο του μουσουλμάνου Φερντοουσί εκτιμάται περισσότερο από τους παρσιστές παρά από τους πιστούς μουσουλμάνους. Όμοια με τους παρσιστές εκτιμούν ιδιαίτερα το έργο του Φερντοουσί και όσοι Ιρανοί μουσουλμάνοι δεν τηρούν τους τύπους της μουσουλμανικής πίστης και δέχονται το προϊσλαμικό ιρανικό παρελθόν ως το κεντρικό άξονα της ταυτότητάς τους. Αυτοί είναι όσοι υποστηρίζουν ένα κοσμικό κράτος στο Ιράν κατά τα πρότυπα του πολύ αγαπητού στο Ιράν Κεμάλ Ατατούρκ ή ακόμη του τελευταίου σάχη, κι απορρίπτουν τους Αγιατολάχ.

Αλλά ο αγώνας των Χοραμιτών είναι το τι διατήρησε τις ιρανικές παραδόσεις μέχρι τον Φερντοουσί, και υπό μια έννοια δεν θα υπήρχε Φερντοουσί χωρίς τον Μπαμπάκ, τον ηγέτη των Χοραμιτών, και το κάστρο του, το Καλέ-γιε Μπαμπάκ. Τα τελευταία χρόνια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, Παρσιστές και Μουσουλμάνοι Ιρανοί (όσοι από τους δεύτερους αξιολογούν περισσότερο τον προϊσλαμικό ιρανικό πολιτισμό από την ισλαμική τους ταυτότητα), όπως και πολλοί Αζέροι (άλλωστε οι Αζέροι είναι το πολυπληθέστερο έθνος του Ιράν), επισκέπτονται το Καλέ-γιε Μπαμπάκ, όπου έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης των μνημείων, ενώ και το κακοτράχαλο μονοπάτι έχει βελτιωθεί.

Δείτε το βίντεο:

Кале-е Бабак (Крепость Бабека / قلعه بابک): оплот Бабека Хоррамдина, предводителя Хуррамитов против Багдада Аббасидов

https://www.ok.ru/video/1524443646573

Περισσότερα:

Город-крепость Базз (перс. قلعه بابک‎) — располагается в 3 километрах юго — западнее поселка Калейбер Карадагского района остана Восточный Азербайджан Ирана. Эта крепость в народе более известна под названием Крепость Бабека, так как она была одним из основных убежищ, пристанищ предводителя восстания иранских Хуррамитов Бабека. Во время археологических раскопок на территории крепости Базз были найдены монеты относящиеся к государствам Ильдегизидов и Византии. Начиная с 1999 года ежегодно в день рождения Бабека южные азербайджанцы вместе с руководством организации Движения Национального Пробуждения Южного Азербайджана, чтят память народных героев, совершая шествие к крепости.

Средневековые источники свидетельствуют, что центром и столицей хуррамитов в Азербайджане, во главе которых вначале стоял Джавидан, а затем болеe двадцати лет Бабек, был город-крепость Базз. Табари сообщает, что Базз был “областью и городом Бабека”. Масуди пишет, что Бабек поднял восстание “в горах Баззайн, что в стране Азербайджан”. С.Нафиси на своей карте помешает Базз восточнее Балхава и указывает, что “область Базз, город Базз, гора Базз, или Баззайн, находились близ теперешней области Талыш, на восточном краю Муганской равнины и западном берегу Каспия”. Бируни пишет, что “Базз – страна Бабека ал-Хуррами”. С. Ибрагимов и В.Ф. Минорский полагают что Базз был в горной местности Караджадаг (т. е. Карадах). Масуди оставил нам наиболее точное определение месторасположения Базза: “Аракс течёт между страной Баззайн, родиной Бабека ал-Хуррами, в Азербайджане и горой Абу Мусы, составляющей часть страны Аран”.

https://ru.wikipedia.org/wiki/Крепость_Бабека

Бабек (перс. بابک خرمدین‎), также Бабак Хоррамдин, Папак (около 789—800, Билалабад, ныне в остане Ардебиль — январь 838, Самарра, ныне в Ираке) — руководитель восстания иранских хуррамитов против Арабского халифата с центром в Северо-Западном Иране, в провинции Азербайджан (к югу от Аракса[8], расположенном ныне на территории Иранского Азербайджана и юго-восточных регионов Азербайджанской Республики), охватившего также другие области Ирана и Закавказья. Согласно Масуди и «Фихристу» Ибн ан-Надима, власть Бабека, в пик его славы, распространялась на юге до Ардебиля и Маранда, на востоке — до Каспийского моря и города Шемаха в Ширване, на севере — до Муганской степи и берегов реки Аракс, а на западе до районов Джульфы, Нахичевана и Маранды. Британский историк К. Э. Босуорт отмечает, что восстание Бабека показало прочность родовых иранских местных ощущений в Азербайджане. Иранский историк С. Нафиси считает Бабека борцом за свободу Ирана.

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бабек

Δείτε το βίντεο:

Kaleh-ye Babak (Babak Castle/ قلعه بابک ): the Stronghold of Babak Khorramdin, the Khurramite Rebel against Abbasid Baghdad

https://vk.com/video434648441_456240313

Περισσότερα:

Pāpak Fort (Persian: دژ بابک‎) or Babak Castle (Persian: قلعه بابک‎) is a large citadel on the top of a mountain in the Arasbaran forests, 6 km southwest of Kalibar City in northwestern Iran. It was the stronghold of Babak Khorramdin, the leader of the Khurramites in Iranian Azerbaijan who fought the Islamic caliphate of Abbassids

The castle, built on 2300–2600 meter heights, surrounded by 400 to 600 meter gorges, is accessed via a long series of broken steps that lead to the top of a hill. Thereafter, the easiest route is a long dirt track. No signs lead to the Castle. At the end of the dirt track, the route turns left. The first sign of the ruins appears on the left, leaving two peaks to cross. The first peak has views of the Castle. After ascending a second peak, with additional ruins, the trail passes sheer cliffs on the right with no railings. From the castle, the surrounding Arasbaran oak forest, jagged cliffs, mountains in the distance, and Iranian history combine inform the visitor’s perspective. The last stretch is a narrow passageway and a 200 meter corridor-shaped temple. The castle is believed to belong to the Parthian dynasty, as modified under the Sasanid dynasty.

https://en.wikipedia.org/wiki/Babak_Fort

Δείτε το βίντεο:

Καλέ-γιε Μπαμπάκ: στα Βουνά του Ιρανικού Αζερμπαϊτζάν, το Κέντρο των Χοραμιτών Ιρανών κατά του Ισλάμ

Περισσότερα:

https://en.wikipedia.org/wiki/Kaleybar

https://en.wikipedia.org/wiki/Babak_Fort

https://ru.wikipedia.org/wiki/Калейбар

https://ru.wikipedia.org/wiki/Крепость_Бабека

https://en.wikipedia.org/wiki/Babak_Khorramdin

https://ru.wikipedia.org/wiki/Бабек

https://en.wikipedia.org/wiki/Khurramites

https://ru.wikipedia.org/wiki/Хуррамиты

https://en.wikipedia.org/wiki/Ashik

——————————————————————- 

Διαβάστε:

Bābak Ḵorramī

Bābak Ḵorramī (d. Ṣafar, 223/January, 838), leader of the Ḵorramdīnī or Ḵorramī uprising in Azerbaijan in the early 3rd/9th century which engaged the forces of the caliph for twenty years before it was crushed in 222/837.

The fullest account of Bābak’s career comes from a lost Aḵbār Bābak by Wāqed b. ʿAmr Tamīmī, which is quoted in the Fehrest of Ebn al-Nadīm (ed. Flügel, pp. 406-07) and was probably used by Maqdesī (Badʾ VI, pp. 114-18; see Sadighi, p. 234). Other accounts are less detailed and show variations.

The name Bābak is found in all the sources, but Masʿūdī also says that “Bābak’s name was Ḥasan” (Morūj VII, p. 130, ed. Pellat, IV, sec. 2814). The statements about his parentage and background are unclear and inconsistent, sometimes fantastic and incredible. His father’s name is variously given as Merdas/Merdās (Samʿānī, ed. Margoliouth, fol. 56a); ʿAbd-Allāh, a native of Madāʾen (Fehrest, p. 406); Maṭar, a vagabond (men al-ṣaʿālīk; Ṭabarī, III, p. 1232); and ʿĀmer b. Aḥad from the Sawād region who had gone to Ardabīl (Abu’l-Maʿālī, chap. 5). According to Wāqed, however, ʿAbd-Allāh, Bābak’s father, was a cooking-oil vendor who had left his home town Madāʾen for the Azerbaijan frontier zone and settled in the village of Belālābād in the Maymaḏ district. His mother, according to Faṣīḥ (I, p. 283), was a one-eyed woman named Māhrū from a village in a district belonging to Azerbaijan. On the one hand the stories about ʿAbd-Allāh and Maṭar may imply that Bābak’s father had an illicit relationship with this woman, but on the other hand Dīnavarī (p. 397) asserts: “What seems to us to be true and proven is that Bābak was a son of Moṭahhar, the son of Abū Moslem’s daughter Fāṭema, and that the Fāṭemīya group of the Ḵorramīs took their name from this Fāṭema, not from Fāṭema the daughter of God’s Prophet.” In Masʿūdī’s Morūj (ed. Pellat, IV, p. 144, sec. 2398) Bābak is described simply as one of the Fāṭemīya group of the Ḵorramīs.

In most of these accounts, other than Dīnavarī’s, a note of sarcasm and hostility can be perceived. Our information about Bābak and his revolt comes almost entirely from adversaries. Merdās is the name of Żaḥḥāk’s father in Ferdowsī’s Šāh-nāma, probably meaning “man-eater” (mard-ās; see R. Roth, “Die Sage von Dschemschid,” ZDMG 4, 1850, pp. 417-33, esp. p. 423), however, this view was rejected by Nöldeke, who considered Merdās to be the same as Arabic Merdās (see Zereklī and Dehḵodā, s.v. Merdās); its attribution to Bābak may be a disguised reference to his and his henchmen’s readiness to kill their enemies (Zarrīnkūb, 1355, p. 237). The coupling of his mother’s name Māhrū “Belle” with the description “one-eyed” also looks like a sneer. There is no means of knowing whether the kinship with Abū Moslem, considered probable by Dīnavarī, was a fact or a pretense designed by Bābak (as by other rebel leaders) to gain support among people who cherished Abū Moslem’s memory (Ḡ.-Ḥ. Yūsofī, Abū Moslem, sardār-e Ḵorāsān, Tehran, 1345 Š./1966, pp. 175-78, 165f.), or whether it was subsequently invented to argue a link between Abū Moslem’s and Bābak’s revolts or to explain the Ḵorramī veneration for Abū Moslem (cf. Neẓām-al-Molk, pp. 359, 367-68). Dīnavarī’s mention of a Ḵorramī group named Fāṭemīya after Abū Moslem’s daughter and of Bābak’s membership of it is repeated in Taʾrīḵ Baḡdād (X, p. 207; see also Madelung, pp. 63-64, 65; Amoretti, pp. 503ff.).

According to Wāqed, Bābak’s father, after the birth of Bābak, died from wounds suffered in a fight during a journey to the Sabalān district. His widow then earned her living as a wet-nurse for other people’s infants, while Bābak worked as a cowherd until he was twelve years old. We are told that one afternoon his mother saw Bābak asleep under a tree, stark naked and with blood at the root of every hair on his head and chest; but when he woke and stood up, she saw no trace of blood and said, “I know that my son has a great task ahead” (Fehrest, p. 406; Maqdesī, Badʾ VI, pp. 114f.; ʿAwfī, pt. 1, chap. 5). Wāqed adds that Bābak in his youth worked as a groom and servant for Šebl b. Monaqqī (Moṯannā ?) at the village of Sarāt (Sarāb ?) and learned to play the tanbūr (drum or mandolin). This must be the source of the statement by Abu’l-Maʿālī (chap. 5, p. 299) that Bābak used to play the tanbūr and sing songs for the people while working as a fruit vendor in the village. When he had grown up he went to Tabrīz, where he spent two years in the service of Moḥammad b. Rawwād Azdī before returning at the age of eighteen to his home at Belālābād.

Wāqed’s account of what happened next is, in summary, as follows. Two rich men named Jāvīdān b. Šahrak (or Sahrak) and Abū ʿEmrān were then living in the highland around the mountain of Baḏḏ and contending for the leadership of the highland’s Ḵorramī inhabitants. Jāvīdān, when stuck in the snow on his way back from Zanjān to Baḏḏ, had to seek shelter at Belālābād and happened to go into the house of Bābak’s mother. Being poor, she could only light a fire for him, while Bābak looked after the guest’s servants and horses and brought water for them. Jāvīdān then sent Bābak to buy food, wine, and fodder. When Bābak came back and spoke to Jāvīdān, he impressed Jāvīdān with his shrewdness despite his lack of fluency of speech. Jāvīdān therefore asked the woman for permission to take her son away to manage his farms and properties, and offered to send her fifty dirhams a month from Bābak’s salary. The woman accepted and let Bābak go. It must have been then that he joined the Ḵorramīs.

In the Fehrest and elsewhere, Jāvīdān b. Šahrak is said to have been Bābak’s teacher. From 192/807-08 until 201/816-17 he led a Ḵorramī group named Jāvīdanī after him (Yaʿqūbī, Boldān, p. 272; Masʿūdī, Tanbīh, pp. 321-22; Ebn al-Aṯīr, repr., VI, p. 328; Ebn al-ʿEbrī (Bar Hebraeus), p. 139; Ebn Ḵaldūn, events of 201/817; Faṣīḥ, I, p. 270; see also G. Flügel, p. 539 nn. 2, 3, and Sadighi, pp. 107ff.).

Sometime after Bābak’s entry into Jāvīdān’s service, the rival chieftain Abū ʿEmrān sallied forth from his mountain stronghold against Jāvīdān and was defeated and killed, but Jāvīdān died three days after the battle from a wound. Some of the writers allege that Jāvīdān’s wife was already enamored of Bābak, who is said to have been a handsome lad with a good voice (Abu’l-Maʿālī, chap. 5, p. 300). This allegation may have its root in the marriage of the two after Jāvīdān’s death (see Sadighi, p. 244). The woman told Bābak of her husband’s death and added that she was going to announce it to the community the next day, when she would also claim Bābak as Jāvīdān’s successor, who would restore the religion of Mazdak and lead the community to triumph and prosperity. On the following day Bābak appeared before Jāvīdān’s assembled warriors and followers. When they asked why Jāvīdān had not summoned them before uttering his last testament, she answered that since they lived in scattered places, sending out the message would have spread the news, which in turn might have compromised their security. After securing their obedience to Jāvīdān’s instructions, she said that according to Jāvīdān’s last testament the night before, his soul would upon his death enter Bābak’s body and fuse with his soul (the Ḵorramīs believed in the transmigration of souls, see Ḵorramdīnān), and that anyone contesting this testament should be excommunicated. All those present acknowledged Jāvīdān’s mandate to the young man, and at the woman’s request they bound themselves by a ritual oath to give the same allegiance to Bābak’s soul as they had given to Jāvīdān’s soul. Then Jāvīdān’s widow married Bābak in a simple ceremony in the presence of all (Fehrest, pp. 406-07; on the role of this woman and the position of women in Bābak’s revolt in general, see Amoretti, pp. 517-18, 508). Abū’l-Maʿālī (chap. 5, p. 300) alleges that the woman poisoned Jāvīdān, while Ṭabarī (III, p. 1192) and Ebn al-Aṯīr (VI, p. 459) state that Jāvīdān had a son (Ebn Jāvīdān) whom the Muslims had captured and later released; Sadighi (pp. 244-45) wonders why this son was not chosen to succeed Jāvīdān. Wāqed and Ṭabarī depict Bābak as low-born, but Bābak’s reply to his son’s letter after his escape, and the words of his brother ʿAbd-Allāh to Ebn Šarvīn Ṭabarī, the officer appointed to take him to Baghdad (Ṭabarī, III, pp. 1221, 1223), suggest that they were of noble family (Sadighi, pp. 239-41).

Bābak must have absorbed ideas and beliefs current among the Ḵorramīs after his entry into Jāvīdān’s service and adhesion to the sect. The epithet Ḵorramī or Ḵorramdīn given to Bābak in the sources denotes membership of this sect. The name has been explained as referring to Ḵorrama, the wife of Mazdak (Sīāsat-nāma, p. 319; Mojmal al-tāwārīḵ, p. 354) or to a village named Ḵorram near Ardabīl (surmise of Naṣr quoted by Yāqūt, Moʿjam II, p. 362), but these attributions are questionable. Other writers take ḵorram to be the adjective normally meaning “verdant” or “joyous” and interpret it as “permissive” or “libertine.” Ḵorramdīn appears to be a compound analogous to dorostdīn (orthodox) and Behdīn (“Zoroastrian”; see Sadighi, p. 195; Nafīsī, p. 21; Madelung, p. 63), and since joy was one of the forces governing the world in the Mazdakite religion (see Yarshater, pp. 1005-06), the name Ḵorramdīn appears to confirm the assertion in several sources that the sect was an offshoot of Mazdakism (Masʿūdī, Tanbīh, p. 322; Fehrest, pp. 405-06; Sīāsat-nāma, p. 319; Mojmal, pp. 353-54; Abu’l-Maʿālī, chap. 5, p. 300; see also Sadighi, pp. 187f., 197; Yarshater, pp. 1003-04; and Nafīsī, p. 21). Many modern scholars regard them as “neo-Mazdakites” (e.g., Madelung, p. 64; Amoretti, p. 503; Yarshater, p. 1011; Zarrīnkūb, 1343 Š./1964, p. 544). Under Bābak’s leadership the Ḵorramīs, who are described as having been before Bābak’s time peaceful farmers, refraining from killing or harming other people (Maqdesī, Badʾ IV, pp. 30-31; Fehrest, p. 406; ʿAwfī, pt. 1, chap. 5), changed into militants eager to fight and kill, to seize or destroy villages, and to raid caravans (Dīnavarī, p. 397; Ṭabarī, s.a. 220/835; Abu’l-Maʿālī, chap. 5). Bābak incited his followers to hate the Arabs and rise in rebellion against the caliphal regime. The reports state that Bābak called men to arms, seized castles and strong points, and ordered his warriors to kill people and destroy villages, thereby barring roads to his enemies and spreading fear. Gradually a large multitude joined him. There had long been groups of Ḵorramīs scattered in Isfahan, Azerbaijan, Ray, Hamadān, Armenia, Gorgān, and elsewhere, and there had been some earlier Ḵorramī revolts, e.g., in Gorgān jointly with Red Banner (Sorḵ-ʿalamān) Bāṭenīs in the caliph Mahdī’s reign in 162/778-79, when ʿAmr b. ʿAlāʾ, the governor of Ṭabarestān, was ordered to repulse them, and at Isfahan, Ray, Hamadān, and elsewhere in Hārūn al-Rašīd’s realm, when ʿAbd-Allāh b. Mālek and Abū Dolaf ʿEjlī put them down on the caliph’s behalf (Sīāsat-nāma, pp. 359-60; Faṣīḥ, I, pp. 230-31; cf. Madelung, p. 64; Amoretti, pp. 504-05); but none had the scale and duration of Bābak’s revolt, which pinned down caliphal armies for twenty years. After his emergence, the Ḵorramī movement was centered in Azerbaijan and reinforced with volunteers from elsewhere, probably including descendants of Abū Moslem’s supporters and other enemies of the ʿAbbasid caliphate. The figures given for the strength of Bābak’s army, such as 100,000 men (Abu’l-Maʿālī), 200,000 (Masʿūdī, Tanbīh, p. 323), or innumerable (Tabṣerat al-ʿawāmm, p. 184; Baḡdādī, p. 267) are doubtless highly exaggerated but at least indicate that it was large.

In most of the sources the start of Bābak’s revolt is placed in the year 201/816-17 in al-Maʾmūn’s reign, when the Ḵorramīs began to infiltrate neighboring districts and create insecurity in Azerbaijan. On or before that date, according to some sources, Ḥātem b. Harṯama, the governor of Armenia, learned that his father Harṯama b. Aʿyan had, despite loyal service to al-Maʾmūn, been flogged and imprisoned on the caliph’s order and been killed in prison at the behest of the minister Fażl b. Sahl (Ṭabarī, II, p. 1026). Ḥātem b. Harṯama therefore planned to rebel and wrote letters to local commanders urging them to defy al-Maʾmūn, but at this juncture he died. One of those to whom he wrote was Bābak (or probably Jāvīdān), who was greatly encouraged thereby (Ebn Qotayba, p. 198; Yaʿqūbī, II, p. 563; Sadighi, p. 238 n. 3).

Al-Maʾmūn at first paid scant attention to Bābak’s revolt, evidently because he was living in distant Khorasan and preoccupied with matters such as the designation of his successor, the actions of Fażl b. Sahl, and the backlash at Baghdad. Thus contemporary circumstances as well as popular dislike of Arab rule favored Bābak and his followers. In 204/819-20 al-Maʾmūn moved to Iraq, and after dealing with the dissidents at Baghdad, he sent Yaḥyā b. Moʿāḏ to subdue Bābak’s revolt. This general fought Bābak in several battles but without success. Thereafter al-Maʾmūn showed more concern and regularly dispatched well-armed forces to Azerbaijan. In 205/820-21 ʿĪsā b. Moḥammad b. Abī Ḵāled was appointed governor of Armenia and Azerbaijan with responsibility for operations against Bābak, but his force was caught and smashed by Bābak’s men in a narrow defile. ʿĪsā either ran for his life or was killed by Bābak (Ṭabarī, III, p. 1072).

In 209/824-25 al-Maʾmūn chose Zorayq b. ʿAlī b. Ṣadaqa (Ṣadaqa b. ʿAlī in Ṭabarī, ʿAlī b. Ṣadaqa known as Zorayq according to Ebn al-Aṯīr) to govern Armenia and Azerbaijan and organize the war, and put Aḥmad b. Jonayd Eskāfī in command of an expedition against Bābak. Aḥmad b. Jonayd was taken prisoner by Bābak while Zorayq failed to prosecute the war, and al-Maʾmūn then put Ebrāhīm b. Layṯ b. Fażl in charge. In 212/827-28 the caliph sent a force under Moḥammad b. Ḥomayd Ṭūsī to punish Zorayq, who had rebelled, and to subdue Bābak. This general succeeded after some delay in capturing Zorayq and dispersing his group of rebels and then, having obtained reinforcements and made thorough preparations, set out against Bābak. In the contest between them, which, went on for six months, Moḥammad b. Ḥomayd won several victories, but in the last battle in 214/829 his troops, who in compliance with his strategy had advanced three parasangs into the mountains, were attacked in a steep pass by Bābak’s men, who rushed down from an ambush higher up; the troops then fled, leaving behind only Moḥammad b. Ḥomayd and some officers, who were all killed. The death of this general prompted poetic laments such as a qaṣīda by Abū Tammām, two verses from which are quoted in Dīnavarī (p. 398). From the statements of Ṭabarī (s.a. 214/829), Yaʿqūbī, and others it appears that al-Maʾmūn then either appointed ʿAbd-Allāh b. Ṭāher to the governorship of Jebāl, Armenia, and Azerbaijan, or gave him the choice between this and the governorship of Khorasan. He in fact chose or was ordered to go to Khorasan (Sadighi, pp. 248-49) but according to one account (Sīāsat-nāma, p. 361) he first sent a force against Bābak, who took refuge in a castle. The caliph appointed ʿAlī b. Hešām, the governor of Jebāl, Qom, Isfahan, and Azerbaijan, with the responsibility to lead the operations against Bābak; allegedly he oppressed the inhabitants, killing men and confiscating properties, and even planned to kill al-Maʾmūn’s emissary ʿOjayf b. ʿAnbasa and then to join Bābak; but he was arrested by ʿOjayf and delivered to al-Maʾmūn, who ordered his execution in 217/832 (Ṭabarī, III, pp. 1108f.). Al-Maʾmūn then entrusted the governorship of Jebāl and conduct of operations against the Ḵorramīs to Ṭāher b. Ebrāhīm. For the time being, however, the caliph’s campaign against the Byzantines precluded large-scale action against the Ḵorramī rebels, who gained further ground. Al-Maʾmūn died on the campaign in 218/833. His moves against Bābak had failed, but his concern with the problem is revealed in his testamentary advice to his successor al-Moʿtaṣem in which al-Maʾmūn exhorts him not to spare any effort or resources to crush Bābak’s revolt (Ṭabarī, III, p. 1138).

The persistence of Bābak’s revolt and the failure of the caliphal generals and expeditionary forces to quell it had various reasons. His stronghold Baḏḏ was situated in impenetrable mountains with intricate defiles and passes, where, according to Baḷʿamī (see Kāmbaḵš Fard, Barrasīhā-ye tārīḵī 1/4, Dey, 1345 Š./November-December, 1966-67, pp. 9-10), a handful of men could stop thousands of advancing troops. Severe winter weather and heavy rain and snowfalls made operation against Baḏḏ impossible in winter. Often Bābak used his positional advantage to surprise the enemy and kill large numbers of them. While Baḷʿamī and others describe Bābak’s following as made up of local farmers and poor people, several writers call them “thieves, heretics, and profligates” (ʿAwfī, pt. 1, chap. 5). It can be inferred that Bābak won wide support among peasants and poor villagers of the Azerbaijan highlands who hoped for a better future through the revolt’s success (Amoretti, pp. 507-08), but it is not improbable that some joined for expediency or out of fear.

The Iranian Archeology Department has identified the site with ruins (called Qaḷʿa-ye Jomhūr, probably after the surrounding Jomhūr mountains) in the present district of Ahar, located 50 km from Ahar town on a height above the left bank of a tributary of the Qarasū 3 km southwest of the village of Kalībar (Report of the Department’s mission in the summer of 1345 Š./1966). Aḥmad Kasrawī’s researches had already pointed to the site near Kalībar (Šahrīārān-e gomnām, 2nd ed., Tehran, 1335 Š./1956, p. 149). The remains consisting of fortifications and a large building rest on a mountaintop 2,300-2,600 m above sea level, surrounded on all sides by ravines 400-600 m deep. The only access is by a very narrow track through gorges, up steep slopes, and across patches of dense forest. The final approach to the castle’s gate is through a corridor-like defile wide enough for only one man to walk at a time. Old siege engines could not be brought up here. To reach the large building from the castle’s walls one had to climb about 100 m higher up by a narrow path passable only by one man at a time along the ridge, which is surrounded by a forested ravine 400 feet deep (see Kāmbaḵš Fard, “Qaḷʿa-ye Jomhūr ya Dež-e Baḏḏ,” Honar o mardom 50, Āḏar, 1345 Š./November-December, 1966, pp. 2-6; Barrasīhā-ye tārīḵī 1/4, pp. 3-18 and plates 2, 4, 5, 9, 11; Torbatī Ṭabāṭabāʾī, pp. 466-71; Flügel, p. 539 n. 1; Nafīsī, pp. 37-39; Abū Dolaf Mesʿar b. Mohalhel Ḵazrajī, al-Resāla al-ṯānīa, ed. V. Minorsky, Cairo, 1955, p. 6; for further details see Baḏḏ).

Bābak’s hand was greatly strengthened by his possession of this inaccessible mountain stronghold, to which the Arabic poet Boḥtorī, amongst others, refers in verses quoted by Yāqūt (I, p. 361). Baḏḏ was not Bābak’s only castle, however, as there are mentions of several others, some of which can be identified with surviving ruins (Nafīsī, pp. 69-71; Ṭabāṭabāʾī, pp. 472-75). At that time there were Ḵorramīs scattered in many regions besides Azerbaijan, reportedly in Ṭabarestān, Khorasan, Balḵ, Isfahan, Kāšān, Qom, Ray, Karaj, Hamadān, Lorestān, Ḵūzestān, Baṣra, and Armenia (Nafīsī, pp. 32-33). According to the Fehrest (pp. 405-06) and Masʿūdī (Tanbīh, p. 322), Bābak’s sway at the height of his career extended “southward to near Ardabīl and Marand, eastward to the Caspian Sea and the Šamāḵī district and Šervān, northward to the Mūqān (Moḡān) steppe and the Aras river bank, westward to the districts of Jolfā, Naḵjavān, and Marand” (see Nafīsī, p. 36 and map).

The Ḵorramī danger was thus a matter of a grave concern to al-Moʿtaṣem on his accession to the caliphate in Rajab, 218/August, 833, and all the more so when later in the same year a large number of men from Jebāl, Hamadān, and Isfahan went over to the Ḵorramī and encamped near Hamadān. To deal with them al-Moʿtaṣem sent a force under Esḥāq b. Ebrāhīm b. Moṣʿab, who was also made governor of Jebāl. In the subsequent battle near Hamadān several thousand (60,000 in Ṭabarī and Ebn al-Aṯīr) Ḵorramīs were killed, but a large number escaped to Byzantine territory, whence they came back later to resume their fight (Ṭabarī, III, p. 1165; Ebn al-Aṯīr, VI, p. 441; Sīāsat-nāma, pp. 362-63). In Jomādā I, 219/May, 834 many Ḵorramī prisoners were brought by Esḥāq b. Ebrāhīm to Baghdad (Ṭabarī, III, p. 1166; Ebn al-Aṯīr, VI, p. 444). Bābak’s revolt, however, was still in full swing, and the slaughter of so many Ḵorramīs seems to have strengthened his men’s will to fight. In 220/835 al-Moʿtaṣem placed Ḥaydar b. Kāvūs Afšīn, a senior general and a son of the vassal prince of Osrūšana, in command of an expedition to destroy Bābak. According to most of the sources, al-Moʿtaṣem not only made Afšīn governor of Azerbaijan and seconded high-ranking officers to serve under him, but also ordered exceptionally large salaries, expense allowances, and rations for him; Afšīn was to receive 10,000 dirhams per day spent on horseback and 5,000 dirhams per day not so spent. For rapid transmission of messages, the caliph ordered that a swift horse with a rider should be stationed at every parasang-pillar between Sāmarrā and the Ḥolwān (now Pā-ye Ṭāq) pass and beyond Ḥolwān as far as Azerbaijan watchmen should be posted on hills with the task of uttering a loud shout on the approach of a courier so that the rider at the nearby station might get ready to take the leather pouch (ḵarīṭa) and carry it to the next station; in this way the pouches were carried from Afšīn’s camp to Sāmarrā in four days or less (Ṭabarī, III, p. 1229).

Before Afšīn’s departure, al-Moʿtaṣem had sent Abū Saʿīd Moḥammad b. Yūsof Marvazī to Ardabīl with instructions to rebuild the forts between Zanjān and Ardabīl which Bābak had demolished and to make the roads safe by posting guards. Abū Saʿīd Moḥammad set about these tasks. A band of mounted Ḵorramī led by a certain Moʿāwīa broke into one sector, intending to surprise Abū Saʿīd Moḥammad with a night attack, but Abū Saʿīd Moḥammad and his soldiers got word and blocked Moʿāwīa’s way; in the ensuing fight some Ḵorramīs were killed, others were captured, and the skulls and the prisoners were sent to Baghdad. Ṭabarī (III, p. 1171; cf. Ebn al-Aṯīr, VI, p. 447) records this as Bābak’s first defeat. A later incident also boded ill for Bābak. Previously Moḥammad b. Boʿayṯ, the lord of a strong castle named Qaḷʿa-ye Šāhī, had been well-disposed to Bābak and willing to accommodate his men when they came to the neighborhood; but when Bābak sent a company under a captain named ʿEṣma, Moḥammad b. Boʿayṯ first made them drunk, then threw ʿEṣma into chains and enticed the men one by one into the castle and killed most of them, only a few being able to escape. ʿEṣma was sent to al-Moʿtaṣem, who before jailing him obtained useful information from him about Bābak’s territory and tactics and about tracks in the area (Ṭabarī, III, p. 1172; Ebn al-Aṯīr, VI, pp. 447-48).

On arriving in Azerbaijan, Afšīn camped at a place on the Ardabīl road called Barzand at a distance of 15 parasangs from Ardabīl (Eṣṭaḵrī, p. 192; Moqaddasī, pp. 378, 381; Yāqūt, I, p. 382; Nozhat al-qolūb, pp. 90, 182). He repaired the forts between Barzand and Ardabīl and made traffic possible by providing road guards, caravan escorts, and halting places. He also spent a month at Ardabīl gathering knowledge of the topography and tracks from informants and spies. If he caught any of Bābak’s spies, he pardoned them and paid them to spy for him at twice the rate that Bābak had paid. One such intelligence report was that Bābak knew that al-Moʿtaṣem had sent Boḡā the Elder (a senior general) with a large sum of money for the pay and expenses of the troops and was planning a raid to seize this money. Afšīn used this information to lure Bābak into a full engagement, in which many of Bābak’s comrades were killed. Bābak himself got away to the Mūqān plain and thence to Baḏḏ (Ṭabarī, III, pp. 1174-78; Ebn al-Aṯīr, VI, pp. 449-51).

When Bābak came under attack from Afšīn’s army, he is said to have written a letter to the Byzantine emperor Theophilus (r. 829-42), begging him to lead an expedition into Azerbaijan; but Theophilus’s march into caliphal territory with a force including fugitive Ḵorramīs did not take place until after the capture and execution of Bābak in 223/838; the authenticity of Bābak’s letter is open to question (Sadighi, p. 257 n. 3). Details of numerous engagements between Bābak’s men and Afšīn’s troops before the fall of Baḏḏ are given by Ṭabarī and Ebn al-Aṯīr (s.a. 220/835-222/837) and recapitulated by Nafīsī (pp. 97-117). Also mentioned are various precautions which Afšīn took at this time, such as trench-digging, patrolling, hiring local highlanders as spies, and sending detachments to strategic points. Whenever he needed money or supplies, he informed al-Moʿtaṣem by means of swift couriers and soon got what he wanted. The caliph regularly sent him instructions on tactics and precautions, and gave him every encouragement. On one occasion al-Moʿtaṣem dispatched Jaʿfar Dīnār known as Ḵayyāṭ (the Tailor), who had been a senior general in al-Maʾmūn’s reign, and Aytāḵ the Turk, a slave-soldier who superintended the caliphal kitchen, with reinforcements and money for Afšīn and also several ass-loads of iron spikes to be strewn around the camp as a precaution against night raids. When Bābak heard of the arrival of Jaʿfar and Aytāḵ, he is said to have informed Theophilus, “Moʿtaṣem has no one else left, so he has sent his tailor and his cook to fight me” (Sadighi, p. 257). Bābak and his men remained in control of the highland and with their ambushes and surprise attacks, often frustrated Afšīn’s plans. They repeatedly captured supplies which Afšīn had ordered from Marāḡa and Šervān. Afšīn’s tactics were to lure Bābak’s men away from their mountain fastnesses and engage them in the open and to foil their ambushes by efficient reconnaissance. But his officers, eager to bring the matter to a head, complained of his inaction and even accused him of conniving with Bābak. More encounters took place with heavy losses to both sides and finally Afšīn reached the mountain facing the gate of Baḏḏ and camped there, only a mile away. Bābak, losing hope, came out to meet him and requested a safe-conduct from the caliph. According to Yaʿqūbī (Taʾrīḵ II, pp. 578f.), Afšīn refused, but when Afšīn demanded hostages, Bābak offered his son or others of his followers and asked Afšīn to restrain the troops from attacking. By then, however, fierce fighting with the castle’s defenders had started, and in the end Afšīn’s troops scaled the walls of Baḏḏ and hoisted their flags. Afšīn entered the castle and had it demolished after it had been plundered (Ṭabarī, III, pp. 1233-34; Masʿūdī, Tanbīh, pp. 93, l60). Many of Bābak’s men scattered in the mountains and escaped. Bābak, together with some members of his family and a few of his warriors, slipped away by mountain tracks, heading for Armenia. Baḏḏ fell on 9 Ramażān 222/15 August 837.

Afšīn, who had already dispatched a request to the caliph for a safe-conduct for Bābak, learned from spies that Bābak and his party were hiding in a forest-covered valley on the Azerbaijan-Armenian border, and he proceeded to blockade the area. When the caliph’s safe-conduct arrived, Afšīn commissioned two Ḵorramīs to carry it to Bābak together with a letter from Bābak’s son, who had been taken prisoner. Bābak rejected the document without opening it, and after sending the messengers away fled to Armenia with four or five male and female members of his family and one bodyguard. All except Bābak and his brother ʿAbd-Allāh and the guard were captured. Being close to starvation, Bābak sent the guard to a village to get food. The local ruler, Sahl b. Sonbāṭ (on whom see Nafīsī, pp. 135, 138, 175-76) was informed and received Bābak hospitably. Bābak, however, took the precaution of sending his brother ʿAbd-Allāh to ʿĪsā b. Yūsof b. Eṣṭefānūs (Ṭabarī, III, pp. 1223-24). Afšīn had already sent letters to the district promising a large reward for the capture of Bābak, and Sahl b. Sonbāṭ informed Afšīn of Bābak’s presence. After verifying this, Afšīn sent a large force under Abū Saʿīd Moḥammad b. Yūsof to capture Bābak. He was arrested after going out at Sahl b. Sonbāṭ’s suggestion to hunt (after being put in irons by Sahl b. Sonbāṭ according to Masʿūdī, Morūj, ed. Pellat, sec. 2807) and then taken to Afšīn’s camp at Barzand on 10 Šawwāl 222/15 September 837. Many stories about Bābak’s escape and adventures have come down (see Sadighi, p. 265 n. 3). According to Ṭabarī, he wore a white cloak at the hunting ground, and this has been taken as possibly symbolic of either purity and light or opposition to the ʿAbbasids whose flag was black (Sadighi, p. 264 n. 4). Afšīn also found out where Bābak’s brother ʿAbd-Allāh had escaped and wrote to ʿĪsā b. Yūsof b. Eṣṭefānūs, who handed him over. Afšīn reported his success (by pigeon post according to Masʿūdī’s Morūj, ed. Pellat, sec. 2809) to al-Moʿtaṣem, who in reply ordered him to bring the captives forthwith to Sāmarrā. Allegations that Afšīn deceived Bābak with conciliatory messages and feigned friendship (Nafīsī, pp. 66, 68; Zarrīnkūb, 1355, pp. 247-48; Dāʾerat al-maʿāref-e fārsī, s.v. Bābak) appear to derive from rumors that Afšīn was already in secret contact with anti-ʿAbbasid leaders such as Bābak and the ruler of Ṭabarestān, Māzyār b. Qāren, and perhaps also with the Byzantine emperor Theophilus. Another conjecture is that Afšīn sacrificed Bābak because he was afraid of being supplanted as commander of the anti-Ḵorramī expedition by his Taherid rivals (Nafīsī, p. 68).

Large numbers of men, women, and children from Bābak’s side fell into Afšīn’s hands, figures from 1,300 to 7,600 being mentioned (Ṭabarī, III, p. 1233). He released the men and returned the women and children to those shown to be their husbands, fathers, or guardians. Then he set out with Bābak and Bābak’s brother and some Ḵorramī prisoners for al-Moʿtaṣem’s capital Sāmarrā. (On the question why Afšīn remained in Azerbaijan for almost four months after the capture of Bābak, see Sadighi, p. 268.) They arrived on Thursday, or Wednesday night, 3 Ṣafar 223/4 January 838. Al-Wāṯeq, the heir to the throne, and other relatives of al-Moʿtaṣem as well as senior dignitaries went out at the caliph’s command to meet Afšīn. Bayhaqī (2nd ed., pp. 168-69) tells how the minister Ḥasan b. Sahl, like several dignitaries, was reluctant to dismount and salute Afšīn but dared not disobey the caliph’s command. Afšīn camped at Maṭīra (or at Qāṭūl five parasangs from Sāmarrā), and it is related that first the qāżī Aḥmad b. Abī Doʾād, then al-Moʿtaṣem himself went to the camp secretly in their impatience for a glimpse of Bābak (Ṭabarī, III, pp. 1229-30; Masʿūdī, Morūj, ed. Pellat, sec. 2809), a story which, if true, shows what a relief Bābak’s fall had been for the caliphal government. To give the populace an exemplary lesson, a parade was held in the following week, most probably on Monday, 6 Ṣafar 223/7 January 838, in which Bābak, clad in an embroidered cloak and capped with a miter, was made to ride on an elephant which had been given to al-Maʾmūn by an Indian king, while his brother, ʿAbd-Allāh, also specially clad and capped, was mounted on a camel. Two verses of Moḥammad b. ʿAbd-al-Malek Zayyāt about this elephant are quoted by Ṭabarī (see Sadighi, p. 266 n. 2). The whole length of the street to the Bāb al-ʿĀmma was lined on both sides with cavalrymen and foot soldiers and huge numbers of people. Then al-Moʿtaṣem ordered the executioner to proceed. First Bābak’s hands and feet were cut off, then at the caliph’s command his mangled body was strung on a gibbet in the outskirts of Sāmarrā. According to some sources his head was later sent around for display in other cities and in Khorasan. Bābak was hanged in the same place that afterwards Māzyār b. Qāren, the rebel prince of Ṭabarestān, and Yāṭas Rūmī, the patricius of Amorium who had died in prison, were hanged; this is the subject of a poem by Abū Tammām quoted in Masʿūdī’s Morūj (ed. Pellat, sec. 2821). Bābak’s brother ʿAbd-Allāh was sent to Baghdad, where he was similarly executed and gibbeted by Esḥāq b. Ebrāhīm Moṣʿabī. According to some authors (e.g., Neẓām-al-Molk, Sīāsat-nāma, pp. 365-66), when one of Bābak’s hands had been cut off, he made his face red by smearing blood on it with his other hand, and when al-Moʿtaṣem asked why, he answered that it was because loss of blood causes pallor and he did not want anyone to suppose that he was pale with fear (Sadighi, pp. 267-68). The poet ʿAṭṭār, however, attributes this gesture to the crucified mystic Ḥosayn b. Manṣūr Ḥallāj (Manṭeq al-ṭayr, ed. M. J. Maškūr, Tabrīz, 1336 Š./1957, pp. 156-57). A different story about Bābak’s words to al-Moʿtaṣem appears in ʿAwfī’s Jawāmeʿ al-ḥekāyāt (pt. 1, chap. 5). Bābak’s brother ʿAbd-Allāh, according to Ṭabarī, met his death with similar calm assurance (Ṭabarī, III, p. 1231).

The cruelty of these killings as well as the enormous favor that al-Moʿtaṣem lavished upon Afšīn (daily dispatch of horses and robes of honor on his way back from Barzand, gifts of a crown and jeweled insignia, 20,000 dirhams for himself and his troops, etc., ibid., pp. 1230, 1232, 1233) and others illustrate the importance which the caliph and his advisers placed on the suppression of Bābak’s revolt. Among the court poets who lauded the victory of Afšīn and received rewards from al-Moʿtaṣem were Esḥāq b. Ḵalaf (quoted in Dīnavarī, p. 399) and Abū Tammām Ṭāʾī, whose poem likened Afšīn to Ferēdūn and Bābak to Żaḥḥāk (Masʿūdī, Tanbīh, p. 93). According to Masʿūdī (Morūj, ed. Pellat, sec. 2815) al-Moʿtaṣem gave Otroja, the daughter of a high-ranking Turkish officer named Ašnās, in marriage to Afšīn’s son Ḥasan and laid on a splendid wedding party. Ḥasan b. Sonbāṭ was rewarded by the caliph with a gift of 100,000 dirhams, a jeweled belt, and the crown of a patricius, and his son Moʿāwīa also received 100,000 dirhams. Neẓām-al-Molk (Sīāsat-nāma, p. 366) reckons the defeats of Bābak, Māzyār, and the Byzantines to be three great victories for Islam won in al-Moʿtaṣem’s reign.

The number of Bābak’s men taken prisoner is given as 3,309, and the number of his captured male and female relatives as 30 or more. Various figures, said to have been obtained from an executioner or executioners whom Bābak had employed, are given for those whose death he ordered in the course of his long revolt; the figure of 255,000 or more in most of the sources (Ṭabarī, III, p. 1233; Maqdesī, VI, p. 114; Sadighi, p. 271) is obviously an exaggeration, no doubt intended to impute cruelty and bloodthirstiness to Bābak. All the accounts of Bābak are biased, some begin with curses on him (e.g. Sayyed Mortażā, p. 184; Mostawfī, Tārīḵ-egozīda, p. 316). Eṣṭaḵrī (p. 203) and Ebn Ḥawqal (p. 266) state that Ḵorramīs recited the Koran in mosques, but authors such as Baḡdādī (p. 269) describe this as a ruse to conceal disbelief under the pretense of being Muslim. Ḵorramī libertinism has probably also been exaggerated (Madelung, p. 65); for example, the public appearance of Bābak and Jāvīdān’s widow at their wedding does not mean that they were unmindful of marriage obligations (see Sadighi, p. 214), and none of the allegations of libertinism made against Bābak and his followers can be taken as certain or trustworthy. All considered, it may be said that Bābak’s motives and actions were anti-caliphal, anti-Arab, and to that extent anti-Muslim (Ṭabarī, III, p. 1226; Sadighi, pp. 265, 275; Amoretti, p. 509). The numerous revolts in the two or three centuries after the Arab conquest point to widespread discontent among the Iranian elements from whom the leaders, including Bābak, drew their support, and perhaps also to a desire to return to the past. Bābak’s aims, however, were clearly not shared by the Iranian princes and nobles like Afšīn (except Māzyār), being incompatible with their ambition to regain power and wealth (Zarrīnkūb, 1355, p. 232). Most of them, including Afšīn who was one of their number, supported the caliph’s action against Bābak. Modern scholars such as Sadighi (p. 229) and G. E. von Grunebaum (Medieval Islam, Chicago, 1961, p. 205) regard Bābak’s revolt as a politico-religious movement, and Nafīsī, J. Homāʾī (in Mehr 3, p. 159), and Ḏ. Ṣafā have laid stress on its nationalistic aspect. Bābak’s boldness, shrewdness, and efficiency in the military leadership of the long struggle, and the trust placed in him by his supporters are certainly remarkable (on his personality and ideas, see Sadighi, pp. 268-72). Ṭabarī states that none of the Ḵorramīs dared obey Afšīn’s order to take the caliph’s safe-conduct to Bābak and that when Afšīn’s emissaries reached him, he said in an angry message to his son, “Perhaps I shall survive, perhaps not. I have been known as the commander. Wherever I am present or am mentioned, I am the king.” The words show that he was a man of far-reaching ambition and enterprise. In his conversation with Sahl b. Sonbāṭ about the need to send away his brother ʿAbd-Allāh, he said, according to Ṭabarī, “It is not right that my brother and I should stay in one place. One of us may be caught and the other may survive. I do not know what will happen. We have no successor to carry on our movement.” The fact that Bābak sent his brother away when he himself took refuge with Sahl b. Sonbāṭ implies Bābak’s hope for the continuation of the movement. Ṭabarī also states that Afšīn, when about to leave Azerbaijan, asked Bābak whether he would like anything before their departure, and Bābak replied that he would like to see his own town again. He was sent to Baḏḏ with some guards on a moonlight night and allowed to walk around the town. This gives proof of his great love for his homeland. In the same context Ṭabarī has a story that Afšīn granted a request from Bābak to spare him from surveillance by the appointed guard-officer, because this officer “was slippery-handed and slept beside him and stank unbearably.” The statements of Ṭabarī (III, pp. 1177, 1205) and Ebn al-Aṯīr (s.a. 220/835 and 222/837) about Ḵorramī merry-making and wine drinking even in wartime confirm one of the sect’s reputed characteristics (see Amoretti, p. 517), but their tales of Bābak’s promiscuity and abduction of pretty Armenian girls seem inconsistent with another statement of Ṭabarī (III, p. 1227) that the women wept when they saw Bābak captive in Afšīn’s camp.

The excitement over the fighting and the defeat of Bābak is echoed in contemporary Arabic literature, e.g., a verse description of Bābak on the gibbet quoted by Rāḡeb Eṣfahānī (Moḥāżarāt al-odabāʾ, Beirut, 1961, III, p. 199), poems by Abū Moḥammad Esḥāq b. Ebrāhīm Mawṣelī (155/172-235/850) in praise of Esḥāq b. Ebrāhīm Moṣʿabī (see Ḥoṣrī Qayrawānī, Zahr al-ādāb, Cairo, III, pp. 13-14), the odes in Abū Tammām’s dīvān, also his invectives against Afšīn after the latter’s fall, and praises for Moḥammad b. Ḥomayd Ṭūsī and his campaign against Bābak in the dīvān of Boḥtorī (see also Nafīsī, pp. 158-60).

Armenia was close to Bābak’s territory and had contacts with him but occasionally suffered from his raids. The mentions of his doings in Armenian chronicles have been assembled by Nafīsī (pp. 135-41).

Bābak’s defeat hit the Ḵorramīs hard but did not destroy them. Descendants of his followers evidently continued to live at Baḏḏ, as Abū Dolaf b. Mesʿar b. Mohalhel saw them there in the mid-4th/10th century. Further Ḵorramī stirrings are reported: in the reign of al-Moʿtaṣem’s successor al-Wāṯeq and as late as 300/912-13 (Sīāsat-nāma, pp. 366-67); in 321/933 and again in 360/970 in the reigns of the Buyid amirs ʿEmād-al-Dawla and ʿAżod-al-Dawla and as late as the mid-6th/12th century (Margoliouth and Amedroz, Eclipse II, p. 299; Samʿānī, s.v. Bābakī; Bondārī in Houtsma, Recueil, p. 124); and even in the Mongol period. Many of the old writers, particularly those of Sunnite persuasion, assert that Ḵorramīs influenced and infiltrated the Qarmaṭī and Esmāʿīlī movements, and some modern scholars take the same view while others are more cautious (Madelung, p. 65; B. Lewis, The Origins of Ismailism, Cambridge, 1940, pp. 96-97). The suspicion probably gained credence because the three movements shared a common hostility to the ʿAbbasids and may have occasionally collaborated.

Τις βιβλιογραφικές παραπομπές μπορείτε να βρείτε εδώ:

http://www.iranicaonline.org/articles/babak-korrami

——————————————————————–

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc:

Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: Ιστορία, Αποικιοκρατία, Ιστοριογραφία, Κοσμοθεωρία, Οικουμένη

Οι Δρόμοι του Μεταξιού υπήρχαν αδιαλλείπτως για χιλιετίες. Ή μάλλον, για να το πω πιο ολοκληρωμένα, οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών. Αρχικά και για χιλιετίες υπήρχαν εμπορικοί δρόμοι που συνέδεαν κάποιες χώρες και με κάποιες αλλές, όπως για παράδειγμα, την Μεσοποταμία με την Κεντρική Ασία, ή την Μεσοποταμία με την Κοιλάδα του Ινδού, ή την Μεσοποταμία με την Αίγυπτο, ή την Αίγυπτο με την Σομαλία και το Κέρας της Αφρικής.

Αλλά χάρη στους Αχαιμενιδείς του Ιράν όλοι οι επί μέρους και μεταξύ τους ασύνδετοι εμπορικοί δρόμοι ενώθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε ένα ενιαίο κι ακέραιο σύστημα δρόμων κι εναλλακτικών δρόμων μεταφοράς προϊόντων. Μόνο στην τελική τους μορφή, οι εμπορικοί δρόμοι συνέδεαν μεταξύ τους όλα τα τμήματα της Ευρασίας και το μείζον τμήμα της Αφρικής. Στην ολοκληρωμένη διάσταση αυτή εμφανίσθηκαν οι εμπορικοί δρόμοι περίπου στην αρχή των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων ή λίγο πιο πριν: γύρω στο 100 π.Χ.

Οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ήταν μια υπόθεση ζωής, καθημερινότητας, εμπορίου αλλά και επικών κατορθωμάτων, μυθικών παραδόσεων, θρύλων, λογοτεχνιών, τεχνών, βασιλικών εξουσιών, θεουργιών, μυστικισμών, θρησκειών, παιδείας, πολιτισμού, και ιερότητας για πάνω από δύο χιλιετίες (500 π.Χ. – 1600 μ.Χ.). Αυτή είναι η πιο σημαντική περίοδος της Παγκόσμιας Ιστορίας από την άποψη ότι προλογίζει τα νεώτερα, 400-500 χρόνια και είναι πολύ περισσότερο τεκμηριωμένη χάρη σε επιγραφικά, φιλολογικά κι αρχαιολογικά ντοκουμέντα.  

Α. Ιστορία και Ιστοριογραφία

Οι διά ξηράς, ερήμου και θαλάσσης Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών είναι ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίο στράφηκε η Παγκόσμια Ιστορία για την προαναφερμένη περίοδο. Αλλά τι είναι Ιστορία; Αυτό είναι κάτι πολύ συγκεχυμένο κι άγνωστο στον περισσότερο κόσμο, ο οποίος πέφτει συχνά θύμα των ίδιων των λέξεων και των εννοιών – ή των ψευδοεννοιών…

– Η Ιστορία είναι δυο ολότελα διαφορετικά πράγματα….

μου είπε κάποτε ο εξαιρετικός φίλος και διακεκριμμένος ανατολιστής και ιστορικός, καθ. Μουχάμαντ Σαμσαντίν Μεγαλομμάτης, όταν δεν είχα ακόμη διαβάσει πολλά από τα βιβλία, λήμματα και άρθρα του. Και συνέχισε:

– Ένα θέμα είναι η Ιστορία, δηλαδή το τι όντως έγινε κάπου, κάπως, κάποτε από κάποιους και για κάποιον λόγο: δηλαδή τα συμβάντα. Θεωρητικά όλα τα συμβάντα, αλλά κατ’ ουσίαν τα πιο σημαντικά από αυτά: κάθε χαρακτήρα συμβάντα. Από μια ιεροτελεστία εντός ενός ναού, σε μια επιδρομή, σε μια ανακήρυξη βασιλέως, σε μια συγγραφή έπους, σε μια μάχη, σε μια απομνημόνευση νίκης πάνω σε μια ενεπίγραφη στήλη, σε μια ανέγερση κάστρου ή ανακτόρου, σε μια αναγραφή αυτοκρατορικών χρονικών, σε μια καταγραφή ενός ιστορικού έργου όπως αυτό του Ταμπαρί, ή του Προκόπιου, ή του Αρριανού.

Είναι σαφές με το παραπάνω ότι ο κ. Μεγαλομμάτης εννοούσε την υπαρκτή αλληλουχία γεγονότων είτε καταγραμμένων είτε όχι, είτε γνωστών σήμερα είτε όχι. Μεταγενέστερα, διάβασα την εκτεταμένη βιβλιοκρισία του βιβλίου του Ουμπέρτο Έκο ‘Το Εκκρεμές του Φουκώ’, την οποία ο κ. Μεγαλομμάτης είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό Διαβάζω {τεύχος 235 (21/3/1990) σελ. 113-128} με τίτλο ‘Η Ιστορία Μυστική;’, όπου ο Έλληνας ανατολιστής αναφέρεται εκτεταμένα στο πως νοείται η Ιστορία σε διαφορετικούς πολιτισμούς και τι ακριβώς έννοια έχει η λέξη ‘Ιστορία’ σε διαφορετικές γλώσσες. 

Συνεχίζοντας όμως την απάντησή του, αντιδιέστειλε με το τι προανέφερε κάτι το ολότελα διαφορετικό – κάτι που ελάχιστοι αντιλαμβάνονται, κι ας είναι ωστόσο κάτι το εύκολα ορατό και κατανοητό:

– Και ένα ολότελα άλλο θέμα είναι η Ιστοριογραφία, δηλαδή η συγγραφή – εκ μέρους ενός ανθρώπου – ενός ιστορικού έργου, μέσα στο οποίο περιγράφεται ή και αναλύεται / σχολιάζεται / αποτιμάται /εξηγείται η Ιστορία ενός βασιλείου, ή μιας δυναστείας, ή ενός βασιλέως, ή μιας θρησκείας, ή μιας τέχνης, ή μιας ευρύτερης περιοχής, ή ενός γεγονότος, ή ενός θρύλου, ή ενός πολιτισμού. Και αυτό, δηλαδή η Ιστοριογραφία, είναι για πολλούς λόγους άσχετο από την Ιστορία – αποτελεί μόνο μια σκιά της Ιστορίας, ή ακριβέστερα μια σκιά ορισμένων μόνον πτυχών της Ιστορίας.

Αν κάποιος κατανοήσει την διαφορά Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, αντιλαμβάνεται ότι ό,τι σήμερα νομίζουμε ότι ξέρουμε ως ‘Ιστορία’ είναι στην ουσία και στο μείζον τμήμα του μια ‘Ιστοριογραφία’, δηλαδή μια υποκειμενική, τμηματική και σχεδόν πάντοτε μεροληπτική αναπαράσταση της Ιστορίας, ή αν προτιμάτε, μια ματιά πάνω σε ένα τμήμα της Ιστορίας εκ μέρους ενός ανθρώπου. Με άλλα λόγια, αυτό που λέγεται από τον πολύ κόσμο συνήθως μεταφορικά, ότι δηλαδή “Η Ιστορία γράφεται από τους Νικητές”, είναι πολύ σωστό κυρίως από την έννοια ότι δεν πρέπει να το πιστεύουμε εφόσον

α) ούτε ‘Ιστορία’ είναι,

β) ούτε αντικειμενική αναπαράσταση της ‘Ιστορίας’ είναι.

Ωστόσο, μου έκανε αρχικά εντύπωση ότι ο κ. Μεγαλομμάτης περιλάμβανε τα διάφορα ιστορικά κείμενα, Χρονικά Βασιλέων, επιγραφές, κλπ, όπως και τους αρχαίους ιστορικούς, στην ‘Ιστορία’ κι όχι στην ‘Ιστοριογραφία’ μαζί με τους νεώτερους ιστορικούς κι επιστήμονες, οπότε και τον ερώτησα. Η αποσαφήνισή του δίνει και το μέτρο των όσων ο απλός άνθρωπος συγχέει απόλυτα στο μυαλό του σήμερα:

– Οι λεγόμενοι Περσικοί Πόλεμοι, τους οποίους στην Αρχαιότητα οι Έλληνες ονόμαζαν τα ‘Μηδικά’ και οι οποίοι στην ουσία ήταν μια σειρά εκστρατειών στα δυτικά εκ μέρους του στρατεύματος της πολυεθνικής αυτοκρατορίας του Ιράν, ήταν το ‘συμβάν’, ή τα ‘συμβάντα’. Αυτά και μόνον αυτά είναι η ‘Ιστορία’. Όσοι συμμετείχαν και μάχονταν τα ήξεραν στην πραγματικότητα – από πρώτο χέρι.

Οι Ιστορίες του Ηροδότου και οι σφηνοειδείς αρχαίες αχαιμενιδικές επιγραφές των χρόνων του Δαρείου Α’ και του Ξέρξη Α’ είναι και ‘Ιστορία’ και ‘Ιστοριογραφία’. Και αυτό πρέπει κάποιος να το ξεχωρίζει πολύ καθαρά.

Τα αρχαία αυτά κείμενα είναι ‘Ιστορία’ από την άποψη ότι

α) ένα στέλεχος της αντι-ιρανικής αντιπολίτευσης στην Καρία (: ο Ηρόδοτος) κατέφυγε στην Αθήνα και κει συνέγραψε την μεροληπτικά αντι-ιρανική ματιά του στα τότε γεγονότα. Αυτό ως συμβάν είναι ‘Ιστορία’.

β) οι αυτοκρατορικοί γραφείς των Αχαιμενιδών του Ιράν κατέγραψαν, είτε πάνω σε βράχους επιγραφές που κάποιες διασώθηκαν και κάποες δεν διασώθηκαν, είτε πάνω σε πινακίδες, παπύρους και περγαμηνές που δεν διασώθηκαν, την επίσημη αχαιμενιδική ιρανική αυτοκρατορική εκδοχή των γεγονότων. Και αυτές οι δραστηριότητες ως συμβάντα είναι ‘Ιστορία’.

Και στην περίπτωση των αυτοκρατορικών γραφέων των Αχαιμενιδών και στην περίπτωση του Ηροδότου έχουμε ένα ιστορικό συμβάν: κάποιοι έγραψαν κάτι.

Αλλά το περιεχόμενο των αχαιμενιδικών ιρανικών επιγραφών και του κειμένου του Ηροδότου είναι Ίστοριογραφία’. Συνεπώς, δεν μπορούμε αυτόματα να το εκλάβουμε ως ‘Ιστορία’ διότι είναι μόνον, και στις δυο περιπτώσεις, μια ματιά πάνω στα γεγονότα, μια αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας, συνεπώς μια μεροληπτική παρουσίαση που πρέπει εμείς με προσοχή να αναλύσουμε, διασταυρώνοντάς την με όλα τα άλλα στοιχεία που έχουμε, για να συμπεράνουμε σε ποιον βαθμό αντανακλά τα γεγονότα με αυθεντικότητα, πληρότητα και αλήθεια.

Στο τέλος εκείνης της συζήτησης, τις σημειώσεις της οποίας ανασυνθέτω εδώ, ο κ. Μεγαλομμάτης μου εξήγησε ότι, αντίθετα από ιστορικού περιεχομένου αρχαίες επιγραφές και κείμενα, άλλου περιεχομένου ιστορικά τεκμήρια είναι φυσιολογικό να αναπαριστούν τα ιστορικά συμβάντα εντελώς αμερόληπτα.

Έτσι λοιπόν θρησκευτικού, μυθικού, κοσμογονικού, εσχατολογικού, ιερατικού χαρακτήρα κείμενα κι επιγραφές πάνω σε τοίχους ναών, σε επιτύμβια μνημεία, σε αγάλματα και σε στήλες, χρησμοί και ύμνοι, γεωγραφικά και αστρονομικά κείμενα, περιηγητικά κείμενα, και εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα κείμενα, συμβόλαια κι αγοραπωλησίες, νομίσματα και σφραγίδες, όπως και όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν πολύ πιο αυθεντική, πιο αμερόληπτη, πιο τεκμηριωμένη αναπαράσταση της Ιστορίας.

Β. Σύγχρονη Ιστοριογραφία: Αναθεωρητική ‘Γραφή’ της Παγκόσμιας Ιστορίας

Η νεώτερη επιστήμη της Ιστορίας είναι στο σύνολό της μια Ιστοριογραφία. Ως τέτοια είναι απόλυτα μεροληπτική. Πολύ περισσότερο, εφόσον δεν ξεκίνησε από ένα παγκόσμιο συνέδριο ειδικών που συμφώνησαν στις μεθόδους, αλλά από ολότελα μεμονωμένες περιπτώσεις δυτικών πολυμαθών του 15ου και 16ου αιώνα οι οποίοι ήταν προκατειλημμένα άτομα ιδεοληπτικών εμμονών, εμπάθειας, μισαλλοδοξίας, και ωφελιμισμού.

Οι Δυτικο-Ευρωπαίοι ιστορικοί των χρόνων της Αναγέννησης και του Κλασικισμού πριν από όλα δεν ήταν αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι ούτε καν απέναντι στο δικό τους παρελθόν. Πως θα μπορούσαν ποτέ να είναι αντικειμενικοί κι αμερόληπτοι απέναντι στο παρελθόν των άλλων, και μάλιστα εκείνων τους οποίους οι ίδιοι θεωρούσαν ως ντε φάκτο εχθρούς τους; Έτσι ξεκίνησε το πρόβλημα.

Η νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία είναι μια ιδεοληπτική, προκατειλημμένη, μεροληπτική, εμπαθής και κυριολεκτικά τυφλή απόπειρα να αναθεωρηθεί η Παγκόσμια Ιστορία. Οι ‘ιστορικοί’ του 16ου και 17ου αιώνα μισούσαν αβυσσαλέα το χριστιανικό τους παρελθόν και προσπαθούσαν να το υποτιμήσουν, να το προσβάλουν και τελικώς να το σβύσουν. Κατ’ ουσίαν, εκείνοι οι ‘ιστορικοί’, πάνω στο έργο των οποίων κτίσθηκε ένας νεώτερος Πύργος της Βαβέλ που δεν μπορεί παρά να πέσει, ήταν συστηματικοί παραχαράκτες της ιστορικής αλήθειας και ως εγκληματίες και κακούργοι ήταν ακριβώς οι αντίστοιχοι των Ισπανών, Πορτογάλων, Ολλανδών, Γάλλων κι Άγγλων αποικιοκρατών,οι οποίοι κατέσφαξαν εκατομμύρια ανθρώπους, καταλήστευσαν όλους τους τόπους όπου από κατάρα αποβιβάσθηκαν, και διέσπειραν αρρώστεια, μόλυνση, διχόνοια, διαφθορά και διαστροφή, έχθρα και ανωμαλία, μίσος και ασέλγεια, βαρβαρότητα και απανθρωπιά.

Οι Κλασικιστές, Ελληνιστές και Λατινιστές του 17ου και 18ου αιώνα παρουσίασαν ως ‘Ιστορία’ όχι απλώς μια μεροληπτική αναπαράσταση των γεγονότων αλλά ένα εκ των προτέρων επινοημένο στα άρρωστα μυαλά τους διαιρετικό σχήμα “Δύση και Ανατολή”, όπου απέδωσαν στο πρώτο τμήμα όλα τα καλά και σιο δεύτερο τμήμα όλα τα κακά της Ανθρώπινης Ιστορίας. Υπό ψύχραιμη κι αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση αν κυτταχθεί το παραπάνω σχήμα, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν μπορεί παρά να είναι η διανοητική διαστροφή ανθρωποειδών των οποίων οι εκφυλισμένοι και άρρωστοι πρόγονοι τους άφησαν ως μυσαρή κληρονομιά τα συνεπακόλουθα της πανώλους και της σύφιλης που ενδημούσαν στην ψευτο-χριστιανική φραγκική, γοτθική κι αγγλοσαξωνική Ευρώπη της περιόδου 476 μ.Χ. – 1453 μ.Χ.

Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά καμμιά διάκριση σε Δύση και Ανατολή πλην βεβαίως της γεωγραφικής διαίρεσης με βάση τα σημεία του ορίζοντα. Η απόπειρα αυτή, να θεωρηθούν οι όροι ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ ως πολιτισμικώς διαφορετικοί κι αντίθετοι αποτελεί μια αναθεωρητική ματιά στην Παγκόσμια Ιστορία, την οποία οι δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί πολύ απλά αναπαράστησαν έτσι όπως εκείνοι θα ήθελαν να είχε συμβεί. Η ‘Αρχαία Ελλάδα’ και η ‘Αρχαία Ρώμη’, την Ιστορία των οποίων δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί ανασυνέθεσαν με τις τότε ελάχιστες (σε σύγκριση με τις σήμερα υπαρκτές) πηγές, είναι διαστροφικά εκτρώματα τα οποία ουδέποτε υπήρξαν και η σύγχρονη ιστοριογραφία απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από τις υπαρκτές αρχαίες ιστορικές πηγές. Με άλλα λόγια η αληθινή Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης ήταν ολότελα διαφορετική από το πως οι νεώτεροι δυτικο-Ετρωπαίοι ιστορικοί εσκεμμένα κι εξεπίτηδες παρουσίασαν.

Οι πρώτοι Ανατολιστές (Οριενταλιστές), οι οποίοι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα μελετούσαν τις αρχαιότητες του Ιράν, της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, της Ανατολίας, της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας, συνειδητά κατέκλεβαν τις αρχαιότητες εκείνων των χωρών και κρατούσαν τους ντόπιους μακριά από την διαδικασία αποκρυπτογράφησης και εκμάθησης των ιστορικών πηγών της Ιστορίας τους. Αυτό επιχειρήθηκε επειδή ο σκοπός των Γάλλων, Άγγλων, Ολλανδών, Βέλγων κι Αμερικανών ανατολιστών (οριενταλιστών) ήταν – όχι να μάθουν τι ‘έγινε’ στο παρελθόν και να το κοινοποιήσουν ευρύτερα αλλά – να ανασυνθέσουν τα ευρήματά τους έτσι ώστε να μην πειραχθεί ως προς τίποτα η προκατασκευασμένη ψευτο-ιστορία την οποία είχαν ήδη συνθέσει πάνω σε εντελώς ρατσιστικά και μισαλλόδοξα πλαίσια.

Γ. Αποικιοκρατική Εξάρτηση σε Μορφωτικό, Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Επίπεδο

Τέτοια ήταν η αγγλογαλλική λύσσα εναντίον όλων των άλλων εθνών που οι δυτικο-Ευρωπαίοι αιγυπτιολόγοι δεν άφησαν Αιγύπτιους να μάθουν αιγυπτιακά ιερογλυφικά, ιερατικά και δημοτικά (τις τρεις διαφορετικές γραφές της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας) για πάνω από 100 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχή της αποκρυπτογράφησης των ιερογλυφικών από τον Σαμπολλιόν το 1821! Αντίστοιχα συνέβησαν και σε άλλους τομείς όπως η ασσυριολογία, η χιττιτολογία, η ιρανολογία, κοκ.

Η τερατουργηματική αναπαράσταση της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής από τους δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς ανατολιστές (οριενταλιστές) βρίσκει το αντίστοιχό της στην αισχρή, απάνθρωπη και κτηνώδη επίθεση των Άγγλων και των Γάλλων κατά της Κίνας κατά τον 19ο αιώνα, ένα γεγονός που έμεινε γνωστό ως Πόλεμοι του Οπίου (1839-1842 & 1856-1860).

Όμως, οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν ελέγχονται πάντοτε ερμητικά, δεν στεγανοποιούνται, και δεν αποκρύπτονται όπως ορισμένοι θα ήθελαν. Έτσι εμφανίσθηκαν ειδικοί ερευνητές, μελετητές, ιστορικοί, εθνογράφοι, γλωσσολόγοι κι αρχαιολόγοι από άλλα ευρωπαϊκά έθνη χωρίς απάνθρωπη και κτηνώδη αποικιοκρατική τάση και χωρίς διαστρεβλωτική και παραχαρακτική ιστορική διάθεση. Οπότε, Αυστριακοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Ρώσσοι, Ούγγροι, Τσέχοι, Σουηδοί, Δανοί, Πολωνοί και Φινλανδοί κλασικιστές και οριενταλιστές συμμετείχαν στο έργο της ανασύστασης/αναπαράστασης της Ιστορίας της Ασίας και της Αφρικής και τα ευρήματά τους, όπως άλλωστε και οι περισσότερο αντικειμενικές κι αμερόληπτες ερμηνείες και συνθέσεις τους, μείωσαν δραστικά και απαξίωσαν σε μεγάλο βαθμό τα αυθαίρετα δόγματα, τις προκατειλημμένες ιδέες και τις παραχαρακτικές θέσεις των Γάλλων και των Άγγλων κλασικιστών και οριενταλιστών.

Υπήρχε και υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους ειδικούς επιστήμονες των κεντρικών κι ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών από την μια και τους παραχαράκτες και διαστρεβλωτές επιστήμονες της Αγγλίας και της Γαλλίας από την άλλη: οι πρώτοι ενδιαφέρονταν ειλικρινά για την επιστημονική αλήθεια και την αντικειμενική πραγματικότητα και ταυτόχρονα ανήκαν σε χώρες χωρίς αποικιοκρατική παράδοση. Αντίθετα, οι Γάλλοι κι οι Άγγλοι κλασικιστές κι οριενταλιστές ήταν εξυπαρχής υπηρέτες των αποικιοκρατικών συμφερόντων των χωρών τους και εργάζονταν για να διαδώσουν μια απάνθρωπη και ρατσιστική εκδοχή Ιστορίας, δηλαδή την ψευδή διαίρεση της Ανθρωπότητας σε Δύση και Ανατολή και την δήθεν υπεροχή της Δύσης.

Ακόμη χειρότερα, η Γαλλία, η Αγγλία κι οι ΗΠΑ που ακολουθούν την αποικιοκρατική πολιτική των δυο δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών συστηματικά και στο μεγαλύτερο τμήμα της γης προσπάθησαν να στεγανοποιήσουν την επιστημονική γνώση και απέτρεψαν τις μορφωτικές κι ακαδημαϊκές ανταλλαγές σε ουσιαστικό βάθος: συνέπεια του καταστροφικού κι απάνθρωπου έργου αυτών των τριών κρατών είναι ότι σήμερα δεν υπάρχουν

– Μαροκινοί ειδικευμένοι σε ιρανολογία

– Υεμενίτες ειδικευμένοι σε αιγυπτιολογία

– Ιρακινοί ειδικευμένοι σε ινδολογία

– Αιγύπτιοι ειδικευμένοι σε ασσυριολογία

– Ιρανοί ειδικευμένοι στο Κους και την Μερόη του Αρχαίου Σουδάν

– Σουδανοί ειδικευμένοι σε χιττιτολογία

– Ινδοί ειδικευμένοι σε σουμερολογία

– Έλληνες ειδικευμένοι στην ιστορία του Νεστοριανισμού στην Ασία

– Σομαλοί ειδικευμένοι σε κλασικές σπουδές

– Αλγερινοί ειδικευμένοι στην ιστορία του Μανιχεϊσμού σε Ασία, Αφρική κι Ευρώπη

– Ουζμπέκοι ειδικοί σε φοινικικές και καρχηδονιακές σπουδές

– Τούρκοι ειδικοί σε δραβιδικές γλώσσες, λογοτεχνίες και γλωσσολογία

– Νιγηριανοί Χριστιανοί ειδικοί σε κοπτολογία και κοπτικό Μονοφυσιτισμό

– Νιγηριανοί Μουσουλμάνοι ειδικοί σε Σιιτικό Ισλάμ, Φερντοουσί και Σαφεβίδες

– Κινέζοι ειδικοί στην γλώσσα, την λογοτεχνία και την θρησκεία των Ορόμο

– Κενυάτες ειδικοί σε θιβετιανική γλώσσα, θιβετιανό Βουδισμό

– Λιβανέζοι ειδικοί σε σινολογία

– Τανζανοί ειδικοί σε μογγολική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία

– Αζέροι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας

– Ινδονήσιοι ειδικοί σε γλώσσες και λογοτεχνίες του Καυκάσου, κοκ.

Αντίθετα, όλες οι ειδικότητες αυτές υπάρχουν όχι μόνον σε πανεπιστήμια μεγάλων χωρών, όπως η Γαλλία κι η Αγγλία, αλλά και σε αυτά μικρών σχετικών χωρών όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, κα.

Αυτή η απόλυτη διαφορά ανάμεσα α) σε χώρες αποκομμένες από τις περισσότερες άλλες και β) σε χώρες με συνολική εποπτεία των ανθρωπιστικών επιστημών είναι η πεμπτουσία της αποικιοκρατίας σε μορφωτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό επίπεδο και πάνω της εδράζεται κάθε πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική εξάρτηση.

Μετά τον Β’ ΠΠ και πιο πρόσφατα κάποιες μεγάλες κι οικονομικώς ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Κίνα κι η Ινδία, άρχισαν να καταβάλουν προσπάθειες να ανατρέψουν την κατάσταση, να μειώσουν την διαφορά, και να εκμηδενίσουν τα καταστροφικά για όλη την Ανθρωπότητα έργα των δυτικών αποικιοκρατών.

Δ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: Ιστορία, Ιστοριογραφία, και Κοσμοθεωρία

Και στο σημείο αυτό επανήλθε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον για τους ιστορικούς Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών

1- ως ιστοριογραφία,

2- ως κοσμοθεωρία, δηλαδή ως

– απόρριψη της αποικιοκρατίας, των ιδεολογιών που την υποστήριξαν, και των απάνθρωπων ιδεών και θεωριών που διέδωσε, και

– διαγραφή της δυτικο-ευρωπαϊκής και βορειο-αμερικανικής κλασικιστικής κι οριενταλιστικής ιστοριογραφίας, και

3- ως λειτουργική επανέναρξη σε εμπορικό, οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό, στρατιωτικό επίπεδο.

Ι. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστορία

Η ιστορία των εμπορικών δρόμων που συνέδεσαν σχεδόν το σύνολο της αφρο-ευρασιατικής γήινης επιφάνειας είναι ένα τεράστια τεκμηριωμένο σύνολο ιστορικών πηγών, στις οποίες το κεντρικό θέμα δεν είναι ούτε μια αυτοκρατορία, ούτε ένας ηγεμόνας, ούτε μια θρησκεία, ούτε ένας ιδρυτής θρησκείας, ούτε ένας αρχιερέας, ούτε μια φιλοσοφία, ούτε ένας φιλόσοφος, ούτε ένα έθνος, ούτε ένας στρατός, ούτε ένας στρατηλάτης, ούτε μια τέχνη, ούτε ένας καλλιτέχνης, ούτε μια γλώσσα, ούτε μια γραφή, ούτε ένα κείμενο, ούτε μια παιδεία, ούτε ένας πολιτισμός, ούτε ένα εμπορικό προϊόν, ούτε μια πίστη, ούτε ένας θρύλος, ούτε ένας θεός.

Το κεντρικό θέμα είναι εκ πρώτης όψεως ο άνθρωπος, ο απλός, άγνωστος άνθρωπος που είτε ως στρατιώτης, ως έμπορος, ως γεωργός, ως κτηνοτρόφος, ως ψαράς, ως γραφέας, ως καπετάνιος, ως μεταφραστής, ως ιερέας, ως κατακτητής, ως προσκυνητής, ως μύστης, ως διπλωμάτης, ως περιηγητής, ως τεχνίτης, ως καλλιτέχνης, ως αρχιτέκτονας, ως συγγραφέας, ως δούλος ή ως άρχοντας συμμετείχε στα όσα γίνονταν στους εμπορικούς δρόμους που συνεδέαν όλες αυτές τις τόσο μακρινές και ωστόσο τόσο κοντινές γαίες.

Από την φύση των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών σβύννουν κάθε πολιτική και κάθε διάκριση, κάθε διάθεση υπεροχής ή επιβολής και κάθε απόπειρα μονοπωλίου ή μονοπώλησης. Οι αστείρευτες ιστορικές πηγές που έχουμε για το τεράστιο αυτό θέμα πιστοποιούν απόλυτα ότι σημασία έχουν μόνον όλοι και ότι ένας ίσον κανένας.

Από το περιεχόμενο των υπαρκτών, σωζομένων, ιστορικών πηγών τους, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνουν πόσο ασήμαντα είναι μέσα στην Παγκόσμια Ιστορία ένα έθνος, μία δυναστεία, ένα βασίλειο, ένας στρατός, ένας ηγεμόνας, ένας ιδρυτής θρησκείας, μια θρησκεία, μια γλώσσα, ή ένας πολιτισμός. Το κάθε τι και ο καθένας είναι συνάρτηση όλων των άλλων. Χωρίς τους Υεμενίτες, οι Ιρανοί θα ήσαν ασήμαντοι, και χωρίς τους Αξωμίτες οι Ρωμιοί της Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα ήσαν ανίσχυροι.

Οι Ρωμιοί μιλούσαν αραμαϊκά όταν έπρεπε, οι Ιρανοί αυτοκράτορες έγραψαν την ίδια τους την γλώσσα με αραμαϊκή γραφή, ενώ Αιγύπτιοι Χριστιανοί, για να απαλλαγούν από το ειδωλολατρικό βάρος των ιερογλυφικών, έγραψαν την γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, διαμορφώνοντας έτσι τα κοπτικά. Έλληνες δέχθηκαν τις αιγυπτιακές ισιακές λατρείες, προσχώρησαν στον Μιθραϊσμό, κι απέρριψαν το Δωδεκάθεό τους. Αργότερα, οι Έλληνες διαιρέθηκαν ανάμεσα σε οπαδούς του Ιησού (Χριστιανοί) και σε οπαδούς του Μάνη (Μανιχαίοι) δηλαδή δύο ανθρώπων που είχαν ως μητρική γλώσσα τα αραμαϊκά.

Και που πήγε όλη η στρατιωτική ισχύς της Ρώμης και τα κέρδη από την αυτοκρατορική φορολογία; Που αλλού εκτός από την πληρωμή των πανάκριβων λιβανωτών που μάζευαν σε κάποια δέντρα των ακτών τους οι Σομαλοί κι οι Υεμενίτες. Κι οι μουσουλμάνοι Αβασίδες, που σκόρπισαν τα έσοδα του απέραντου κράτους τους που στην ακμή του ήταν μεγαλύτερο κι από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των χρόνων του Τραϊανού; Προφανώς στα μεταξωτά της Κίνας, τα μπαχαρικά της Ινδονησίας, και τα λιβάνια του Κέρατος της Αφρικής.

Η Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δείχνει με μεγάλη σαφήνεια, χάρη στις ιστορικές πηγές της, τις διαστάσεις κάθε πολιτισμού και κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έτσι αναδεκνύεται καλύτερα από τις ιστορικές πηγές η διάδοση μιας πίστης, μιας θρησκείας, ενός μύθου, μιας δοξασίας, μιας παράδοσης ή ενός θρύλου. Μανιχεϊστικά κοπτικά κι ελληνικά χειρόγραφα στην Αίγυπτο και αναφορές σε Μανιχαίους της βορειοδυτικής Αφρικής και της Ρώμης σε λατινικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Ρωμανίας σε ρωμέικα κείμενα, σε Μανιχαίους του Ισλαμικού Χαλιφάτου σε αραβικά και περσικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Κεντρικής Ασίας σε σογδιανικά και σε τουρκικά κείμενα, σε Μανιχαίους της Κίνας σε κινεζικά κείμενα είναι από μόνα τους ένα παράδειγμα πόσο μικρή σημασία έχουν στην Ιστορία τα κράτη, οι αυτοκρατορίες κι οι ηγεμόνες και πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι απλοί άνθρωποι που μόνοι τους διέδωσαν την πίστη τους παντού. Τι απέφεραν οι σασανιδικοί διωγμοί των Μανιχαίων που ξεκίνησαν κατά προτροπή του Καρτίρ; Τίποτα! Βοήθησαν στο να είναι η θρησκεία του Μάνη η πρώτη που διαδόθηκε σε όλη την έκταση ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό!

Η Ιστορία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών βασίζεται σε ιστορικές πηγές που καλύπτουν μια μοναδική ποικιλία γλωσσών κα γραφών: αρχαία αραμαϊκά, κινεζικά, αρχαία αχαιμενιδικά ιρανικά, παχλεβί παρθικά, σανσκριτικά, πρακριτικά, κουσανικά, μέσα περσικά, συριακά αραμαϊκά, σογδιανικά, μανιχεϊκά (γραφή επινοημένη από τον ίδιο τον Μάνη), χοτανικά, κοπτικά, αρχαία υεμενικά (: σαβαϊκά, χιμυαρικά, χαντράμι), αρχαία ελληνικά, λατινικά, ρωμέικα, γκεζ αξωμιτικά (της Αβησσυνίας), αρμενικά, γεωργιανικά, εβραϊκά, αραβικά, φαρσί, τσαγατάι τουρκικά, σελτζουκικά, οθωμανικά τουρκικά, ουρντού, ουϊγουρικά, μογγολικά, θιβετιανικά, μπενγκαλικά, παλί, δραβιδικά, αρχαία σλαυικά (σλαβονικά), κα. Έτσι, εμπράκτως καμμιά από αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘πιο σημαντική’ ή ‘ανώτερη’ γλώσσα και γραφή.

ΙΙ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Ιστοριογραφία

Ως μοναδικού εύρους, βάθους, ύψους και ποικιλίας τομέας των Ανθρωπιστικών Επιστημών, η σημερινή ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών αποσυναρμολογεί ολότελα τα ψευτοϊστορικά δόγματα του δυτικο-κεντρικού Κλασικισμού και του αποικιοκρατικού χαρακτήρα Οριενταλισμού.

Η καταστροφή των ψευτοϊστορικών παρουσιάσεων των Γάλλων και των Άγγλων ελληνιστών, λατινιστών κι οριενταλιστών είναι έτσι εμφανής σε όλους, γιατί οι αυθαίρετοι αφορισμοί των αποικιοκρατών επιστημόνων του 18ου και του 19ου αιώνα ξεγυμνώνονται σήμερα από μόνοι τους μπροστά στον τεράστιο πλούτο ενός απέραντου ανθρωπίνου συνόλου, όπου

α. οι Αρχαίοι ‘Ελληνες δεν απετέλεσαν παρά ένα από τα πάμπολλα έθνη που συμμετείχαν στους Δρόμους του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών και καμμιά ιστορική πηγή και κανένα ιστορικό τεκμήριο δεν δείχνει ότι κάποιος τους θεωρούσε ως κάτι το πιο σημαντικό από τα άλλα έθνη – ούτε κι οι ίδιοι ποτέ το ισχυρίστηκαν.

β. ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαμορφώθηκε υπό την συνεχή και καθοριστική επίδραση των αρχαίων ανατολικών πολιτισμών, διασυσχετίσθηκε με πολλούς άλλους πολιτισμούς, αλλά πολλοί Αρχαίοι Έλληνες προτίμησαν άλλα πολιτισμικά σύνολα και αποδέχθηκαν στην Βακτριανή τον Βουδισμό και στον Πόντο, την Μικρά Ασία, την Μακεδονία, την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Μεγάλη Ελλάδα άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες.

γ. Η Ρώμη που είχε επηρεαστεί από την Αρχαία Ελλάδα στα χρόνια της Res Publica αρπάχθηκε από ένα ανεμοστρόβιλο ανατολικών μυστικισμών, λατρειών, θρησκειών, φιλοσοφιών και μυθολογιών στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν πλέον οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν γίνει απλοί μιμητές του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς, πομπής και χλιδής των Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων και Ιρανών προκατόχων τους. Στην Ρώμη οι ανατολικές επιδράσεις έσβυσαν την πρότερη ελληνική, έτσι όπως ανατολικές θρησκείες κατέκλυσαν την Ελλάδα πολύ πριν τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας σβύννοντας κάθε έννοια ‘Ελληνισμού’ που αποικιοκρατικών χρόνων Γάλλοι κι Άγγλοι ιστορικοί και ρατσιστές ιδεολόγοι επινόησαν.  

δ. Η Ευρώπη δεν είχε ποτέ καμμιά τοπική πολιτισμική ιδιαιτερότητα, ούτε ήταν το έδαφος όπου αναπτύχθηκαν μεγάλοι αυτοφυείς και αυθεντικοί πολιτισμοί. Η Ευρώπη ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια χερσόνησος της Ευρασίας όπου κατέφυγαν ποικίλα έθνη, φύλα και πολιτισμικά στοιχεία από τα ανατολικά. Ακόμη χειρότερα, η Ευρώπη δεν έζησε και δεν μπορούσε να ζήσει αυτοτελώς: ήταν συνεχώς εξαρτημένη από την Ασία και την Αφρική. Και η Χριστιανωσύνη είναι βασικά μια ασιατική, αραμαϊκή θρησκεία.

Ως ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών συμβάλλουν στην τελική ανατροπή ενός τεράστιου τομέα παραχάραξης της Ιστορίας: της χαρτογραφίας. Οι περισσότεροι ιστορικοί χάρτες ήταν επί αιώνες πολλαπλώς φαλικιδευμένοι έτσι ώστε να υποστηρίζουν εσφαλμένες ερμηνείες, ιστορικές παραποιήσεις, ή αποκρύψεις της ιστορικής αλήθειας. Αυτό το γεγονός έπαιρνε συχνά την μορφή λαθεμένου περιορισμού του χάρτη σε εκτάσεις εις τρόπον ώστε να αποκρύπτεται σημαντικό τμήμα της επικράτειας ομόρων κρατών των οποίων η ισχύς ‘έπρεπε’ κατά τους δυτικο-Ευρωπαίους και βορειο-Αμερικανούς οριενταλιστές και κλασικιστές να παρουσιαστεί ως υποβαθμισμένη ή μειωμένη. Τυπικό παράδειγμα στην περίπτωση αυτή ήταν οι χάρετες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που σχεδόν όλοι απέκρυπταν πάντοτε το σύνολο της έκτασης του σασανιδικού Ιράν για να μην φανεί ότι το Ιράν έλεγχε περισσότερη έκταση και ήταν μεγαλύτερο από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ως ιστοριογραφία, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών δίνουν ντε φάκτο ισότητα σε όλα τα συστατικά στοιχεία, σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος και σε όλα τα σημερινά έθνη και κράτη. Αυτό δεν είναι ένα καπρίτσιο κάποιων προϊδεασμένων ιστορικών και μεροληπτικών καθηγητών. Είναι η πραγματική Ιστορία κατά το παρελθόν και αποτελεί την σημερινή πραγματικότητα των Νέων Δρόμων του Μεταξιού που εισήγαγε η Κίνα ως πρόγραμμα παγκόσμιας ενοποίησης σε μια κοινότητα.

ΙΙΙ. Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών ως Κοσμοθεωρία

Οπότε, οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών από Ιστορία και Ιστοριογραφία γίνονται έτσι μια Κοσμοθεωρία: μια νέα ματιά πάνω στην Ανθρωπότητα και στην Παγκόσμια Ιστορία, μια συνενωτική (uni+versalist) προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν και συνυπάρχουν όλοι σε μια βάση ισότητας με απαγόρευση της μισαλλοδοξίας, του εγωκεντρισμού, του εθνικισμού, του ρατσισμού και της κάθε άρρωστης κι απάνθρωπης ιδέας περί ‘ανωτερότητας’ ενός έθνους ή πολιτισμού.

Αυτό είναι μια μεγάλη προσέγγιση στην ιστορική αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει έντιμα, ηθικά και δίκαια η Ανθρωπότητα χωρίς πολέμους και χωρίς έχθρες. Έτσι, η παρανοϊκή και πατριδοκαπηλική ψευτιά του ρατσισμού θα αντικατασταθεί από μια Οικουμένη πολυπολιτισμικής συνεργασίας κι αλληλοκατανόησης, όπου όλα τα μέλη θα σέβονται το ένα το άλλο και κανένα δεν θα επιχειρεί να ισχυριστεί ότι είναι ‘ανώτερο’ ή ‘αρχαιότερο’.

Η εκκίνηση της Ανθρωπότητας είναι γνωστή και αδιαμφσιβήτητη: πολύ πριν υπάρξουν Κίνα, Ινδία, Ιράν, Ελλάδα και Ρώμη υπήρχαν γραφές και κορυφαίοι πολιτισμοί στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Αυτό κανένας δεν το είχε αρνηθεί μέχρι την επικράτηση στα δυτικο-ευρωπαϊκά πανεπιστήμια μιας ρατσιστικής κλίκας που υπήρξε υπεύθυνη για τα προαναφερμένα ψέμματα τα οποία έρχεται τώρα ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού να εξαφανίσει ολότελα. Και να η εφαρμογή:

Ιστορικό Παρελθόν

Α. Ο αρχαίος ρωμαϊκός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον κινεζικό πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.

Β. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ‘πιο’ σημαντικός από τον προϊσλαμικό ιρανικό πολιτισμό: ήταν το ίδιο σημαντικός.

Πολιτικό Παρόν

Α. Η Γαλλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από την Τουρκία: είναι το ίδιο σημαντική.

Β. Η Αγγλία δεν είναι ‘πιο’ σημαντική χώρα από το Πακιστάν: είναι το ίδιο σημαντική.

Αυτές τις πραγματικότητες αντανακλά σήμερα η Ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών: οι πρότερον αποκομμένες η μία από την άλλη χώρες αρχίζουν κι έρχονται σε επαφή μεταξύ τους: το Ουζμπεκιστάν κι η Κίνα, το Καζακστάν και η Ινδία, το Πακιστάν κι η Νιγηρία, η Τουρκία κι η Ιαπωνία, το Ιράν κι η Πολωνία, το Αζερμπαϊτζάν και το Σουδάν, κοκ.

Σε αυτό το πλαίσιο, όλα αλλάζουν: αν έχεις παιδιά σε ηλικία για να πάνε στο πανεπιστήμιο σήμερα, είναι προτιμώτερο να τα στείλεις στο Καράτσι παρά στο Λονδίνο – αφού το Λονδίνο γίνεται σιγά-σιγά ένα αντίγραφο του Πακιστάν. Αντίστοιχα, θα πρέπει να είναι κανείς τρελλός για να στείλει τα παιδιά του να σπουδάσουν στην Σορβόνη: το Μπακού ή η Νουρσουλτάν είναι προτιμώτερες επιλογές. Εκτός κι αν κάποιος θέλει να μάθουν τα παιδιά του βερβερικά (αμαζίγτ), οπότε αντί να τα στείλει στην Καμπυλία της Αλγερίας, τα στέλνει στο Παρίσι. 

Η ιστοριογραφία των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών θα παίξει παγκοσμίως ένα καταλυτικό ρόλο στα προσεχή χρόνια και σε ακαδημαϊκό και σε εκπαιδευτικό-μορφωτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί σε πολλές διαστάσεις: παγκόσμια, διμερή και εθνική.

1. Παγκόσμια διάσταση

Κάνοντας λόγο για την παγκόσμια διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε σε σημαντικές αλλαγές που θα συμβούν, όπως για παράδειγμα

α. Τα κινεζικά θα γίνουν πιο σημαντική διεθνής γλώσσα από τα αγγλικά.

β. Τα τουρκικά, τα ουρντού, τα χάουσα, και τα καζακικά θα γίνουν πιο σημαντικά από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα πορτογαλικά.

γ. Χώροι όπως η Κεντρική Ασία, ο Καύκασος, και η Ανατολική Αφρική θα αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία από την Δυτική Ευρώπη σε επίπεδο πολιτισμικό, μορφωτικό και εκπαιδευτικό.

δ. Τα άκρα των Αρχαίων Δρόμων του Μεταξιού και του Νέου Δρόμου του Μεταξιού θα έχουν αντίθετη λειτουργικότητα από αυτή που είχαν στην Αρχαιότητα.

Στην Αρχαιότητα, τα άκρα ήταν η Ρώμη από την μια και από την άλλη η Κίνα, η Ινδονησία κι η Ανατολική Αφρική.

Τα ανατολικά άκρα πουλούσαν και η Ρώμη αγόραζε μετάξι, μπαχαρικά και λιβάνια.

Στο προσεχές μέλλον, τα άκρα θα είναι η Κίνα κι η Ινδία από την μια και από την άλλη η Γερμανία και η Ρωσσία.

Όμως τώρα, τα δυτικά άκρα θα πουλούν υψηλή τεχνολογία κι ενέργεια και η Κίνα κι η Ινδία θα αγοράζουν, για να πουλάνε στην συνέχεια μαζική παραγωγή σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

2. Διμερής διάσταση

Κάνοντας λόγο για την διμερή διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην δομή των διμερών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες της αφρο-ευρασιατικής γήινης επιφάνειας.

Οι διμερείς σχέσεις δυο γειτονικών χωρών θα προσλάβουν εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτή που έχουν σήμερα. Σήμερα είναι ακόμη δυνατό να συναντούνται διπλωμάτες κι υπουργοί δυο χωρών, να γνωρίζουν ο ένας ελάχιστα την χώρα του άλλου, και να μιλούν αμφότεροι σε μια διεθνή γλώσσα. Αυτό θα πάψει να υφίσταται προσεχώς και οι χώρες που δεν έχουν εξαιρετικά καλούς ειδικούς για την ιστορία, την εθνογραφία, τον πολιτισμό, την οικονομία, την αρχαιολογία, την πολιτική και την καθημερινή ζωή μιας διπλανής χώρας θα υφίστανται απώλειες και ζημιές εξαιτίας της άγνοιας.

Αυτό είναι φυσιολογικό: σε ένα κόσμο αυθαιρέτων ψευτοϊστορικών δογμάτων, η γνώση δεν είναι πάντα χρήσιμη κι η άγνοια δεν είναι πάντα επιβλαβής. Αλλά σε ένα κόσμο αλληλογνωριμίας και αλληλεξάρτησης, θα επιβιώσουν μόνον οι χώρες με τέλεια τεχνογνωσία και εξονυχιστική μελέτη των άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να λειτουργούν τουλάχιστον ένα τουρκικό πανεπιστήμιο, ένα ρωσσικό πανεπιστήμιο, ένα ιρανικό πανεπιστημιο, ένα πακιστανικό πανεπιστήμιο, ένα κινεζικό πανεπιστήμιο, κοκ. Σε όλα αυτά, όλα τα μαθήματα όλων σχολών θα γίνονται στην επίσημη γλώσσα της  χώρας από την οποία θα εξαρτώνται όλα αυτά τα πανεπιστήμια. Το ‘ψωμοτύρι’ των αγγλικών τελείωσε.

Ούτε η Ρώμη με τα λατινικά της είναι πια ένα παράδειγμα, ούτε κι η Αθήνα με την αττική της διάλεκτο. Για να πάρετε μια ιδέα για μελλοντικά παραδείγματα μορφωτικών κέντρων, ψάξτε να δείτε πόσες γλώσσες μιλούσαν και πόσες γραφές έγραφαν

– οι βασιλικοί γραφείς της Ουγκαρίτ στην Χαναάν της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας

– οι φαραωνικοί γραφείς των Θηβών της Αιγύπτου της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας

– οι αυτοκρατορικοί γραφείς της Περσέπολης στα αχαιμενιδικά χρόνια

– οι αυτοκρατορικοί γραφείς του Ιστάχρ στο Ιράν κατά τα σασανιδικά χρόνια

– ορισμένοι μοναχοί και μοναστήρια της Ρωμανίας ή της Δυτικής Ευρώπης

– οι χαλιφατικοί γραφείς κι οι επιστήμονες της αβασιδικής Βαγδάτης τον 8ο – 12ο αι.

– οι βασιλικοί γραφείς κι οι επιστήμονες μεγάλων μορφωτικών κέντρων του ισλαμικού κόσμου όπως η Μαραγέ, η Σαμαρκάνδη, το Εσφαχάν, η Άγκρα, το Δελχί και η Σταμπούλ ή επίσης στην Ανδαλουσία, το Καϊρουάν και το Κάιρο.

Το 2030 ένας καλά εφοδιασμένος για την ζωή 20άρης θα πρέπει να είναι κοντά στο επίπεδο των 10 ξένων γλωσσών. Αυτός είναι ο κόσμος του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.

3. Εθνική διάσταση

Κάνοντας λόγο για την εθνική διάσταση του ρόλου της ιστοριογραφίας των Δρόμων του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών, αναφερόμαστε στην φύση και στην δομή της εκπαίδευσης και της παιδείας μιας χώρας που θέλει να είναι ένα ισχυρό συμβαλλόμενο μέρος στην νέα διαμορφούμενη κατάσταση του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.

Πιο συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην σημερινή Ελλάδα της οποίας η κάκιστη κι ολότελα αναποτελεσματική εκπαίδευση κρατάει όλους τους Έλληνες αιχμάλωτους διεστραμμένων ιδεολογιών, ψευτοϊστορικών δογμάτων και μη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της αρχαιοελληνικής παιδείας. Από την ελληνική εκπαίδευση πρέπει λοιπόν να αποβληθούν άχρηστοι συγγραφείς και κείμενα και αυτά να αντικατασταθούν από άλλα.

Θα πρέπει να πεταχθούν εκτός νεοελληνικής εκπαίδευσης οι εξής αρχαιοελληνικοί συγγραφείς:

Θουκυδίδης, Αριστοτέλης, Ηρόδοτος, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Λυσίας, Τραγικοί, Αρχαία Κωμωδία

Θα πρέπει να διατηρηθούν ως βάσεις της νεοελληνικής εκπαίδευσης ή να αντικαταστήσουν τους παραπάνω οι εξής αρχαιοελληνικοί συγγραφείς:

Ησίοδος, Πλάτων, Αρριανός, Στράβων, Πλούταρχος, Διόδωρος Σικελιώτης, Δίων Κάσσιος, Πτολεμαίος Γεωγράφος, Ψευδο-καλλισθένης

Θα πρέπει να προστεθούν κείμενα Γνωστικών, Μανιχαίων (Πίστις Σοφία), κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, και συγγραφείς και χρονικογράφοι των χρόνων της Ρωμανίας:

Προκόπιος, Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Γρηγέντιος του Τάφαρ, Θεοφάνης, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Άννα Κομνηνή

Και θα πρέπει να παρουσιαστούν επιλογές κειμένων και βιογραφικά σημαντικών συγγραφέων που εκπροσωπούν τους σημαντικώτερους ασιατικούς κι αφρικανικούς πολιτισμούς. Έτσι, θα εξοικειωθούν οι αημερινοί απληροφόρητοι κι αποκομμένοι από τον κόσμο Έλληνες με την υπαρκτή πραγματικότητα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και με το παρελθόν των εθνών με τα οποία θα συνυπάρξει η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο μέρος, αν θέλει να επιβιώσει.

Οι Δρόμοι του Μεταξιού, των Μπαχαρικών και των Λιβανωτών – από Ιστορία, Ιστοριογραφία και Κοσμοθεωρία που ήταν και είναι – γίνονται το προοίμιο ενός Νέου Κόσμου, ολόκληρης της Οικουμένης από την οποία όμως θα απουσιάζουν τα τερατουργηματικά κράτη Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ που βούλιαξαν όλη την Ανθρωπότητα σε τραυματικές πολεμικές εμπειρίες, αποικιοκρατικού χαρακτήρα γενοκτονίες, ρατσισμούς, και άλλες ιδεολογικές διαστροφές. Τώρα η Δύση θα σβύσει. Όποιος την εγκαταλείψει νωρίτερα σώζεται.  

———————————————–

Κατεβάστε το κείμενο σε Word doc: